Μια σπίθα, έλεγε ο Μάο, μπορεί να ανάψει φωτιά σε όλο τον κάμπο. Στην περίπτωσή μας το πράγμα λειτούργησε αντίστροφα. Η φωτιά που κατέκαψε τα δάση και τα σπίτια των ανθρώπων έκανε να ανάψει, εντελώς απρόσμενα, η σπίθα του κοινοτισμού.
Το επεσήμαναν πολλοί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ξεκινώντας από το πασιφανές. Πως ό,τι σώθηκε σώθηκε χάρη στην αυθόρμητη αντίδραση του κόσμου που αγνόησε τις εντολές του πανικόβλητου κεντρικού κράτους για εκκένωση και πολύ συνειδητά υιοθέτησε μια στάση πολιτικής ανυπακοής. Με έναν θαυμαστό συνδυασμό αυτοθυσίας και αυτοοργάνωσης, συναισθηματικής έξαρσης και πρακτικού ορθολογισμού, αυτοσχέδιας προσωπικής πρωτοβουλίας και συλλογικού συντονισμού, οι άνθρωποι αυτοί έμειναν επί τόπου και έδωσαν μια φοβερή μάχη με τη φωτιά.
Αυτό δεν μπορούσαν ασφαλώς να το προβλέψουν, αλλά ούτε και εκ των υστέρων θέλησαν να το κατανοήσουν οι επικοινωνιολόγοι της κυβέρνησης και όσοι συνεχίζουν να επιμένουν στη ρητορική περί «ανθρωπίνων ζωών». Μίλησαν πάντως γι’ αυτό πολλοί απ’ αυτούς που βρέθηκαν στο πεδίο, ρεπόρτερ, δήμαρχοι κ.ά., ακόμα και στελέχη της κυβερνητικής παράταξης, οι οποίοι, αν και αμήχανα, έδειξαν να συγκατανεύουν στην ανυπακοή και τη διακινδύνευση, αφήνοντας τους κατάπληκτους συντονιστές των καναλιών να μην πιστεύουν στα αυτιά τους.
Το κοινοτικό ένστικτο
Κάποιοι απ’ αυτούς τους τελευταίους το είπαν «δράση πολιτών» ή «εθελοντισμό». Ήταν ένας τρόπος για να το εντάξουν στα δικά τους συμφραζόμενα. Αυτό όμως που συνέβη μπροστά στα μάτια μας ήταν η ενεργοποίηση του κοινοτικού ενστίκτου· η αφύπνιση του κοινοτικού πνεύματος που πυροδοτήθηκε από ένα πρωτογενές ένστικτο αυτοσυντήρησης.
Τι είδους αυτοσυντήρησης όμως; Οι άνθρωποι παρέβλεψαν τις υποδείξεις για προστασία της «γυμνής ζωής» (Τζ. Αγκάμπεν) για να υπερασπιστούν τη ζωή σαν κάτι άλλο: σαν βιωμένη, ζωντανή σχέση με τα πράγματα, με τον χώρο και με τους άλλους ανθρώπους. Υπέρ βωμών και εστιών, έλεγαν οι παλιοί. Όσο και αν ζούμε σε εποχές κατακερματισμού, εδώ η μάχη ήταν για τις εστίες.
Οι άνθρωποι που αγωνίζονται για τις εστίες τους. Εκεί αναδύεται το ιερό, η υπεράσπιση της ζωής ξεπερνά τη γυμνή επιβίωση, και το πρόσωπο αναγνωρίζεται ελεύθερο και ξεχωριστό μέσα στην κοινή συλλογική πραγματικότητα. Όχι πάντα, και όχι ανεμπόδιστα, αλλά σαν δυνατότητα. Μια δυνατότητα που αυτή τη φορά, παρά τα εμπόδια και τις αντιξοότητες, την είδαμε να γίνεται πράξη.
Αυτή είναι και η θεμελιώδης διαφορά από τον λεγόμενο «εθελοντισμό». Στο πλαίσιο της επικρατούσας κουλτούρας ο εθελοντισμός παραπέμπει σε ένα είδος αλτρουισμού. Σε μια «ανιδιοτέλεια» καντιανού τύπου, που νοείται σε αντίθεση προς το ιδιοτελές «συμφέρον». Εδώ όμως είδαμε πως οι άνθρωποι που διακινδύνευσαν τη ζωή τους στη μάχη με τη φωτιά δεν ήσαν καθόλου «ανιδιοτελείς» με αυτή την έννοια. Έδρασαν υπερασπιζόμενοι το βιός τους, την περιουσία τους: τη δική τους και του γείτονα, της περιβάλλουσας κοινότητας. Και αγωνιζόμενοι, αγανακτώντας ή θρηνώντας για τις δικές τους απώλειες, αγωνίστηκαν, αγανάκτησαν και θρήνησαν για όλους τους ανθρώπους: οικείους και μη, κοντινούς και μακρινούς.
