Όλη η συμμορία επιστρέφει: Τα κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς (που ομαδοποιεί τα «μετριοπαθή» ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα), ο «πράσινος» José Bové, σύμμαχος τώρα του Daniel Cohn-Bendit, που ποτέ του δεν είδε κάποιο πόλεμο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ που δεν του άρεσε, διάφορες τροτσκιστικές ομάδες και βεβαίως ο Bernard-Henry Lévy και ο Bernard Kouchner, να ζητούν όλοι μαζί κάποιο είδος «ανθρωπιστικής επέμβασης» στη Λιβύη ή να κατηγορούν την λατινοαμερικανική Αριστερά, της οποίας οι θέσεις είναι πολύ πιο λογικές, ότι ενεργεί σαν «χρήσιμος ηλίθιος» για τον «Λίβυο τύραννο».
Μετά από δώδεκα χρόνια, επαναλαμβάνεται το Κόσοβο. Εκατοντάδες χιλιάδες Ιρακινοί είναι νεκροί, το ΝΑΤΟ είναι στριμωγμένο σε μια ανήμπορη κατάσταση στο Αφγανιστάν, κι αυτοί δεν έμαθαν τίποτα! Ο πόλεμος στο Κόσοβο έγινε για να σταματήσει μία ανύπαρκτη γενοκτονία, ο αφγανικός πόλεμος για να προστατεύσει τις γυναίκες (πηγαίνετε να τσεκάρετε την κατάστασή τους σήμερα), και ο ιρακινός πόλεμος για να προστατεύσει τους Κούρδους. Πότε θα καταλάβουν ότι όλοι οι πόλεμοι υποτίθεται ότι δικαιολογούνται ανθρωπιστικά; Ακόμα και ο Χίτλερ «προστάτευε μειονότητες» στην Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία.
Από την άλλη, ο Ρόμπερτ Γκέιτς προειδοποιεί ότι όποιος μελλοντικός υπουργός Εξωτερικών συμβουλεύει έναν αμερικανό πρόεδρο να στείλει στρατεύματα στην Ασία ή την Αφρική «θα πρέπει να υποβληθεί σε εξέταση στο κεφάλι». Ο ναύαρχος Mullen ομοίως συνιστά σύνεση. Το μεγάλο παράδοξο του καιρού μας είναι ότι τα επιτελεία του κινήματος ειρήνης τα βρίσκει κανείς στο Πεντάγωνο και το Υπουργείο Εξωτερικών, ενώ το κόμμα υπέρ του πολέμου αποτελείται από ένα συνασπισμό νεοσυντηρητικών και φιλελεύθερων επεμβατιστών διαφόρων τάσεων, συμπεριλαμβανομένων αριστερών ανθρωπιστικών πολεμάρχων, καθώς και μερικών πρασίνων, φεμινιστριών ή μετανοημένων κομμουνιστών.
Έτσι, τώρα, ο καθένας πρέπει να περικόψει την κατανάλωση εξαιτίας της παγκόσμιας υπερθέρμανσης, ενώ οι πόλεμοι του ΝΑΤΟ είναι ανακυκλώσιμοι και ο ιμπεριαλισμός αποτελεί τμήμα της αειφόρου ανάπτυξης.
Βέβαια, οι ΗΠΑ θα κάνουν ή δεν θα κάνουν πόλεμο για λόγους που είναι εντελώς ανεξάρτητοι από τις συμβουλές που δίνει η φιλοπόλεμη Αριστερά. Το πετρέλαιο δεν θα είναι ο καθοριστικός παράγοντας στην απόφασή τους, γιατί οποιαδήποτε μελλοντική λιβυκή κυβέρνηση θα εξακολουθήσει να το πουλάει και η Λιβύη δεν είναι αρκετά μεγάλη ώστε να επηρεαστεί αισθητά η τιμή του πετρελαίου. Ασφαλώς, η αναταραχή στη Λιβύη συνεπάγεται κερδοσκοπία που επηρεάζει τις τιμές, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Οι σιωνιστές πιθανόν θα βλέπουν από δύο σκοπιές τη Λιβύη: μισούν τον Καντάφι, και θα ήθελαν να τον δουν εκδιωγμένο, σαν τον Σαντάμ, με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο, αλλά δεν είναι τόσο σίγουροι ότι θα τους αρέσουν οι διάδοχοί του (και από τα λίγα που γνωρίζω, δεν θα τους αρέσουν).
