Μέσα στο κλίμα σιωπής και φόβου που επιβάλλεται ως μέθοδος διαχείρισης της πανδημίας, σοβαρές εξελίξεις δρομολογούνται γύρω από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό. Με την κρυφή ελπίδα ότι θα παραμείνουν στη σκιά μέχρι να οδηγηθούμε στην τελική συμφωνία και τους «επώδυνους συμβιβασμούς» που οραματίστηκε ο Κ. Σημίτης και στήριξε η γνωστή συντροφιά δεξιάς, πασοκικής και συριζαϊκής απόχρωσης.

Η ανησυχητική διαπίστωση είναι ότι οι μικρές ή μεγαλύτερες ποσοτικές μεταβολές που διαμορφώθηκαν το προηγούμενο διάστημα –πόλεμος χαμηλής έντασης στον αέρα και τη θάλασσα του Αιγαίου, παρουσία γεωτρύπανων στην ΑΟΖ της Κύπρου και ερευνητικών σκαφών στην ΑΟΖ, δυνητική ή διεθνώς αναγνωρισμένη, σε Κύπρο και Ελλάδα– μετασχηματίζονται σταδιακά σε ποιοτικές μεταβολές.

Η καρδιά των εξελίξεων χτυπά στο Κυπριακό

Ο πρόεδρος της Κύπρου οδηγείται αδιαμαρτύρητα σε μια Πενταμερή Διάσκεψη με την Κυπριακή Δημοκρατία να έχει ήδη υποβιβαστεί σε «ελληνοκυπριακή κοινότητα». Η ελληνική διπλωματία με τη συνδρομή των κομμάτων της δήθεν αντιπολίτευσης, αφού και αυτή «κατάπιε» αδιαμαρτύρητα το νέο αποικισμό της Αμμοχώστου, συμπαραστέκεται και στηρίζει «από μακριά» την πολιτική ελίτ της Κύπρου, έτοιμη να αποδεχθεί ως γεγονός τετελεσμένο τη λογική της «εκλιπούσης» Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η διπλωματική κινητικότητα των τελευταίων ημερών με το ταξίδι Κ. Μητσοτάκη στην Κύπρο και τις συναντήσεις του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια με το Βρετανό ομόλογό του Ντ. Ράαμπ, δεν αναζητούν διέξοδο από την καλοστημένη παγίδα του Βερολίνου, των Βρυξελλών και του προκλητικά φιλότουρκου γ.γ. του ΟΗΕ, Α. Γκουτέρες. Η ελληνική και κυπριακή στάση θεωρείται από τους δυτικούς συμμάχους δεδομένη και έτοιμη να αποδεχθεί την «όποια λύση». Και οι δύο πλευρές στηρίζουν τις ελπίδες τους στις δηλώσεις των ΗΠΑ και εν μέρει της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας για αναζήτηση λύσης στα πλαίσια των αποφάσεων του ΟΗΕ. Αυτές οι δηλώσεις καθόλου δεν εξασφαλίζουν μια δίκαιη λύση του Κυπριακού με τερματισμό της παρουσίας τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων και αναγνώριση της ενιαίας υπόστασης και ανεξαρτησίας της Κύπρου, ούτε το τέλος των πιέσεων για συμβιβασμό.

Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών κατά την πρόσφατη επίσκεψή του, όπου τόνισε ότι η αποτυχία των διαπραγματεύσεων «δεν θα ωφελήσει κανένα» και κάλεσε όλες τις πλευρές «να προσέλθουν στις συνομιλίες με ετοιμότητα για συμβιβασμό, προκειμένου να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα».

Η πολιτική ελίτ Ελλάδας και Κύπρου θα επιθυμούσε να κλείσει άρον-άρον όλες τις εκκρεμότητες σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Άγκυρας και με υπόδειγμα τη Συμφωνία των Πρεσπών. Όμως, όπως απέδειξε η πρόσφατη εμπειρία, αυτό εμπεριέχει κινδύνους για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος

Όχι τυχαία και οι δύο χώρες δεν βρήκαν κουβέντα να πουν και αποδέχονται την πρόσκληση συμμετοχής στην Πενταμερή, όταν είναι γνωστό ότι η τουρκική πλευρά πηγαίνει στη Νέα Υόρκη με επίσημη θέση την οριστική διχοτόμηση του νησιού. Αλήθεια για ποιο «θετικό αποτέλεσμα» γίνεται λόγος όταν οι διαπραγματεύσεις ξεκινούν με δεδομένο ότι η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί ξεπερασμένο αναχρονισμό και όταν ο ζητούμενος συμβιβασμός αποσκοπεί στην αποδοχή υποβιβασμού μιας χώρας-μέλους του ΟΗΕ και της Ε.Ε. σε «ελληνοκυπριακή διοίκηση»; Ποια άλλη χώρα διαπραγματεύεται την ίδια την υπόστασή της με δυνάμεις που έχουν καταλάβει στρατιωτικά ένα σημαντικό τμήμα των εδαφών της και «συζητά» με συμμάχους που αξιοποιούν τις παράνομες απαιτήσεις της Τουρκίας για να επιβάλλουν το δικό τους έλεγχο στο νησί; Και όμως, η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση με αυτούς τους όρους και προϋποθέσεις οδηγούνται στην Πενταμερή και με τους ίδιους όρους αντιμετωπίζουν τις βλέψεις της Άγκυρας σε Αιγαίο και Ν.Α. Μεσόγειο.

