Αργή και όχι αυτόματη η αντανάκλαση των διεθνών συσχετισμών στην περιοχή

Του Σωτήρη Ρούσσου*

 

Το σημερινό άρθρο έχει περισσότερο το χαρακτήρα ενός σύντομου σχεδιάσματος που φιλοδοξεί να λάβει στο μέλλον μεγαλύτερη, πιο οργανωμένη και εμπεριστατωμένη μορφή. Βασικό επιχείρημά του είναι ότι η σύγχρονη, μεταπολεμική ιστορία της Μέσης Ανατολής μπορεί να χωριστεί σε τρεις κύκλους: ο πρώτος ξεκινά με τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948, ο δεύτερος σημαδεύεται από την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν, και ο τρίτος από τις αραβικές εξεγέρσεις του 2011. Σκοπός μας δεν είναι μια απλή ιστορική περιοδολόγηση, αλλά η υποστήριξη του επιχειρήματος ότι, στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, η αντανάκλαση των συσχετισμών του διεθνούς συστήματος στις περιφερειακές εξελίξεις είναι πιο αργή και τελικά λιγότερο αυτόματη από ό,τι σε περιοχές όπως η Ευρώπη, η Λατινική Αμερική και η Άπω Ανατολή.

 

Ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος

Ο πόλεμος αυτός δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια σύγκρουση των υπερδυνάμεων «δι’ αντιπροσώπων». Με άλλα λόγια, η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ είχε την πολιτική συγκατάθεση τόσο των ΗΠΑ όσο και της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλωστε μεγάλο μέρος του ισραηλινού οπλισμού προερχόταν από χώρες που ελέγχονταν από την Μόσχα, όπως η Τσεχοσλοβακία. Τα νεογέννητα αραβικά κράτη, από την άλλη, ήταν στενοί σύμμαχοι της Βρετανίας και είχαν φιλικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Σε καμία περίπτωση όμως δεν ενθαρρύνθηκαν από τις ΗΠΑ στη σύγκρουση αυτή. Θα έλεγε κανείς ότι αμέσως μετά τον πόλεμο οι δύο υπερδυνάμεις αναγκάστηκαν περισσότερο από την ίδια τη σύγκρουση και λιγότερο από τη γενικότερη ψυχροπολεμική στρατηγική τους να εμπλακούν σε μια προσπάθεια διαχείρισής της.

Η σύγκρουση του 1948 δημιούργησε δεδομένα που θα επηρέαζαν τις περιφερειακές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή για τρεις δεκαετίες. Ο πόλεμος θα ήταν η μεγαλύτερη δοκιμασία για τις παραδοσιακές γαιοκτημονικές ελίτ των αραβικών κρατών ως προς τη δυνατότητά τους να αντισταθούν στον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία και να ακυρώσουν την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Η αποτυχία τους οδήγησε στην πτώση τους στην Αίγυπτο, στη Συρία και το Ιράκ. Νέα κοινωνικά στρώματα, με πολιορκητικό μηχανισμό το στρατό, κατέλαβαν την εξουσία, στηριζόμενα σε ένα ιδεολογικό λόγο παναραβικό και σοσιαλίζοντα. Τα κινήματα αυτά ήταν ανάλογα με τα κινήματα που έβλεπε κανείς από την Αφρική ως την Ινδοκίνα.

Την ίδια στιγμή, όμως, διαμορφώνονταν δύο ακόμη σημαντικά στοιχεία του μεσανατολικού συσχετισμού ισχύος. Πρώτον, το ένα εκατομμύριο περίπου Παλαιστίνιοι πρόσφυγες θα αποτελούσαν μέσα στις επόμενες δεκαετίες έναν υπερεθνικό παράγοντα επιρροής σε όλη την περιοχή. Δεύτερον, οι μοναρχίες της Ιορδανίας και της Σαουδικής Αραβίας δεν ακολούθησαν τη μοίρα των θρόνων στην Αίγυπτο και το Ιράκ, αλλά κατάφεραν να επιβιώσουν χάρη σε ένα συνδυασμό ισχυρών προνεωτερικών μορφών διαμεσολάβησης και εξουσίας και προστασίας από τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950.