Το κύριο επιχείρημα υπέρ του πολέμου είναι ότι εάν τα πράγματα εξελιχθούν γρήγορα και εύκολα, θα αποκατασταθεί το ΝΑΤΟ και η ανθρωπιστική επέμβαση, το ίματζ του οποίου έχει αμαυρωθεί από το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Μία καινούρια Γρενάδα ή, το πολύ, ένα νέο Κόσοβο, είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται. Ένα άλλο κίνητρο για επέμβαση είναι για να ελεγχθούν καλύτερα οι επαναστάτες, «σώζοντάς» τους στην πορεία τους για τη νίκη. Αλλά αυτό είναι απίθανο να συμβεί: ο Καρζάι στο Αφγανιστάν, οι Κοσοβάροι εθνικιστές, οι Σιίτες στο Ιράκ και βεβαίως το Ισραήλ, είναι απολύτως ευτυχείς να δεχτούν τη βοήθεια των Αμερικανών, όταν τη χρειάζονται, αλλά μετά, ακολουθούν το δικό τους πρόγραμμα. Και μία ολοκληρωτική στρατιωτική κατοχή στη Λιβύη μετά την «απελευθέρωση» είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί, γεγονός που καθιστά την επέμβαση λιγότερο ελκυστική από την αμερικανική σκοπιά.
Απ’ την άλλη, εάν τα πράγματα εξελιχθούν άσχημα, αυτό πιθανότατα θα είναι η αρχή του τέλους της αμερικανικής αυτοκρατορίας, παρά την προσοχή των ανθρώπων που πραγματικά έχουν την ευθύνη γι’ αυτό και δεν γράφουν απλώς άρθρα στη Le Monde ή μιλάνε με στόμφο μπροστά στις κάμερες εναντίον δικτατόρων.
Είναι δύσκολο για απλούς πολίτες να ξέρουν ακριβώς τι τρέχει στη Λιβύη, επειδή τα δυτικά ΜΜΕ έχουν ολοκληρωτικά απαξιώσει τους εαυτούς τους στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Λίβανο και την Παλαιστίνη, και επίσης οι εναλλακτικές πηγές δεν είναι πάντα αξιόπιστες. Αυτό βεβαίως δεν εμποδίζει τη φιλοπόλεμη Αριστερά από το να είναι απόλυτα πεισμένη για την αλήθεια των χειρότερων ανταποκρίσεων για τον Καντάφι, όπως ήταν δώδεκα χρόνια πριν για τον Μιλόσεβιτς.
Ο αρνητικός ρόλος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου είναι πάλι φανερός, εδώ, όπως ήταν του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για τη Γιουγκοσλαβία στην περίπτωση του Κοσόβου. Ένας από τους λόγους που υπήρξε σχετικά μικρή αιματοχυσία στην Τυνησία και την Αίγυπτο είναι ότι υπήρχε μια εφικτή έξοδος για τον Μπεν Αλί και τον Μουμπάρακ. Αλλά η «διεθνής δικαιοσύνη» θέλει να εξασφαλίσει ότι τέτοια έξοδος δεν είναι δυνατή για τον Καντάφι, και πιθανά για ανθρώπους που είναι κοντά του, παροτρύνοντας τους έτσι να πολεμήσουν μέχρι το πικρό τέλος.
