Του Κώστα Παπουλή – Γέρου
α) Oι επιπτώσεις της ένταξης:
Με την είσοδο στην ΕΟΚ και κύρια στην ΟΝΕ, η Ελλάδα απώλεσε τα μέσα εμπορικής, συναλλαγματικής και νομισματικής πολιτικής (δηλαδή τα οποιαδήποτε μέσα προστασίας, μιας οικονομίας χαμηλών παραγωγικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων). Συγχρόνως και το εργαλείο δημοσιονομικής πολιτικής… κουτσουρεύτηκε με το Σύμφωνο Σταθερότητας (Σ.Σ.). Αν και τη «χρυσή» δεκαετία της ΟΝΕ και των Ολυμπιακών Αγώνων, η χώρα δεν υποχρεώθηκε σε αυστηρή εφαρμογή του Σ.Σ., τώρα που βρίσκεται στη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής ιστορίας της της αφαιρείται πλήρως, μέσω της επιτήρησης, το σύνολο της δημοσιονομικής της πολιτικής. Δεν μπορεί πια το ελληνικό κράτος να καταρτίσει ούτε τη λίστα με τα έσοδα και τα έξοδά του, δηλαδή τoν προϋπολογισμό του.
Συγχρόνως, η νομισματική πολιτική (επιτόκια της ΕΚΤ), αλλά και η εξωτερική πολιτική της Ένωσης (σκληρό ευρώ) ασκήθηκαν σε όφελος της οικονομικής ατμομηχανής της Ένωσης, της Γερμανίας και των δορυφορικών της χωρών και αντίθετα με τις ανάγκες των οικονομιών της περιφέρειας.
Το κύριο, όμως, είναι ότι σε συνθήκες ΟΝΕ, δηλαδή σε συνθήκες ελεύθερου εμπορίου χωρίς περιορισμούς, όταν ενώνονται ισχυρές οικονομίες με αδύναμες, καταρρίπτονται οι οποιεσδήποτε «ωφέλειες για όλους» που απορρέουν από ένα διεθνές εμπόριο, που διεξάγεται με διαφορετικά νομίσματα κι επικρατεί ο νόμος του αδυσώπητου ανταγωνισμού, ο «απόλυτος καπιταλισμός». Σε αυτήν την κατάσταση επικρατούν οι οικονομίες και οι κλάδοι που έχουν απόλυτα πλεονεκτήματα. Οι διαφορετικοί ρυθμοί πληθωρισμού -συγκριτικά ιδιαίτερα υψηλοί για τη χώρα μας- καθώς και η γερμανική περιοριστική πολιτική, ενέτειναν τις διαφορές ανταγωνιστικότητας, όσον αφορά τουλάχιστον στις οικονομίες τελευταίας ταχύτητας, στις οποίες επικεφαλής είναι η Ελλάδα.
Η χώρα μας αλλά και ο υπόλοιπος ευρωπαϊκός νότος, συνεπεία της ένταξής του στην ΟΝΕ και για τους παραπάνω λόγους, οδηγήθηκε και οδηγείται ακόμα στην αποδιάρθρωση της παραγωγικής του βάσης και στη στρέβλωση μιας «ανάπτυξης» με κέντρο τις υπηρεσίες και τις κατασκευές.
Επειδή τα νούμερα λένε αλήθεια, το γράφημα δείχνει την αρνητική πορεία των ισοζυγίων μετά τη σύνδεση της δραχμής με το ευρώ και το διευρυνόμενο παραγωγικό έλλειμμα της χώρας. Είναι αυτό το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που σχετίζεται άμεσα στην ελληνική περίπτωση, με το έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό (δίδυμα ελλείμματα) και το συνεπακόλουθο δημόσιο εξωτερικό χρέος. Συνεπώς, τα προβλήματα χρέους της ελληνικής οικονομίας πηγάζουν από το «αναπτυξιακό της μοντέλο», είναι δομικά και όχι, απλά, «διαχειριστικά προβλήματα».