 

Η ιρανική επανάσταση

Η ισλαμική επανάσταση στο Ιράν το 1979 δεν μπορεί και πάλι να ερμηνευτεί με όρους Ψυχρού Πολέμου. Ο Σάχης του Ιράν ήταν στενός σύμμαχος των ΗΠΑ, αλλά και ο Αγιατολλάχ Χομεϊνί διακρινόταν για έντονο αντικομμουνισμό και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί φιλοσοβιετικός. Είναι πιθανό η Ουάσιγκτον να επιθυμούσε την επάνοδο του Χομεϊνί στο Ιράν έτσι ώστε να πιέζει τον Σάχη και να περιορίζει τυχόν σχέδια του για αυτονομία κινήσεων, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχε προβλέψει, ούτε επιθυμούσε την πτώση του και τη διάλυση του καθεστώτος. Άλλωστε στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, που ξέσπασε ένα χρόνο μετά την επανάσταση, το ιρακινό καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν λάμβανε βοήθεια και από τη Σοβιετική Ένωση, της οποίας ήταν σύμμαχος, αλλά και από τις ΗΠΑ και άλλες δυτικές δυνάμεις.

Η ιρανική επανάσταση θα πρέπει να ερμηνευτεί σε δύο πλαίσια. Το πρώτο πλαίσιο αποτελούν οι μεγάλες εσωτερικές ανακατατάξεις στην ιρανική κοινωνία, με τη ραγδαία αστικοποίηση, τη βίαιη ενσωμάτωση του Ιράν στο διεθνές εμπόριο και τη συνακόλουθη καταστροφή σημαντικών κοινωνικών στρωμάτων όπως οι έμποροι των παζαριών, τη σύγκρουση του Σάχη με το σιιτικό ιερατείο μετά την απαλλοτρίωση και τη διανομή της αγροτικής γης που ανήκε σε αυτό, και την έλλειψη δικλείδων πολιτικής αποσυμπίεσης της κοινωνίας. Στο ίδιο πλαίσιο, η σιιτική ιδεολογική άνθηση και η σύνδεση του σιιτικού δόγματος με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα από διανοητές όπως ο Αλί Σαριατί μετέτρεψε το σιιτισμό από ένα δόγμα παθητικής αποδοχής της εξουσίας σε κίνημα αντίστασης.

Το δεύτερο πλαίσιο είναι αυτό της συνολικής ανόδου του πολιτικού Ισλάμ από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Η αποτυχία των παναραβικών, «ριζοσπαστικών» καθεστώτων να φέρουν τη νίκη εναντίον του Ισραήλ, τα σημάδια διαφθοράς και δυσλειτουργίας των κρατών αυτών και κυρίως των οικονομιών τους μετά το 1970, και η αθρόα χρηματοδότηση του ισλαμικού ευσεβισμού από το πετρο-Ισλάμ της Σαουδικής Αραβίας, οδήγησαν σε μια ανάπτυξη του πολιτικού Ισλάμ σε ολόκληρη την περιοχή.

Η ισλαμική επανάσταση στέρησε τις ΗΠΑ από έναν από τους πιο σημαντικούς συμμάχους της στη Μέση Ανατολή αλλά, το κυριότερο, αποτέλεσε παράδειγμα, το μοναδικό στην περιοχή, επιτυχημένης λαϊκής εξέγερσης που κατελάμβανε την εξουσία και συγκροτούσε μια εναλλακτική μορφή κρατικής οργάνωσης. Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι τότε οι «επαναστάσεις» στη Μέση Ανατολή δεν ήταν τίποτε άλλο από τυπικά πραξικοπήματα, με ελάχιστη συμμετοχή των μαζών. Το επαναστατικό «κύμα» που δημιούργησε δεν επηρέασε μόνο τη συγκρότηση σιιτικών οργανώσεων, όπως η Χεζμπολά στο Λίβανο, αλλά επέδρασε και στο σουνιτικό Ισλάμ, στην Αλγερία, την Αίγυπτο, τη Συρία και αλλού. Η αντίδραση της Σαουδικής Αραβίας σήμανε την έναρξη ενός γεωπολιτικού και ιδεολογικού ανταγωνισμού με την Τεχεράνη, μέρος του οποίου ήταν και είναι η ανάπτυξη των τζιχαντιστικών οργανώσεων τύπου αλ-Κάιντα και «Ισλαμικό Χαλιφάτο».