Εάν «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», όπως συνεχίζει να λέει η ευρωπαϊκή Αριστερά, τότε μια διαφορετική Δύση θα είναι εφικτή και η ευρωπαϊκή Αριστερά θα πρέπει να αρχίσει να εργάζεται γι’ αυτήν. Η πρόσφατη συνάντηση της Μπολιβαριανής Συμμαχίας θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν ένα παράδειγμα: η λατινοαμερικανική Αριστερά θέλει ειρήνη και θέλει να αποφύγει μία επέμβαση των ΗΠΑ, επειδή ξέρει ότι βρίσκεται υπό παρακολούθηση από τις ΗΠΑ και ότι η διαδικασία της κοινωνικής μεταβολής προϋποθέτει πάνω απ’ όλα ειρήνη και εθνική κυριαρχία. Γι’ αυτό, προτείνουν να σταλεί μια διεθνής αντιπροσωπεία, πιθανά με επικεφαλής τον Τζίμι Κάρτερ (σε καμία περίπτωση μαριονέτα του Καντάφι), προκειμένου να ξεκινήσει μια διαπραγματευτική διαδικασία ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους επαναστάτες. Η Ισπανία εκδήλωσε ενδιαφέρον για την ιδέα, η οποία βεβαίως έχει απορριφθεί από τον Σαρκοζί. Αυτή η πρόταση μπορεί να φαίνεται ουτοπική, αλλά μπορεί να μην είναι και τόσο εάν υποστηριζόταν από το μεγάλο βάρος του ΟΗΕ. Αυτός θα ήταν ο τρόπος για να εκπληρώνει την αποστολή του, αλλά αυτό κατέστη αδύνατο κάτω από την επιρροή των ΗΠΑ και της Δύσης. Πάντως, δεν είναι αδύνατο τώρα, ή σε μια μελλοντική κρίση, ένας μη επεμβατικός συνασπισμός εθνών, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, της Κίνας, της Λατινικής Αμερικής και ίσως και άλλων, να εργαστεί για να δημιουργηθούν αξιόπιστα μοντέλα στον δυτικό επεμβατισμό.
Σε αντίθεση με την λατινοαμερικανική Αριστερά, η παθητική ευρωπαϊκή εκδοχή της έχει χάσει κάθε αίσθηση του τι σημαίνει να ασκεί πολιτική. Δεν προσπαθεί να προτείνει συγκεκριμένες λύσεις στα προβλήματα, και μπορεί μόνο να παίρνει ηθικές θέσεις, κατά προτίμηση να καταγγέλλει δικτάτορες και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων με στομφώδεις τόνους. Η σοσιαλδημοκρατική Αριστερά ακολουθεί τη Δεξιά με μια καθυστέρηση μερικών ετών στην καλύτερη περίπτωση, και δεν έχει καθόλου δικές της ιδέες. Η «ριζοσπαστική» Αριστερά συχνά καταφέρνει να καταγγέλλει τις δυτικές κυβερνήσεις με κάθε τρόπο και ταυτόχρονα να ζητάει από τις ίδιες κυβερνήσεις να επεμβαίνουν στρατιωτικά στον κόσμο για να υπερασπιστούν τη δημοκρατία. Η έλλειψη πολιτικών ανακλαστικών τούς καθιστά εξαιρετικά ευάλωτους σε εκστρατείες παραπληροφόρησης και τους κάνει παθητικούς κλακαδόρους των πολέμων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Η Αριστερά δεν έχει συνεκτικό πρόγραμμα και δεν θα ήξερε τι να κάνει ακόμα κι αν ένας θεός της έδινε την εξουσία. Αντί να «υποστηρίζουν» τον Τσάβες και τη βενεζουελανή επανάσταση, μια άνευ σημασίας δήλωση που μερικοί αρέσκονται να επαναλαμβάνουν, θα έπρεπε ταπεινά να διδάσκονται απ’ αυτούς και, πρώτα πρώτα, να ξαναμαθαίνουν τι σημαίνει να κάνεις πολιτική.
* Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στο Counterpunch, στις 8 Μαρτίου. Ο (πανεπιστημιακός) Jean Bricmont διδάσκει φυσική στο Βέλγιο και είναι μέλος του (προοδευτικού) Δικαστηρίου των Βρυξελλών. Το βιβλίο του «Ανθρωπιστικός Ιμπεριαλισμός» έχει εκδοθεί από το Monthly Review Press. Στο Περίπτερο Ιδεών έχει δημοσιευτεί σχετικό κείμενο (Δρόμος, αρ. φύλλου 10 –Μάιος 2010).