Και η Θράκη κινδυνεύει

Την ίδια στιγμή, κι ενώ εκκωφαντική σιωπή επικράτησε κατά την επέτειο των δραματικών γεγονότων στα Ίμια, φαίνεται να προχωρούν οι συνεννοήσεις για μερική αποστρατιωτικοποίηση της Θράκης και παράδοση του ελέγχου της περιοχής στις ΗΠΑ με την εξαγορά του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης και την εγκατάσταση βάσης ελικοπτέρων, με απώτερο βέβαια στόχο την περικύκλωση της Ρωσίας. Η ελληνική κυβέρνηση νομίζει ότι δια αυτής της οδού θα «προστατέψει» τον Έβρο από τις τουρκικές βλέψεις και θα αποφύγει τις πιέσεις σχετικά με την αναγνώριση «τουρκικής μειονότητας» στην περιοχή. Κλείνει τα μάτια στο πιθανό ενδεχόμενο να μετατραπεί ακόμα ένα τμήμα της χώρας σε περιοχή γκρίζας κυριαρχίας όπως τα νησιά, με τη δράση της Frontex και ΜΚΟ, και παράλληλα να συνεχιστούν ακατάπαυστα οι τουρκικοί σχεδιασμοί για επιβολή καθεστώτος «μερικής αυτονομίας» σε ολόκληρη τη Θράκη.

Ταυτόχρονα, ιδιόρρυθμη αμηχανία υπάρχει στο κυβερνητικό στρατόπεδο σχετικά με την έξαρση προσφυγικών ροών στα ελληνοτουρκικά σύνορα του Έβρου. Η «σθεναρή στάση» της περασμένης άνοιξης γρήγορα ξεχάστηκε και η «αποφασιστική φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων» έδωσε τη θέση της σε μια ακόμα κίνηση κατευνασμού για «να μην αγριέψει περισσότερο το θηρίο» την περίοδο του διατεταγμένου ελληνοτουρκικού διαλόγου.

Η στάση του επίσημου πολιτικού κόσμου σε Ελλάδα και Κύπρο αποτελεί μνημείο υποχωρητικότητας και ενδοτισμού. Είναι φανερό ότι το έργο θα είχε ολοκληρωθεί και η πολιτική «Πρέσπες παντού» θα είχε υλοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό αν δεν υπήρχε ο φόβος της λαϊκής δυσαρέσκειας και ο κίνδυνος μιας συστημικής αποσταθεροποίησης. Άλλωστε η Συμφωνία των Πρεσπών εκτός από μάθημα «οσφυοκαμψίας» ήταν και μάθημα κόστους ως συνέπεια αυτής της επιλογής.

Η Τουρκία αποκαλυπτικά προκλητική

 Μέσα σε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον και με την πλήρη στήριξη της γερμανικής Ευρώπης, η Τουρκία δε σταματά ούτε στιγμή να προκαλεί φανερώνοντας την πρόθεσή της «να τα παίξει όλα για όλα» προκειμένου χωρίς άλλες καθυστερήσεις να επιβάλλει την ατζέντα και τις βλέψεις της σε όλο τον άξονα Θράκη – Αιγαίο – Κύπρος.

Από την κατεχόμενη Κύπρο, όπου βρέθηκε τις τελευταίες μέρες ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου, αποκάλεσε τα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου «θυγατέρα πατρίδα» και επισημοποίησε την τουρκική πρόταση για πλήρη και οριστική διχοτόμηση του Νησιού.

Σε ένα κρεσέντο προκλητικότητας, λίγες μέρες πριν την επίσκεψή του στη Κύπρο και μιλώντας στο συνέδριο του κυβερνητικού κόμματος, είχε σημειώσει με έμφαση ότι η τουρκική κυβέρνηση κατέβηκε στο «πεδίο της μάχης» και έκανε την τουρκική σημαία να κυματίζει στην Ανατολική Μεσόγειο. «Και τώρα όλοι έχουν μάθει πως να συνεργάζονται με την Τουρκία» πρόσθεσε, στέλνοντας ένα προκλητικό μήνυμα σε Ελλάδα και Κύπρο χωρίς να διστάσει να προσβάλλει και την ίδια την Ε.Ε.

Σε κάθε άλλη περίπτωση δηλώσεις σαν αυτές θα ήταν ικανές να σταματήσουν κάθε διάλογο. Όχι μόνο για το προκλητικό ύφος αλλά και για τη σαφή ένδειξη ότι ο διάλογος για την Τουρκία υπάρχει μόνο όσο η άλλη πλευρά αναγνωρίζει και κάμπτεται μπροστά στην ισχύ των πολεμικών απειλών. Βέβαια, Αθήνα, Λευκωσία και Βρυξέλλες ούτε άκουσαν ούτε προσβλήθηκαν. Με αυτούς τους όρους και με ορατή την απειλή να συνεχιστούν τα ίδια, υποστηρίζουν τον ελληνοτουρκικό διάλογο ως εγγύηση της ειρήνης και της ασφάλειας στην περιοχή. Η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο.

Ταυτόχρονα, ο Σουλεϊμάν Σοϊλού, υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας, κατηγόρησε επίσημα τις ΗΠΑ ως ενορχηστρωτές του πραξικοπήματος του Αυγούστου του 2016. Η Τουρκία φαίνεται ότι δεν έχει την υπομονή να περιμένει την αποσαφήνιση της πολιτικής Μπάιντεν στην περιοχή. Προκαταβάλει τις ΗΠΑ με έναν έσχατο εκβιασμό που λίγο πολύ σημειώνει την απαίτηση για συνεργασία και αποδοχή των βλέψεών της από τις ΗΠΑ ή την πλήρη ρήξη στις σχέσεις των δύο χωρών. Εκβιασμός υψηλού ρίσκου αλλά όχι χωρίς τους αναγκαίους υπολογισμούς. Το αποτέλεσμα, εν όψει Πενταμερούς, δε θα αργήσει να φανεί…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!