Του Ιάσονα Κωστόπουλου
Η εφαρμογή του υποχρεωτικού εμβολιασμού έχει προκαλέσει σειρά συζητήσεων στον προοδευτικό χώρο, με αρκετούς να τάσσονται κατά των προστίμων αλλά υπέρ της καθολικότητας ενώ άλλους να θεωρούν πως τα διοικητικά πρόστιμα δεν είναι αρκετά, ή ίσως είναι πολύ ταξικά και θα έπρεπε να αντικατασταθούν από μια οριζόντια και αναπόδραστη για όλους υποχρεωτικότητα. Σε κάθε περίπτωση και οι δύο αυτές απόψεις συνομολογούν αφενός ότι το βασικό διακύβευμα είναι η υπερίσχυση του συλλογικού καλού έναντι στον «νεοφιλελεύθερο ατομικισμό», αφετέρου ότι μια ορισμένη υποχρεωτικότητα είναι εν τέλει απαραίτητη, ακόμη και αν η πορεία που θα φτάσουμε σε αυτή διαφέρει σημαντικά.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι παραπάνω απόψεις θεωρούν ως «νεοφιλελεύθερο ατομικισμό», δικαιώματα κατοχυρωμένα από το διεθνές και εγχώριο νομικό πλαίσιο, μέσα από πολλαπλές συνθήκες αλλά και από τα συντάγματα των περισσότερων χωρών όπως δηλαδή είναι εκείνο της ενημερωμένης συναίνεσης για την άσκηση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης. Ενώ, την ίδια στιγμή ελάχιστα ή και κανένα πρόβλημα δημοκρατικότητας δεν εντοπίζεται στα μέτρα που μέχρι σήμερα έχουν εφαρμοστεί σχετικά με τον αποκλεισμό και τον οικονομικό καταναγκασμό των ανεμβολίαστων, που συνιστούν την καταπάτηση και την εφαρμογή διακρίσεων στο δικαίωμα στην εργασία, την πρόσβαση στο δημόσιο χώρο αλλά και την πρόσβαση στην Υγεία. Αυτά βέβαια μέχρι σήμερα έχουν αποτελέσει ψιλά γράμματα, για ένα μεγάλο κομμάτι του προοδευτικού κόσμου, που κατά τα άλλα κόπτεται για την καταπολέμηση των διακρίσεων και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων.
Σε ό,τι όμως αφορά την υποχρεωτικότητα ως παράγοντα για επικράτηση του συλλογικού συμφέροντος, οι λαθροχειρίες και η υποκρισία έχουν χτυπήσει κόκκινο. Εν γένει το ζήτημα εξετάζεται έξω από τις ειδικές συνθήκες στις οποίες εφαρμόζονται αυτά τα μέτρα, ενώ γίνονται συγκρίσεις με οποιαδήποτε μορφή υποχρεωτικότητας υπάρχει σε μια κοινωνία, άσχετα με την πορεία εξασφάλισής της ή και τους περιορισμούς που επιβάλλει η εφαρμογή της όπως για παράδειγμα είναι η υποχρεωτική χρήση ζώνης κατά την οδήγηση. Αντίστοιχα, δεν εξετάζεται και το τι προσπαθεί να πετύχει η συγκεκριμένη πολιτική, αφού η εργαλειοποίηση της πανδημίας για ευρείας κλίμακας αναδιαρθρώσεις, είτε υποβαθμίζεται είτε αποκρύπτεται πλήρως μπροστά στην έκτακτη ανάγκη που συνιστά η πανδημία. Πολύ περισσότερο όμως δεν λαμβάνεται υπόψη η υποκρισία της υποχρεωτικότητας, για «να σωθούν ζωές», δεδομένης της υπάρχουσας διαχείρισης της πανδημίας. Δηλαδή, ότι σε μια κοινωνία όπου δύο χρόνια τώρα όχι μόνο δεν έχουν γίνει επενδύσεις αλλά περικοπές στην υγεία, που όσοι διαχειρίζονται την πανδημία απολαμβάνουν ακαταδίωκτο, που οι ειδικές επιτροπές υπακούν ξεδιάντροπα κάθε κέλευσμα της κυβέρνησης, που το πολιτικό σύστημα απολαμβάνει ειδική φροντίδα και περίθαλψη απέναντι στον ιό, δεν είναι δυνατό να μιλά κανείς για υποχρεωτικότητα. Αυτά δεν είναι ψιλά γράμματα για να ξεχνιούνται και να γίνεται λόγος για πολιτικές που εξασφαλίζουν το συλλογικό καλό, τη στιγμή που σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής διαμηνύεται προς πάσα κατεύθυνση πως αν έχεις εξουσία ή δύναμη, μπορείς να λειτουργείς σαν βαρόνος.
Ούτε βέβαια είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για καθολικότητα σε ένα πλαίσιο που από τη μια υπάρχουν ακόμη πολλά άγνωστα σημεία με αποτέλεσμα να γίνονται διαρκώς επανατοποθετήσεις από τον επιστημονικό κόσμο, ενώ από την άλλη οι κυβερνήσεις λειτουργούν εν κρυπτώ χωρίς να παρέχουν πλήρη στοιχεία, εργαλειοποιούν τον εμβολιασμό και συχνά μετατρέπονται σε πλασιέ των Big Pharma.
Αν λοιπόν κάποιος επιθυμεί να σταθεί λίγο πιο ψύχραιμα απέναντι στο ζήτημα θα έπρεπε να αναλογιστεί περισσότερο που στοχεύει η πολιτική που εφαρμόζεται και δευτερευόντως αν μέσα από την εφαρμογή της είναι πιθανό ίσως ως παράπλευρη συνέπεια να σωθούν περισσότερες ζωές. Αυτό, όχι βέβαια γιατί υποβαθμίζουμε την ανάγκη να σωθεί η κοινωνία με τις μικρότερες δυνατές απώλειες, αλλά γιατί για να γίνει κάτι τέτοιο, είναι ανάγκη να παλέψουμε για μια πολιτική που θα στοχεύει στην καταπολέμηση της πανδημίας και όχι κάπου αλλού.