Της Χριστίνας Κοψίνη.
Τις τελευταίες ημέρες θόρυβος πολύς έγινε για το εάν και πώς οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας που υπογράφονται σε επίπεδο επιχείρησης θα επιτραπεί να ρίξουν το βασικό μισθό κάτω από το κατώφλι των κλαδικών ή των ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων εργασίας.
Εάν δεν είχε προηγηθεί το κύμα των απορρυθμιστικών παρεμβάσεων, που εδώ και ενάμιση χρόνο σαρώνει το ατομικό και συλλογικό εργατικό δίκαιο που θεσπίστηκε πριν από 20 χρόνια (πάνω από 30 νομοθετικές παρεμβάσεις), το θέμα των επιχειρησιακών συμβάσεων, από μόνο του, ίσως και να μην αποτελούσε πρόβλημα.
Άλλωστε, ποιος δεν θα έδινε μια πίστωση χρόνου και εργατικού κόστους σε επιχειρήσεις με σοβαρά προβλήματα, ώστε να αποσυμπιεστούν από την κρίση;
Δυστυχώς έχουμε ξεφύγει προ πολλού από αυτό το στάδιο της προσωρινής πτώσης μισθών που ως ιδέα και πρακτική επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί με τα περίφημα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης στα μέσα της δεκαετίας του ’90 στις αποκαλούμενες «φθίνουσες βιομηχανικές περιοχές». Φυσικά απέτυχε τότε, διότι ο εφεδρικός στρατός των ανέργων είχε κι άλλες ευκαιρίες, μέσα από το πελατειακό σύστημα, τα προγράμματα της Ε.Ε. και τις παρεμβάσεις των δήμων.
Σήμερα, το θέμα των επιχειρησιακών συμβάσεων είναι απλώς ένας πολύ μικρός κρίκος σε μια αλυσίδα αλλαγών που αποσκοπούν στην υποτίμηση της εργατικής δύναμης ως εμπορεύματος χάριν της ανταγωνιστικότητας που πρέπει να κερδίσει η ελληνική αγορά.
Η διαδικασία υποτίμησης μισθών και τιμών περνά αναπόφευκτα μέσα από την πλήρη αποδόμηση όλων εκείνων των θεσμών που ενισχύουν, ή που εν δυνάμει μπορούν να ενισχύσουν, τη διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων. Η διάβρωση των κλαδικών συμβάσεων – ήδη με το νόμο που επικύρωσε το Μνημόνιο από το καλοκαίρι του 2010, η μείωση του βασικού μισθού κάτω από τα όρια της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης για τους νεοεισερχόμενους, η πτώση της υπερωριακής αμοιβής, η επικύρωση της απλήρωτης εργασίας την Κυριακή και τόσες άλλες ρυθμίσεις που προηγήθηκαν, είναι μόνο μερικά από τα μέτρα που δρομολογήθηκαν για τη σταδιακή αλλά σταθερή υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης. Η καθοριστικότερη παρέμβαση είναι αυτή που θα οδηγήσει σε μείωση των συλλογικών συμβάσεων και αύξηση των ατομικών συμφωνιών.
Υπ’ αυτή την έννοια, στο κάδρο των απορρυθμίσεων έχουν ήδη τοποθετηθεί δύο παρεμβάσεις που αξίζει να επισημάνουμε. Η πρώτη αφορά τις αλλαγές στη λειτουργία του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας. Από το σχέδιο Νόμου για τον ΟΜΕΔ που δόθηκε την Πέμπτη στη δημοσιότητα φαίνεται ότι όχι μόνο περιορίζεται η δυνατότητα παρέμβασής του σε θέματα κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων, αλλά δημιουργείται κι ένα παντελώς νέο σώμα με καινούργια πρόσωπα, χωρίς ιστορική συνέχεια για το θεσμό που θεωρείται από τους πιο αποτελεσματικούς με όρους αστικού εκσυγχρονισμού. Μόνο που ο θεσμός αυτός, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία, ενίσχυσε το ρόλο της συλλογικής διαπραγμάτευσης έναντι των αποφάσεων από διαιτητές και από διαιτητικά δικαστήρια, πριν από το ’90.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 276 υπογεγραμμένες συλλογικές συμβάσεις του 1989 ο αριθμός τους εκτινάσσεται σε 462 το 2008. Γίνεται κατανοητό γιατί ο ρόλος του ΟΜΕΔ είναι τόσο κομβικός για την πτώση του εργατικού κόστους και των αμοιβών.
Η δεύτερη παρέμβαση που θα έχει δραματικές μισθολογικές επιπτώσεις για τους αμειβόμενους με τα κατώτερα μισθολογικά επίπεδα είναι η απαγόρευση επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους που δεν μετείχαν σε μία συγκεκριμένη συλλογική διαπραγμάτευση.
Σήμερα με το νόμο 1876/90 (ποιος είπε ότι η οικουμενική δεν θέσπισε ορισμένους σημαντικούς νόμους;), ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας επεκτείνει με απόφασή του την ισχύ των συμβάσεων και σε όλους όσοι δεν εκπροσωπήθηκαν. Η ευεργετική επίδραση αυτής της ρύθμισης για την πλειοψηφία των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα που παραμένει έξω από τα συνδικάτα φαίνεται ότι τελειώνει με συνέπεια την επιτάχυνση της εφαρμογής ατομικών συμβάσεων εργασίας. Ακόμη περισσότερο, το μέτρο αυτό θα επιταχύνει και τη διαδικασία ξεκαθαρίσματος στην αγορά των μικρών, αφού θα εισάγει νέους όρους ανταγωνισμού με βάση τις χαμηλές τιμές της εργατικής δύναμης.
Και δεν έχουμε φτάσει ούτε στο μέσον της πτώσης…