Της Μαργαρίτας Δρίτσα*

 

Μετά την κρίση του 2012 και μέχρι σήμερα οι αρνητικές αναφορές στον ξένο Τύπο για την Ελλάδα έχουν ενταθεί. Οι προσβλητικές αναφορές της Βild, σήμερα, συμπληρώνονται με την απειλή αναγκαστικής εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη εντείνοντας τον επαναλαμβανόμενο διασυρμό. Η παραγωγή αρνητικών στερεοτύπων δεν είναι πρόσφατη αλλά έρχεται από παλιά. Χαλκεύτηκαν πριν από 130 χρόνια από ευρωπαϊκές δυνάμεις με συγκεκριμένα γεωστρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα με την ανοχή ή και συμμετοχή ενδοτικών ελληνικών κυβερνήσεων. Λειτούργησαν και εξακολουθούν να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο σήμερα.

Όταν οι οικονομικές κυρίως σχέσεις της Ελλάδας με τους δανειστές κάθε λογής διακυβεύονταν, το άνισο σύστημα πατρωνίας μεταξύ κυρίαρχων δανειστριών χωρών από τη μια και δανειζόμενων από την άλλη εφαρμοζόταν ώστε να επιτευχθεί  «συναίνεση» και να γίνουν ανεκτοί οι επαχθείς όροι τους. Αν η προσπάθεια αποτύγχανε, επιστρατεύονταν μηχανισμοί χειραγώγησης της κοινής γνώμης που ήταν απλούστεροι και αποτελεσματικότεροι. Εχρησιμοποιείτο ο τύπος που εξασφάλιζε συμμάχους και σε άλλες χώρες. Αρνητικά εθνικά στερεότυπα διαχέονταν ώστε να υποβαθμιστεί όχι απλώς το κύρος των έτσι κι αλλιώς συνήθως ψοφοδεών κυβερνήσεων ή διαπραγματευτών, αλλά συνολικά των δανειζομένων λαών, που παραδίδονταν στη διεθνή χλεύη.

 

Η εμπειρία της δεκαετίας 1890 και το μέλλον

Η τελευταία δεκαετία του 19ου αι. παρουσιάζει, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, εντυπωσιακές ομοιότητες με τις σημερινές συνθήκες. Το 1893 η κήρυξη στάσης εξωτερικών πληρωμών από την κυβέρνηση Τρικούπη είχε ως απόληξη τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και την εγκατάσταση το 1898 Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στα δημοσιονομικά της Ελλάδας. Οι μεγάλες πιέσεις που ασκήθηκαν τότε προέρχονταν  από Ευρωπαϊκές Δυνάμεις με ηγεμόνευση και σχεδιασμό κυρίως από τη Γερμανία μέσω των Γερμανών δανειστών και διαπραγματευτών.

Μετά το 1878 η Γερμανία, ως ανερχόμενη δύναμη, επιχειρούσε να εξασφαλίσει γεωπολιτικά οικονομικά και πολιτισμικά οφέλη, ενώ ιδιαίτερα έκδηλος ήταν ο ανταγωνισμός της με τη Γαλλία και επί ελληνικού εδάφους που προσλαμβανόταν ως νέος χώρος αποικιακής διείσδυσης όχι πια μέσω κατάκτησης περιοχών αλλά μέσω του πολιτισμού και της οικονομίας (αρχαιολογία, γλώσσα, δάνεια). Μετά το 1878, οι δύο Δυνάμεις αλλά και άλλες, μέσω ισχυρών τραπεζιτών, δάνειζαν γενναιόδωρα την Ελλάδα παραγνωρίζοντας την ανασφάλεια των επενδύσεών τους. Τα ξένα δάνεια επέτρεψαν τότε την πρώτη σοβαρή πλην υπερβολικά φιλόδοξη εκσυγχρονιστική προσπάθεια της κυβέρνησης Τρικούπη.

Μετά τη χρεοκοπία του 1893 οι Γερμανοί ομολογιούχοι αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος στις διεκδικήσεις ζητώντας την παρέμβαση του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών και επεξεργάζονταν ήδη την ιδέα ίδρυσης μιας διεθνούς επιτροπής για τη μόνιμη διαχείριση των δημοσιονομικών της Ελλάδας. Η πολιτική πίεση κλιμακώθηκε στη διάρκεια του Ελληνο-Τουρκικού πολέμου του 1897. Ο γερμανικός Τύπος με αναδημοσιεύσεις στη Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία ζητούσε να περισταλούν οι δαπάνες για εκσυγχρονισμό του ελληνικού στρατού και του ναυτικού: «Ένα μικρό κράτος δεν έπρεπε να είναι φιλόδοξο… οι Μεγάλες Δυνάμεις θα αναλάμβαναν κοινή δράση εναντίον της». Η Ελλάδα ήταν «κράτος ληστής ή απατεώνας».

Από το 1894 οι Γερμανοί ομολογιούχοι, επισήμως, ζητούσαν μόνιμη επιβολή διεθνούς επιτήρησης και έκδοση νέου δανείου, ενώ τον Αύγουστο 1896 απαιτούσαν να αναπτυχθεί ναυτική παρουσία και η Ελλάδα να εξαναγκαστεί να συμμορφωθεί και να υπογράψει διακανονισμό χρεών. Η καθυστέρηση του Τρικούπη και η ανικανότητα του διαδόχου του Δεληγιάννη οδήγησαν σε νέες πιέσεις, καθώς ο γερμανικός Τύπος και ορισμένα αγγλικά έντυπα αναφέρονταν συστηματικά στη διαφθορά των ελληνικών κυβερνήσεων, τις κακές οικονομικές συνθήκες, το αναποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης, την ακαταλληλότητα των πολιτικών κομμάτων, τα αρνητικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων.

