Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία, άνοιξε τον δρόμο για την ανανέωση της θητείας του Τ. Ερντογάν για ακόμη 5 χρόνια. Με ποσοστό 49,5% στον πρώτο γύρω, πέντε μονάδες διαφορά από τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης, και έχοντας ήδη κερδίσει την πλειοψηφία στη νέα βουλή, ο Ερντογάν, φαίνεται να έχει εύκολο έργο. Η στήριξη μάλιστα που απέσπασε από τον τρίτο υποψήφιο, τον εθνικιστή Σινάν Ογκάν, (απ 5.2% στις 14 Μαΐου) του δίνει αέρα νίκης πριν καν ανοίξουν οι κάλπες.
Στον αντίποδα ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Κ. Κιλντσάρογλου, που βγήκε δεύτερος παρά την συσπείρωση όλων των αντιερντογανικών πολιτικών δυνάμεων στην υποψηφιότητα του, αγωνίζεται να κερδίσει τα 2.5 εκατ. ψήφων που του λείπουν για να μπορεί να ελπίζει στην ανατροπή του αποτελέσματος του πρώτου γύρου. Επιδιώκει να αντιστρέψει την αποσυσπείρωση που προκάλεσε το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου, στηριζόμενος σε δημοφιλή πρόσωπα όπως ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, Εκ. Ιμάμογλου και επιμένοντας στη γραμμή ενός δυτικής κοπής εκσυγχρονισμού κόντρα στον αυταρχικό σουλτάνο Ερντογάν. Η κύρια δεξαμενή από όπου επιδιώκει να αντλήσει τις επιπλέον ψήφους είναι τα 2.8 εκατ. ψηφοφόρων του Σινάν Ογκάν. Για τον λόγο αυτό ενσωματώνει όλο και πιο πολύ στοιχεία της εθνικιστικής ατζέντας, με τον λόγο του τις μέρες αυτές είναι πιο εθνικιστικός, πιο αντιμεταναστευτικός, πιο αντικουρδικός (παρά τη στήριξη από τα κουρδικά κόμματα), με σκοπό να προσελκύσει ψηφοφόρους του Ογκάν που δεν επιθυμούν να ψηφίσουν Ερντογάν.
Το διεθνές ενδιαφέρον είναι σαφώς μικρότερο από αυτό της πρώτης Κυριακής. Λείπουν οι δημοσκοπήσεις και οι ευχές για το «τέλος Ερντογάν» στα συστημικά μέσα της Δύσης. Όλοι αναμένουν τη συνέχιση του καθεστώτος Ερντογάν, με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα.
Και πράγματι οι προκλήσεις είναι μεγάλες. Το καθεστώς Ερντογάν που ανανεώνει την εμπιστοσύνη του λαού (του πραγματικού «kingmaker» κατά Ερντογάν) προς την εθνικιστική-ισλαμική σύνθεση που το στηρίζει, θα βρεθεί αντιμέτωπο με την ικανότητα του να υλοποιήσει τους πολιτικούς του στόχους.
Πρώτον, η επιλογή για στροφή της Τουρκίας προς την Ευρασία, η σύσφιξη σχέσεων με τη Ρωσία και την Κίνα, αλλά και οι περιφερειακές φιλοδοξίες της Τουρκίας, θα οξύνουν το διαρκές παζάρι με τη Δύση και τον ρόλο της χώρας στη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία. Δεύτερον, ο Ερντογάν δεσμεύθηκε προσωπικά για την άμεση (εντός ενός έτους) ανοικοδόμηση στις πληγείσες από τον σεισμό περιοχές, έργο που απαιτεί γιγάντια κεφάλαια (εξωτερικός δανεισμός) για να υλοποιηθεί και φαίνεται δύσκολο να καλυφθούν μόνο από τους παραδοσιακούς δανειστές (Κατάρ) χωρίς τη στήριξη της Κίνας, ή τις δυτικές τράπεζες χωρίς απαίτηση για μεταρρυθμίσεις στην οικονομική πολιτική (αντιστροφή της πολιτικής υποτίμησης της λίρας για ενίσχυση της εγχώριας εξαγωγικής παραγωγής). Τρίτο, το ζήτημα της διαχείρισης των μεταναστευτικών και προσφυγικών πληθυσμών που συγκεντρώνονται στην Τουρκία, θέμα που αναδείχθηκε σε κεντρικό της προεκλογικής περιόδου, με τα εθνικιστικά κόμματα (ο ρυθμιστικός ρόλος των οποίων ενισχύθηκε) να απαιτούν την άμεση απέλαση 2 εκατ. μεταναστών από τη χώρα.
Δ.Γκ.