του Σπύρου Παναγιώτου
Η προσέγγιση Πούτιν-Ερντογάν αναδεικνύει τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει η τουρκική διπλωματία, αλλά και την έλλειψη στρατηγικής που χαρακτηρίζει τη χώρα μας
Η συνάντηση Πούτιν – Ερντογάν δεν αποτελεί απλώς μία ακόμα εξέλιξη στο δυσανάγνωστο παζλ της ταραγμένης Μέσης Ανατολής. Πιστοποιεί, κυρίως, τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει η τουρκική διπλωματία, που διαθέτει σχέδιο και βάθος στα θέματα που αφορούν τα στρατηγικά της συμφέροντα, και αναδεικνύει την απουσία και παράλληλα τη συνεχή συρρίκνωση της παρουσίας της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή. Μάλιστα, σε μια στιγμή που αμφισβητούνται προκλητικά τα σύνορά της ενώ έχει επιβληθεί στην πράξη καθεστώς μειωμένης κυριαρχίας στο Αιγαίο και τα νησιά.
Η τρίτη κατά σειρά, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιούλη, συνάντηση των προέδρων Ρωσίας και Τουρκίας επιβεβαίωσε τη σημαντική βελτίωση του κλίματος ανάμεσα στις δύο χώρες και κατέληξε με την υπογραφή σημαντικών οικονομικών συμφωνιών, την κατασκευή του τουρκικού αγωγού μεταφοράς ρωσικού αερίου στην Ευρώπη και την κατασκευή πυρηνικού σταθμού ηλεκτρικής ενέργειας στα παράλια της Μ. Ασίας. Το αν θα πραγματοποιηθούν οι σχεδιασμοί των δύο ηγετών ή θα αποτραπούν εκ νέου με παρέμβαση των ΗΠΑ, μένει να αποδειχθεί στο κοντινό μέλλον.
Μεγαλύτερη σημασία έχει ο τρόπος που ασκούν πολιτική οι δύο χώρες και οι επιπτώσεις στην Ελλάδα. Το καθεστώς Ερντογάν, έχοντας επιβιώσει μετά από ένα αποτυχημένο πραξικόπημα, κατάφερε πολλά σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Κατά αρχήν όξυνε στο έπακρο τη διπλωματική αντιπαράθεση με ΗΠΑ και Ε.Ε., κατηγορώντας ευθέως την Ουάσιγκτον για συνδρομή στους πραξικοπηματίες.
Ταυτόχρονα, βελτίωσε τις σχέσεις της με τη Ρωσία, προχωρώντας σε σημαντικές πολιτικές και οικονομικές συμφωνίες, αφήνοντας στο παρελθόν την οξύτητα που προηγήθηκε. Απείλησε ανοικτά την Ε.Ε. ότι θα τινάξει στον αέρα τη συμφωνία για τους πρόσφυγες, θέτοντας χρονικό όριο στην τήρηση της δέσμευσης για τη βίζα και διευκρίνισε ότι δεν θα ανεχθεί άλλον εμπαιγμό στις διαπραγματεύσεις για την ευρωπαική ένταξη της Τουρκίας. Τέλος, προχώρησε σε αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης, εγείροντας θέματα για το σύνολο των ελληνοτουρκικών συνόρων, αλλά και δηλώνοντας παρούσα στην επαναχάραξη των συνόρων στη Μ. Ανατολή.
Το πρακτικό αποτέλεσμα όλων αυτών των κινήσεων ήταν θεαματικό. Παρά τις ενοχλήσεις που προκάλεσε η πολιτική αυτή, ο Ερντογάν πήρε πράσινο φως από ΗΠΑ, Ρωσία και Ε.Ε. και καταπατώντας κάθε έννοια Δικαίου προχώρησε σε επέμβαση και κατοχή ενός μεγάλου τμήματος της Συρίας, στα νότια σύνορά της. Απέτρεψε, έτσι, την προέλαση των Κούρδων δυτικά του Ευφράτη ποταμού, βασική στρατηγική επιδίωξη που την έφερνε σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και στα πρόθυρα πολέμου με τη Ρωσία, ενώ οδήγησε τις ΗΠΑ να δηλώσουν ότι θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τους Κούρδους, μόνο στο βαθμό που θα παραμείνουν ανατολικά του Ευφράτη αλλάζοντας έτσι, προσωρινά ή όχι (μένει να φανεί), τη μέχρι τώρα πολιτική της. Εξασφάλισε, παράλληλα, τη σιωπή της Ρωσίας για την επέμβαση, ενώ και οι διαμαρτυρίες του Άσαντ σχετικά είναι χλιαρές. Χωρίς καμιά καθυστέρηση, για να «κατοχυρώσει» τις θέσεις της, προχώρησε στην αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης εξασφαλίζοντας και πάλι την σιωπή όλων των μεγάλων δυνάμεων.
