Οι επερχόμενες γερμανικές εκλογές θα κρίνουν πολλά
Του Γιώργου Αναστασίου
Μόλις τρεις εβδομάδες απομένουν πριν ανοίξουν οι κάλπες στη Γερμανία. Μετά τις γαλλικές προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, αποτελούν το μεγαλύτερο εκλογικό γεγονός της χρονιάς στην ευρωπαϊκή ήπειρο, και το αποτέλεσμά τους αναμένεται να χρωματίσει τις εξελίξεις στο σύνολο της Ε.Ε. Πάντως για την ώρα η γερμανική αναμέτρηση δεν διαθέτει τίποτα από το σασπένς των γαλλικών προεδρικών εκλογών: η επικράτηση της Μέρκελ θεωρείται σίγουρη, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι ο επικεφαλής των σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς δεν θα καλύψει τη διαφορά ούτε… στον ύπνο του. Η δημοσκοπική άνοιξη του SPD μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Σουλτς (που προκάλεσε ρίγη ενθουσιασμού και στην εγχώρια, κυβερνώσα και μη, Κεντροαριστερά) αποδείχθηκε πράγματι ιδιαίτερα βραχύβια – και αρκετά «στημένη».
Οι χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ (CDU/CSU) αναμένεται να ξεπεράσουν αισθητά το 35%, με το SPD να βρίσκεται τουλάχιστον 12 μονάδες πίσω τους. Το υπόλοιπο περίπου 40% μοιράζεται σχεδόν ισόποσα μεταξύ των «μικρών» κομμάτων: της ξενοφοβικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία (8-10%), της Αριστεράς (επίσης 8-10%), των φιλελεύθερων του FDP (8-9%) και των Πράσινων (7-8%). Έτσι, το ερώτημα που απασχολεί τους περισσότερους αναλυτές είναι αν οι φιλελεύθεροι του FDP θα τα καταφέρουν ακόμη καλύτερα απ’ ό,τι προβλέπουν οι δημοσκοπήσεις, ώστε να συγκυβερνήσουν με την Μέρκελ δίχως αυτή να χρειάζεται πια το «μεγάλο συνασπισμό» με το SPD.
Από την άλλη, μια σειρά συστημικές δυνάμεις δεν νιώθουν διόλου άβολα με τη συνέχιση του σημερινού κυβερνητικού σχήματος καθώς, χάρη στη διαχρονική «συνενοχή» του SPD, το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε κατάφερε να επιβάλει δίχως κλυδωνισμούς το σύνολο της πολιτικής του – τόσο στο εσωτερικό της Γερμανίας όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτές οι δυνάμεις αντιδρούν με συγκαταβατικά και ειρωνικά χαμόγελα στα απελπισμένα προεκλογικά τερτίπια του Σουλτς, που προσπαθεί να ενδυθεί τη στολή του… αντινεοφιλελεύθερου, δίχως φυσικά να πείθει και πολλούς.
«Δυσλειτουργεί» η Γαλλία
Στην έτερη συνιστώσα ενός γαλλογερμανικού άξονα που πότε ανασυγκροτείται και πότε ξανατίθεται σε αμφισβήτηση, ο πρόεδρος Μακρόν βλέπει τη δημοτικότητά του να καταποντίζεται λίγους μόλις μήνες μετά την εκλογή του. Από 64% μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, έχει πέσει μέσα σε τρεις μήνες στο 40%: το χαμηλότερο ποσοστό που είχε ποτέ Γάλλος πρόεδρος στην αρχή της θητείας του! Απτόητος όμως, και βασιζόμενος στην απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει ελέω ενός εκτρωματικού εκλογικού νόμου, τώρα σχεδιάζει και νέα «εργασιακή μεταρρύθμιση». Πάντα με την απλόχερη υποστήριξη των εργοδοτών και των ΜΜΕ, περιλαμβανομένων βέβαια των «προοδευτικών»…
Ο Μακρόν ελπίζει ότι αυτοί οι δύο παράγοντες θα αρκέσουν για να εξισορροπήσουν την καταφανή απονομιμοποίησή του. Σε βοήθεια προστρέχουν επιπλέον, όπως πάντα στις δύσκολες στιγμές, δύο από τις εργατικές συνομοσπονδίες – ή, ορθότερα, οι κεντρικές ηγεσίες τους: η «ανεξάρτητη» Force ouvrière και η «φιλοσοσιαλιστική» CFDT, που δηλώνουν ότι τα συζητούν όλα(!) κι ότι δεν θα συμμετάσχουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Έτσι το μέτωπο της αντίστασης περιορίζεται στην αριστερή CGT και σε μικρότερα ριζοσπαστικά συνδικάτα – που πάντως φαίνονται ικανά να κινητοποιήσουν εκατοντάδες χιλιάδες Γάλλων. Παραμένει βέβαια ερώτημα κατά πόσο η μαζικότητα και η αποφασιστικότητα των μελλοντικών κινητοποιήσεων θα επηρεαστεί αρνητικά από την έλλειψη άμεσης πολιτικής διεξόδου, εξαιτίας της κακής κατάστασης που επικρατεί στη γαλλική Αριστερά (αφού στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών έβαλε τα χέρια της κι έβγαλε τα μάτια της…).
Το σχέδιο του Μακρόν είναι να «εκσυγχρονίσει τη δυσλειτουργική αγορά εργασίας». Μεταφρασμένη σε κανονική γλώσσα, αυτή η… ψαγμένη ορολογία σημαίνει διευκόλυνση των απολύσεων και του λουκέτου σε επιχειρήσεις, μείωση των αποζημιώσεων, «διαπραγματεύσεις» των εργαζομένων με τους εργοδότες χωρίς τη συμμετοχή των επάρατων συνδικάτων, «ευελιξία» στα ωράρια και τους μισθούς κ.ο.κ. Με δυο λόγια, ουσιαστική κατάργηση της εργατικής νομοθεσίας, που ήδη είχε τσεκουρωθεί άγρια από προηγούμενες «μεταρρυθμίσεις». Η πρώτη αντίδραση, που θα δείξει τις δυνάμεις και τις αντοχές του κάθε στρατοπέδου, είναι η επερχόμενη γενική απεργία της 12ης Σεπτεμβρίου – στην οποία καλούν, βέβαια, μόνο οι «ακραίοι»…