β) Η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στην ΟΝΕ:
Με βάση τις υπάρχουσες παραγωγικές και τεχνολογικές δυνατότητες και το διευρυνόμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η ελληνική οικονομία έπρεπε αργά ή γρήγορα να προσαρμοστεί στην ΟΝΕ και να καταλάβει τη νέα θέση που της αναλογεί στον καταμερισμό της εργασίας στην ευρωζώνη και στην Ε.Ε., θέση πολύ κατώτερη από αυτήν που κατείχε προ της ένταξής της. Καθώς η ΟΝΕ είναι μια σκληρή νομισματική και μονεταριστική ένωση ελευθέρου εμπορίου, η προσαρμογή και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με εσωτερική «υποτίμηση» (αφού δεν υπάρχει πια νόμισμα), μείωση μισθών, φτώχεια, ανεργία, κοινωνική δυστυχία, ξεπούλημα της χώρας κ.λπ.
Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τα δεδομένα της κρίσης, τις κερδοσκοπικές επιθέσεις, το παιχνίδι με το ευρώ και άλλα, αυτό που προβληματίζει δεν είναι η ομόφωνη απόφαση (κυβέρνησης-Ε.Ε.) για την προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας και συνεπακόλουθα κοινωνίας στα δεδομένα της ΟΝΕ, αλλά η απαίτηση της βίαιης ταχύτητας αυτής της προσαρμογής και πιθανόν και «υπερπροσαρμογής», που θα φέρουν την πατρίδα μας σε λατινοαμερικανικά πρότυπα.
γ) Το τέλος των ψευδαισθήσεων για μια κοινωνική-καπιταλιστική Ευρώπη:
Η κρίση φωτογράφησε το ευρωπαϊκό αδιέξοδο και τις τρεις ομάδες χωρών που διαμορφώνονται. Το μπλοκ των ισχυρών οικονομιών του «Βορρά» φαίνεται να υποδιαιρείται σε «κερδισμένες»- πλεονασματικές χώρες, με κέντρο τη Γερμανία και σε χαμένες-«ελλειμματικές», με κέντρο τη Γαλλία.
Στον πάτο της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι ο οικονομικός χώρος της περιφέρειας που βρίσκεται σε παραγωγική παρακμή, σε φθίνουσα βιομηχανική οπισθοδρόμηση. Στον πυρήνα του Νότου φιγουράρει η Ελλάδα, με την «ελπίδα» να μετασχηματιστεί σε γηροκομείο του Βορρά, ως τόπος μόνιμης παραμονής των ηλικιωμένων συνταξιούχων της Γερμανίας.
Για να ζήσει με αξιοπρέπεια ο Νότος, χρειάζεται μια άλλη Ευρώπη, με ένα «μαλακό» ευρώ, με έντονα διαφοροποιημένους ρυθμούς πληθωρισμού, συνέπεια της κατάργησης του Σ.Σ., με καταργημένες τις συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισσαβώνας κ.λπ., αλλά οπωσδήποτε με έναν ισχυρό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό.
Είναι σαφές ότι η οικονομική ανισομετρία και η ένταση των αντιθέσεων στον ευρωπαϊκό χώρο που διευρύνει το «σύστημα» ευρώ, δεν μπορεί να διορθωθεί, αν δεν δημιουργηθεί ένας ενεργός αναδιανεμητικός μηχανισμός σταθερού πρόσημου, που θα μεταφέρει πόρους από τις πλούσιες περιφέρειες προς τις αδύναμες, ώστε αυτές να αναπτυχθούν παραγωγικά, για να δημιουργήσουν κοινωνικό κράτος, αλλά και να προφυλαχτούν από τις οδυνηρές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, που τις επόμενες δύο-τρεις δεκαετίες πιθανόν, θα χτυπήσει άσχημα τη Μεσόγειο.