Όσο και αν δεν είναι εδώ ώρα να πλατειάσουμε σε θεωρίες, δεν μπορούμε να μη δούμε ότι στην περίπτωση αυτή οι λέξεις φωτίστηκαν ξαφνικά με έναν διαφορετικό τρόπο. Είδαμε μια αντίληψη συμφέροντος που διευρύνει την ανθρώπινη ύπαρξη, δεν τη στενεύει. Είδαμε την περιουσία όχι σαν αποκλειστικά οικονομικό μέγεθος, αλλά σαν σκεύος ζωής. Και είδαμε την προάσπισή της να μην διαχωρίζει τους ανθρώπους, αλλά να τους ενώνει: το «ιδιωτικό» να εμβαπτίζεται με έναν θαυμαστό τρόπο στο «κοινό». Ένας για όλους και όλοι για έναν.
Από τη σπίθα στο προσάναμα
Θα μπορούσε αυτή η κοινοτική σπίθα να γίνει προσάναμα για μια σταθερή πολιτική πράξη, για μια ενεργό δημιουργική ανυπακοή; Όχι μόνο στις έκτακτες συνθήκες μιας φυσικής καταστροφής, αλλά σε κάθε περίπτωση που το κράτος προδίδει την κοινωνία ή την εγκαταλείπει στην τύχη της;
Υπάρχουν στην ελληνική –και όχι μόνο– ιστορία πολλές αφορμές, μεγάλες και μικρές, για μια σπουδή σε αυτό το ερώτημα. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την εμπειρία του ΕΑΜ, όπου η κατάρρευση και η απουσία του ελληνικού κράτους άφησε ελεύθερες τις ζωτικές δυνάμεις αυτού του λαού να αναζητήσουν αλλιώτικους θεσμούς. Παρ’ όλα αυτά δεν φαίνεται να υπάρχει σήμερα στη χώρα μας ούτε ο πολιτικός στοχασμός, ούτε κάποια πολιτική δύναμη που να μπορεί να απαντήσει θετικά σε αυτό το ερώτημα. Ούτε από τα δεξιά, ούτε από τ’ αριστερά.
Ο Μαρξ είχε φανταστεί πως από μόνη της η συνθήκη του εργοστασίου και η επιβεβλημένη συλλογικότητα της μηχανής θα γίνονταν το θεμέλιο μιας πανανθρώπινης κοινότητας. Είχε υποτιμήσει την οντολογία για χάρη της κοινωνιολογίας. Του διέφυγε πως ο σοσιαλισμός δεν θα μπορούσε παρά να είναι το αποκρυστάλλωμα ενός κατορθώματος – κατ’ αρχήν ηθικού.
Για την κοινότητα λοιπόν, όπως και για την ελευθερία του προσώπου, δεν αρκεί η υπέρβαση απλώς του κρατικισμού. Απαιτείται η σχετικοποίηση της επιστημονικής αυθεντίας, και τελικώς η απελευθέρωση από τον φόβο του θανάτου· η θεληματική έκθεση των ανθρώπων στην αμφιβολία – γνωσιακή και υπαρξιακή. Το έδειξε η ταύτιση του πατερναλιστικού κράτους με τη ρητορική του «πάνω-απ’όλα-οι-ανθρώπινες-ζωές». Το δείχνει όλο και περισσότερο η επικράτηση της βιοπολιτικής σε όλες της τις διαστάσεις.
Στον αντίποδα αυτών είναι οι άνθρωποι που αγωνίζονται για τις εστίες τους. Εκεί αναδύεται το ιερό, η υπεράσπιση της ζωής ξεπερνά τη γυμνή επιβίωση, και το πρόσωπο αναγνωρίζεται ελεύθερο και ξεχωριστό μέσα στην κοινή συλλογική πραγματικότητα. Όχι πάντα, και όχι ανεμπόδιστα, αλλά σαν δυνατότητα. Μια δυνατότητα που αυτή τη φορά, παρά τα εμπόδια και τις αντιξοότητες, την είδαμε να γίνεται πράξη. Έστω και στιγμιαία, και όχι με τρόπο απόλυτο, με τόση όμως διαύγεια που να μπορούμε σήμερα να κάνουμε λόγο γι’ αυτήν. Πάνω σε αυτή τη δυνατότητα και μόνο πάνω σε αυτήν θα ήταν δυνατόν να βασιστεί οποιαδήποτε πολιτική, πολιτιστική και πνευματική αναγέννηση της χώρας μας.
Είδαμε να κυκλοφορεί στα κοινωνικά δίκτυα η εικόνα από την ιστοσελίδα του Δήμου Ιστιαίας-Αιδηψού που κατήγγειλε το κράτος ότι τους άφησε αβοήθητους. Όσο όμως και αν η διαπίστωση είναι οδυνηρή, αντί για κραυγή αγανάκτησης θα μπορούσε να είναι ιαχή απελευθέρωσης.