Είμαι ξαπλωμένος στο χειρουργικό ράντζο και περιμένω ανήσυχος την έναρξη της εγχειρητικής διαδικασίας. Οι γιατροί συνωστίζονται δίπλα μου και μιλάνε φωναχτά, ενώ η κάμερα μεταφέρει την εικόνα μας στα πέρατα του κόσμου. Από τη γιγάντια οθόνη μπορώ και παρατηρώ σε δεκάδες παράθυρα τις εκφράσεις των εκπροσώπων του διεθνούς ιατρικού τιμ που, καθ’ όλη τη διάρκεια της επέμβασης, θα καθοδηγεί τους δικούς μας διακεκριμένους επιστήμονες.
ΕΙΝΑΙ ΤΟ πείραμα, ΕΙΜΑΙ ΤΟ πείραμα. Θα μου αφαιρέσουν, είπαν, δυο ζωτικά όργανα, ίσως και τρίτο αν χρειαστεί, κι αυτό θα είναι όλο. Έτσι και αλλιώς η μηχανική υποστήριξη θα με κρατήσει στη ζωή, ακόμη κι αν χρειαστεί να αφαιρεθούν κανά δυο ακόμη κομμάτια του κορμιού μου ή και ακόμη περισσότερα.
Αναισθητικό δεν διατίθεται, είμαι υποχρεωμένος να βιώσω μέχρι κεραίας την επώδυνη θεραπεία, ώστε να την αποτυπώσω στη μνήμη μου εφ’ όρου ζωής. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να απαλλαγώ διά παντός από την τρομερή ασθένεια που απειλεί να με αφανίσει.
Από τα παράθυρα νούμερο 1 και 2 ακούγονται οι συντονισμένες εντολές των δοκτόρων Αγγέλα Μένγκελε και Ντομινίκ Στρωσ’ τους Κατ’. Οι δυο Ζαν Κλοντ συνεπικουρούν με παρατηρήσεις και εντολές. Οι δικοί μας ακούνε και σημειώνουν εντυπωσιασμένοι. Στο κάτω μέρος της οθόνης εναλλάσσονται οι νευρικά διακυμαινόμενοι δείκτες των διεθνών χρηματιστηρίων. Η ψυχολογία των επενδυτών κυμαίνεται μεταξύ ενθουσιώδους αισιοδοξίας και πανικού. Κάποιοι τζογάρουν στην επιτυχία της εγχείρησης, άλλοι στοιχηματίζουν για το αντίθετο. Σήμερα ο κόσμος ξεκινάει από μένα, σήμερα ο κόσμος τελειώνει σε μένα.
Ο επικεφαλής του ιατρικού τιμ, δρ. Γαπάρας, λαμβάνει τη διεθνή άδεια για να ξεκινήσει. Οι γιατροί παίρνουν τις θέσεις τους γύρω μου, ενώ το ακόνισμα των χειρουργικών εργαλείων από τους νοσηλευτές δημιουργεί ένα ηχητικό πανδαιμόνιο. Εγώ τρέμω από το φόβο μου, αλλά αυτοί δείχνουν εξαιρετικά ψύχραιμοι. Ο δρ. Μπάκαλος, μάλιστα, δεν έχει σταματήσει λεπτό να καταβροχθίζει τις μπριζόλες που έχει τοποθετήσει μπροστά του και να μου δείχνει ειρωνικά τα λερωμένα από τα υπολείμματα τροφής δόντια του. Ο δρ. Παπακώνστας μετράει τους σφυγμούς και την πίεσή μου, οι συνάδελφοί του, δόκτορες Λοβερδίνος, Κατσέλιου και Ξεπεταλωτής, μου χαιδεύουν τα μαλλιά και προσπαθούν να με πείσουν πως ό,τι θα συμβεί, για το καλό μου θα είναι και μόνο γι’ αυτό.
Ο τρόμος μου πιάνει οροφή. Ουρλιάζω με όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου. Ο δρ. Παπουτσάρης με επαναφέρει στην τάξη με μια σιδηρογροθιά, ενώ ο δρ. Ρέπανος μου σφυρίζει στο αφτί πως έφτασε η ώρα να πληρώσω για τα τζαμπατζιλίκια μιας ζωής. Με σπασμένη φωνή ρωτάω τους γιατρούς πόσα όργανα προτίθενται, τελικά, να μου αφαιρέσουν. «Όλα, ηλίθιε, το ζωντανό σου εξωτερικό κουφάρι χρειαζόμαστε μόνο και το ένα εικοστό του μυαλού σου», απαντάει ο Μπάκαλος, ενώ όλοι οι άλλοι στην αίθουσα και τα τηλεδιασκεψιακά παράθυρα έχουν ξεραθεί στα γέλια.