Είναι μάλλον απίθανο να ελπίζει κανείς, ότι η κρίση θα βγάλει μια τέτοια νέα Ευρώπη. Δεν είναι μόνο ότι αυτό το ζήτημα αφορά και στις 27 χώρες της Ένωσης και όχι μόνο τη ζώνη του ευρώ, δεν είναι μόνο ότι οι ΗΠΑ και ο Καναδάς που ισορροπούν με ομοσπονδιακούς προϋπολογισμούς αποτελούν ενιαία έθνη και με μικρότερη οικονομική ασυμμετρία. Ο μεγάλος αντίπαλος είναι η φορά της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που ενισχύει συνέχεια τον νεοφιλελευθερισμό και τον πολιτικό ολοκληρωτισμό. Η γερμανική, αλλά και η υπόλοιπη ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ των ισχυρών χωρών που διευθύνει την Ε.Ε., τμήμα του παγκόσμιου διευθυντηρίου του πλανήτη, δεν «πληρώνει» πολιτικό κόστος για τα μέτρα στην Ελλάδα και δεν την αφορά το πολιτικό κόστος που θα πληρώσουν οι αναλώσιμοι τοπικοί «κυβερνήτες».
δ) Ισχυρό διαπραγματευτικό και πολιτικό χαρτί η στάση πληρωμών και αμέσως μετά η έξοδος από τη ζώνη του ευρώ:
Ως αποτέλεσμα του προγράμματος σταθερότητας, το δημόσιο χρέος και οι τόκοι εξυπηρέτησής του, θ’ ανέλθουν σημαντικά ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ τα επόμενα χρόνια η οικονομία και η παραγωγική δυνατότητα της πατρίδας μας θα εξαντλείται. Στο βάθος του κάδρου βρίσκεται η πτώχευση του λαού, ενώ η πτώχευση του κράτους πιθανόν να αποφεύγεται μέσω της απόλυτης εξάρτησης από τις Βρυξέλλες.
Η απειλή της στάσης πληρωμών για τα τοκοχρεολύσια, μέσα από μια κυβέρνηση που θα δηλώσει ξεκάθαρα ότι δεν πειθαρχεί στα διατάγματα του Βερολίνου, είναι και απειλή αν όχι διάλυσης, τουλάχιστον αποσταθεροποίησης της ζώνης του ευρώ. Αν και μ’ αυτό το χαρτί το Βερολίνο και ο σκληρός πυρήνας της Ε.Ε. δεν αλλάξουν στάση, τότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την πραγματοποίηση της απειλής. Αναγκαστικά, κατ’ αρχήν για επανάκτηση του εργαλείου της νομισματικής πολιτικής, αλλά και για αποφυγή πτώχευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, επιβάλλεται η επιστροφή στη δραχμή και η εθνικοποίηση των τραπεζών. Η χώρα πρέπει να επιχειρήσει να παραμείνει στην Ε.Ε. χωρίς, όμως, καθοριστικές δεσμεύσεις για την παραγωγική της ταυτότητα, διατηρώντας παράλληλα απόλυτη ελευθερία κινήσεων όσον αφορά στο εύρος και τη μορφή (πολλαπλή ισοτιμία) του εργαλείου της νομισματικής υποτίμησης. Με συγκεκριμένη οικονομική πολιτική και σοσιαλιστική κατεύθυνση, πρέπει να επιχειρηθεί η βιομηχανική και αγροτική ανασυγκρότηση που, φυσικά, δεν μπορεί να συμβαδίζει με τους κανόνες του «savoir vivre» της ελεύθερης αγοράς. Ιδιαίτερες οικονομικές συμφωνίες πρέπει να διαμορφωθούν με χώρες όπως η Βενεζουέλα κ.λπ.
Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι πιθανόν να ακολουθήσουν και άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, με αποτέλεσμα την αποφασιστική διάρρηξη της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στον ευρωπαϊκό νότο και την επανεμφάνιση της σοσιαλιστικής υπόθεσης ως μιας δυνατότητας, ίσως και σε όλη την ήπειρο. Ανεξάρτητα όμως και πέρα από όλα, το ελληνικό πλοίο με σημαία το ευρώ έπεσε στα βράχια, πρέπει λοιπόν με προσοχή να το εγκαταλείψουμε, για να μην πνιγούμε.
(1): Βλ. αρθρογραφία του Γ. Στουρνάρα. (ένθετο της Αυγής, 28-2-10).