 

Οι σύγχρονες αραβικές εξεγέρσεις

Ο τρίτος κύκλος ανοίγει με τις εξεγέρσεις του 2011 στην Τυνησία και την Αίγυπτο και τους εμφυλίους στη Συρία, τη Λιβύη και την Υεμένη. Πρόκειται για κοινωνικές και πολιτικές εκρήξεις που έρχονται πολύ αργότερα από το κύμα μετάβασης που είχαμε δει στην Ανατολική Ευρώπη στη δεκαετία του 1990 και τα κοινωνικά κινήματα στη Λατινική Αμερική στα τέλη της ίδιας δεκαετίας. Γι’ αυτό είναι δύσκολο να τις εντάξουμε στα αποτελέσματα της κατάρρευσης του διπολισμού ή στη ραγδαία ενσωμάτωσή των κρατών αυτών στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση.

Η τροπή που πήραν οι εξεγέρσεις σε χώρες όπως η Συρία, η Λιβύη και η Υεμένη διέλυσε το μείγμα νεωτερικών μηχανισμών και προνεωτερικών δικτύων αφοσίωσης που συνέθεταν τα κράτη αυτά. Η εξωτερική μάλιστα ανάμειξη περιφερειακών παικτών στην περίπτωση της Υεμένης, του Ιράκ και κυρίως της Συρίας μετέτρεψε εμφύλιες διαμάχες σε μια περιφερειακή σύγκρουση. Σε αυτήν τη σύγκρουση αναδείχθηκαν για πρώτη φορά σε περιφερειακές «δυνάμεις» τρεις μη κρατικοί δρώντες: το «Ισλαμικό Χαλιφάτο», η Χεζμπολά και βεβαίως το κουρδικό κίνημα. Το τελευταίο τείνει σε αυτόν το τρίτο κύκλο να πάρει τη θέση του παλαιστινιακού κινήματος ως βασικού αιτήματος αυτοδιάθεσης στην περιοχή.

Τελικά, αυτός ο κύκλος αποτελεί τη σοβαρότερη κρίση του τύπου κράτους που οικοδομήθηκε μεταπολεμικά στη Μέση Ανατολή. Η διαδικασία οικοδόμησης έθνους-κράτους προσπάθησε να ξεριζώσει ή να ισοπεδώσει γηγενείς γνωσιακές παραδόσεις και να εισάγει δυτικούς, κοσμικούς και «ορθολογικούς» κανόνες και τρόπους διοίκησης, εκπαίδευσης και οικονομίας. Ασκήθηκε ιδιαίτερη πίεση στη θρησκεία να μετακινηθεί στην ιδιωτική σφαίρα, ενώ οι θρησκευτικοί θεσμοί πέρασαν στον άμεσο έλεγχο του κράτους. Ακόμη και τα εθνικοαπελευθερωτικά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα αναδόμησαν τον κόσμο του Ισλάμ προκειμένου να προσαρμοστεί στις ιδεολογίες τους, παρά να κάνουν το αντίστροφο. Η αδυναμία όμως συγκρότησης κοινωνικού συμβολαίου, η διαφθορά και η αναποτελεσματικότητα των καθεστώτων και η αποτυχία των διαδικασιών συγκρότησης εθνών-κρατών, ιδιαίτερα στη Συρία και το Ιράκ, οδήγησε στην έντονη αμφισβήτηση όλου του μοντέλου του κοσμικού δυτικού έθνους-κράτους και του «ορθολογισμού» του και στην ανάδυση πολυσχιδών κινημάτων του ισλαμικού πολιτικού ακτιβισμού και «υβριδικών» κρατικών οντοτήτων, ως απάντηση αντίστασης στο χρεωκοπημένο μοντέλο.

 

*Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!