Η οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 δεν πτόησε τους Γερμανούς ομολογιούχους που συνέχιζαν να ζητούν άμεση επέμβαση της γερμανικής κυβέρνησης. Μετά την έκρηξη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, το 1897, η Ελλάδα παρουσιαζόταν ως υποκινητής ευρωπαϊκής σύρραξης την οποία κανείς, πλην της Γερμανίας, επεδίωκε. Μετά την ήττα του Ελληνικού Στρατού και πάλι ήταν οι Γερμανοί ομολογιούχοι εκείνοι που πίεζαν για την καταβολή από την Ελλάδα βαρέων επανορθώσεων υπέρ της Τουρκίας και ταυτόχρονη έκδοση νέου εξωτερικού δανείου για την αποπληρωμή όλων των παλαιών χρεών. Επανήλθε και η πρότασή τους που έγινε αποδεκτή από τους υπόλοιπους διαπραγματευτές να επιβληθεί μόνιμος διεθνής έλεγχος στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας.

Στις διαπραγματεύσεις η Ελλάδα μέχρι το 1898 δεν μετέσχε αλλά ήταν παρούσα στον ευρωπαϊκό Τύπο. Ο γερμανικός παρέμενε αδιάλλακτος και συχνά πυκνά δημοσιοποιούνταν απόψεις του Γερμανού αυτοκράτορα εναντίον της Ελλάδας, όπως π.χ. ότι «Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν πρέπει να επιτρέπουν στους πολίτες τους να γίνονται αντικείμενο “πλιάτσικου” από ιταμά ληστρικά κράτη» ή ότι οι Έλληνες ήταν «ανέντιμοι και σπαγγοραμένοι». Σταθερή ήταν η επιμονή ότι «ο οθωμανικός στρατός δεν έπρεπε να εγκαταλείψει τα εδάφη που είχε καταλάβει στη Θεσσαλία». Έφθασαν, μάλιστα, να προτείνουν «να καταβάλλονται από την Ελλάδα επανορθώσεις σε δόσεις ώστε μόνο μετά την καταβολή τους να γίνεται η ανάλογη εκκένωση εδαφών από την Τουρκία».

Η Γερμανία επέδρασε ως καταλύτης, επηρεάζοντας και την κοινή γνώμη της υπόλοιπης Ευρώπης ώστε να ασκηθεί η μεγαλύτερη δυνατή πίεση στην παραπαίουσα Ελληνική Κυβέρνηση και να εξαναγκαστεί να δεχτεί τους βαρείς όρους της συνθήκης Ειρήνης και του Διεθνούς Ελέγχου. Οι Γερμανοί ομολογιούχοι ήταν εκείνοι που έπεισαν τους διπλωμάτες και η επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στα δημοσιονομικά μιας μικρής ευρωπαϊκής χώρας με ταυτόχρονη έκδοση νέου μεγάλου εξωτερικού δανείου αποτελούσε σαφή πολιτική παρέμβαση. Η απόφαση χαρακτηρίστηκε, μάλιστα, τότε από τους Γάλλους διαπραγματευτές ως η πρώτη κοινή ευρωπαϊκή δράση έναντι των μικρών δανειζομένων κρατών-πελατών.

 

Οι αναλογίες σήμερα

Η κρίση του 2012, η ουσιαστική χρεοκοπία της Ελλάδας, η συνεχιζόμενη ύφεση και η διαχείριση μέχρι σήμερα της κατάστασης από τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις διαφέρει ασφαλώς από εκείνη του 1897. Τότε η Ελλάδα ήταν απούσα από τις διαπραγματεύσεις ως ηττημένη χώρα στον πόλεμο του 1897, ενώ και σήμερα δεν απειλείται άμεσος εδαφικός ακρωτηριασμός. Σημαντική ομοιότητα, όμως, αποτελεί η επιδίωξη της Γερμανίας ως κυρίαρχης εταίρου στην Ευρώπη να διαιωνιστεί η εξωτερική επιτήρηση της χώρας μας. Ο συνεχής βομβαρδισμός της κοινής γνώμης στην Ελλάδα έξωθεν και έσωθεν αλλά και της ευρύτερης ευρωπαϊκής και παγκόσμιας μέσω αναδημοσιεύσεων και ανατροφοδοτήσεων των παγκόσμιων ΜΜΕ με τα τρομοκρατικά διλήμματα που παρακολουθούμε, εδώ και αρκετές εβδομάδες, έχουν ως στόχο να εξαφανιστεί κάθε ελπίδα για εναλλακτική λύση και να εξουδετερωθεί πιθανή ανατροπή του σκηνικού και άρση του καθεστώτος λιτότητας.

Χρειάζεται επομένως επιμονή, πολιτική τόλμη, ειλικρίνεια, υψηλή αίσθηση εθνικής ευθύνης και αξιοπρέπειας καθώς και προσεκτικός σχεδιασμός για την κυβέρνηση που σχηματίστηκα μετά τις εκλογές της Κυριακής 25/1/2015. Μόνον έτσι θα αντιμετωπιστούν οι πιέσεις που ασκούνται. Ασφαλώς μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει τα εχέγγυα αλλά οφείλει να πείσει με ανάλογους χειρισμούς και σοβαρότητα όχι μόνο τους συμπαθούντες ψηφοφόρους του, αλλά όσο το δυνατόν περισσότερους Έλληνες και Ευρωπαίους ότι θα διεξαγάγει σοβαρή, έντιμη, αξιοπρεπή, σθεναρή και έξυπνη διαπραγμάτευση για την ανατροπή των αδιεξόδων. Μόνον έτσι θα ανατραπούν και τα ενοχλητικά στερεότυπα.

 

* Η Μαργαρίτα Δρίτσα είναι Ιστορικός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!