Ξυπνάω απότομα, λουσμένος στον ιδρώτα. Κοιτάζω το ρολόι. Δέκα η ώρα. Τινάζομαι πάνω και βάζω να γίνει ο καφές. Πρέπει να βιαστώ, ίσως η σημερινή πορεία μπορέσει να κάνει τη διαφορά που ζητάμε εδώ και μήνες, ίσως και όχι. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να βιαστώ. Κάθε ώρα που περνάει χωρίς τις κραυγές μας είναι μια ώρα χαμένη από μας, κερδισμένη από δαύτους.
Αναισθητικό δεν διατίθεται, είμαι υποχρεωμένος να βιώσω μέχρι κεραίας την επώδυνη θεραπεία, ώστε να την αποτυπώσω στη μνήμη μου εφ’ όρου ζωής. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να απαλλαγώ διά παντός από την τρομερή ασθένεια που απειλεί να με αφανίσει.
Από τα παράθυρα νούμερο 1 και 2 ακούγονται οι συντονισμένες εντολές των δοκτόρων Αγγέλα Μένγκελε και Ντομινίκ Στρωσ’ τους Κατ’. Οι δυο Ζαν Κλοντ συνεπικουρούν με παρατηρήσεις και εντολές. Οι δικοί μας ακούνε και σημειώνουν εντυπωσιασμένοι. Στο κάτω μέρος της οθόνης εναλλάσσονται οι νευρικά διακυμαινόμενοι δείκτες των διεθνών χρηματιστηρίων. Η ψυχολογία των επενδυτών κυμαίνεται μεταξύ ενθουσιώδους αισιοδοξίας και πανικού. Κάποιοι τζογάρουν στην επιτυχία της εγχείρησης, άλλοι στοιχηματίζουν για το αντίθετο. Σήμερα ο κόσμος ξεκινάει από μένα, σήμερα ο κόσμος τελειώνει σε μένα.
Ο επικεφαλής του ιατρικού τιμ, δρ. Γαπάρας, λαμβάνει τη διεθνή άδεια για να ξεκινήσει. Οι γιατροί παίρνουν τις θέσεις τους γύρω μου, ενώ το ακόνισμα των χειρουργικών εργαλείων από τους νοσηλευτές δημιουργεί ένα ηχητικό πανδαιμόνιο. Εγώ τρέμω από το φόβο μου, αλλά αυτοί δείχνουν εξαιρετικά ψύχραιμοι. Ο δρ. Μπάκαλος, μάλιστα, δεν έχει σταματήσει λεπτό να καταβροχθίζει τις μπριζόλες που έχει τοποθετήσει μπροστά του και να μου δείχνει ειρωνικά τα λερωμένα από τα υπολείμματα τροφής δόντια του. Ο δρ. Παπακώνστας μετράει τους σφυγμούς και την πίεσή μου, οι συνάδελφοί του, δόκτορες Λοβερδίνος, Κατσέλιου και Ξεπεταλωτής, μου χαιδεύουν τα μαλλιά και προσπαθούν να με πείσουν πως ό,τι θα συμβεί, για το καλό μου θα είναι και μόνο γι’ αυτό.
Ο τρόμος μου πιάνει οροφή. Ουρλιάζω με όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου. Ο δρ. Παπουτσάρης με επαναφέρει στην τάξη με μια σιδηρογροθιά, ενώ ο δρ. Ρέπανος μου σφυρίζει στο αφτί πως έφτασε η ώρα να πληρώσω για τα τζαμπατζιλίκια μιας ζωής. Με σπασμένη φωνή ρωτάω τους γιατρούς πόσα όργανα προτίθενται, τελικά, να μου αφαιρέσουν. «Όλα, ηλίθιε, το ζωντανό σου εξωτερικό κουφάρι χρειαζόμαστε μόνο και το ένα εικοστό του μυαλού σου», απαντάει ο Μπάκαλος, ενώ όλοι οι άλλοι στην αίθουσα και τα τηλεδιασκεψιακά παράθυρα έχουν ξεραθεί στα γέλια.
Ξυπνάω απότομα, λουσμένος στον ιδρώτα. Κοιτάζω το ρολόι. Δέκα η ώρα. Τινάζομαι πάνω και βάζω να γίνει ο καφές. Πρέπει να βιαστώ, ίσως η σημερινή πορεία μπορέσει να κάνει τη διαφορά που ζητάμε εδώ και μήνες, ίσως και όχι. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να βιαστώ. Κάθε ώρα που περνάει χωρίς τις κραυγές μας είναι μια ώρα χαμένη από μας, κερδισμένη από δαύτους.
Ν. Κουνενής
[email protected]
[email protected]
Σχόλια