Η Ρωσία, από την πλευρά της, ανεξάρτητα από το βαθμό εμπιστοσύνης που δείχνει στον ίδιο τον Ερντογάν, επιχειρεί κυνικά να εκμεταλλευτεί κάθε ρωγμή που παρουσιάζεται στο δυτικό στρατόπεδο. Γνωρίζει ότι η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα, με σημαντική οικονομική δύναμη και κυρίως πολιτεύεται με ένα δικό της σχεδιασμό, εκβιάζοντας ή διατηρώντας βαθμούς ανεξαρτησίας από Δύση και ΗΠΑ. Προωθεί έτσι οικονομικές συνεργασίες, επιχειρώντας να επιβάλει τετελεσμένα στη γεωγραφία των αγωγών φυσικού αερίου χωρίς να παραιτείται από τις γεωπολιτικές της βλέψεις στην περιοχή. Θεωρεί την Ελλάδα δεδομένη και δέσμια στο αμερικανονατοϊκό άρμα και έτσι στρέφεται -ανάγοντάς τον σε προνομιακό συνομιλητή- στον Ερντογάν. Αφήνει για το μέλλον όσα χωρίζουν τις δύο χώρες στο μέτωπο της Συρίας, γνωρίζοντας ότι διαθέτει πολιτική και στρατιωτική υπεροχή ώστε να επιβάλει τα συμφέροντά της, όταν το τοπίο θα είναι πιο καθαρό. Προς το παρόν το ενδιαφέρον της στρέφεται στην αντιμετώπιση της διένεξής της με τις ΗΠΑ και στη κατοχύρωση θέσεων στο πεδίο των μαχών με την ανακατάληψη του Χαλεπίου.
Η Ελλάδα απούσα από τις εξελίξεις
Ίσως κάποιος να θεωρούσε υπερβολή να αναλάβει η χώρα πρωτοβουλίες για την επίλυση της κρίσης στην Μ. Ανατολή. Κακώς! Ακόμα και αν η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς χρεοκοπίας, εκείνο που δεν γίνεται κατανοητό είναι πως οι εξελίξεις στη Μ. Ανατολή επηρεάζουν βαθιά τις εξελίξεις στη χώρα, θέτουν σε κίνδυνο την ειρήνη σε ολόκληρη την περιοχή και στην Ελλάδα. Η προκλητική αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης και οι απειλές για τα σύνορα σε Αιγαίο – Θράκη αποτελούν την πιο ορατή διάσταση της άμεσης εμπλοκής με τα όσα συμβαίνουν στην περιοχή. Η απουσία πολιτικού σχεδίου και στρατηγικής δεν είναι λοιπόν δικαιολογημένη, καθώς διακυβεύεται ή ίδια η υπόσταση της χώρας.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνεχίζει έτσι την, εδώ και δεκαετίες, στάση του ελληνικού αστισμού στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Η ελληνική διπλωματία θεωρεί αρκετό να δηλώνει κάθε φορά ότι η Ελλάδα αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή. Υπολογίζει, και θέλει έτσι να διαβεβαιώσει τους πολίτες, ότι η χώρα δεν κινδυνεύει και πως οι διεθνείς παράγοντες θα διαφυλάξουν τη «σταθερότητα» και υπόσταση της χώρας. Η στάση αυτή αποτελεί την πιο μεγάλη (αυτα)απάτη.
Πρώτα γιατί οι μεγάλες δυνάμεις δεν έδωσαν δεκάρα για την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης, θεωρώντας μια διεθνή συνθήκη, θέμα «διμερές». Δεύτερον γιατί οι ίδιες έχουν ήδη επιβάλει στην πράξη τη διχοτόμηση του Αιγαίου, καθιερώσει τη ΝΑΤΟϊκή επικυριαρχία στα θαλάσσια σύνορα, επιτρέψει γκριζάρισμα των συνόρων και τη διεθνή επιτροπεία στα νησιά – αποθήκες προσφυγικών ροών. Η επιβολή παράλογων και διαλυτικών όρων στο Κυπριακό αποτελεί απόδειξη της «σημασίας» που αποδίδεται «στη μοναδική σταθερή δύναμη της περιοχής».
Η χώρα πισθάγκωνα δεμένη με μνημονιακά δεσμά στους Δυτικούς κυρίαρχους θεωρείται χώρα περιορισμένης «κυριαρχίας» και απόλυτα πειθήνια στους σχεδιασμούς της δυτικής συμμαχίας.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σε αγαστή συνεργασία με τον αστικό πολιτικό κόσμο, επιβεβαιώνει αυτήν τη συμπεριφορά. Μοχθεί για την επίλυση του Κυπριακού με τους όρους των ΗΠΑ- Βρετανίας, αδιαφορώντας για το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας την ίδια στιγμή που ο Ερντογάν εκβιάζει με «game over» αν τα αιτήματα του δεν γίνουν αποδεκτά. Αποδέχεται τους όρους μιας διατεταγμένης ελληνοτουρκικής φιλίας και κλείνει τα μάτια στον τουρκικό επεκτατισμό. Κάνει ότι δεν καταλαβαίνει τις απειλές για τα σύνορα, βαυκαλιζόμενος ότι πρόκειται για «εσωτερικό παιχνίδι του Ερντογάν και σιωπά στον ΟΗΕ, την Ε.Ε. σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς», αποφεύγοντας διπλωματικές επαφές με τις χώρες που υπέγραψαν τότε ή θίγονται σήμερα από την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης. Πανηγυρίζει και παρουσιάζει ως επιτυχία τα ανοίγματα με την Αίγυπτο αν και γνωρίζει ότι αρκεί μια «στραβή ματιά» των ΗΠΑ για να ανατρέψει ή να προσαρμόσει στα αμερικάνικα συμφέροντα όσες συμφωνίες υπογράψει.
Στην πραγματικότητα, αποπνέει την εικόνα μιας χώρας δέσμιας στη δυτική στρατηγική που κανένας δεν μπορεί να υπολογίσει στα σοβαρά. Και αυτή η αίσθηση μετατρέπεται σε πολιτική στάση από όλους τους παράγοντες της περιοχής, φίλους και εχθρούς.
Ας σημειωθεί για άλλη μια φορά· ένα σχέδιο διεξόδου για τη χώρα δεν μπορεί παρά να αναμετρηθεί σοβαρά με όσα αφορούν την εξωτερική πολιτική και θέση της χώρας και ιδιαίτερα με τους κινδύνους για την ειρήνη στην περιοχή.