Αποτελεί προνόμιο να κατοικεί κανείς στο μεγαλύτερο μνημείο της χώρας. Τα διαμερίσματα είναι ευρύχωρα, όμορφα αποκατεστημένα, με άθικτα τα αυθεντικά ξύλινα δοκάρια της στέγης, με δοκούς τόσο μεγάλων διαστάσεων που δεν έχω δει αλλού. Επίσης, είναι πλήρως μονωμένα και από το 1984, οπότε και μετακόμισα εκεί, τίποτα δεν είναι απαρχαιωμένο. Τα ενοίκια είναι προσιτά, καθώς ένα αντίστοιχο κατάλυμα στο Λονδίνο, το Παρίσι ή το Βερολίνο, θα κόστιζε περισσότερο από το διπλάσιο.
Το λιμάνι του Άμστερνταμ συγκέντρωσε πλούτη και φήμη κατά τη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα. Οι πρώτες αποθήκες εμπορευμάτων κτίστηκαν το 1710 και οι τελευταίες το 1830 και αξιοποιήθηκαν κυρίως από ιδιώτες επιχειρηματίες και πλούσιους εμπόρους. Στην αποθήκη Entrepotdok γινόταν ο εκτελωνισμός των προϊόντων (Entrepotdok σημαίνει προσωρινός αποθηκευτικός χώρος).
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη μετακίνηση του λιμανιού στο δυτικό τμήμα της πόλης, η αποθήκη Entrepotdok αφέθηκε στη φθορά του χρόνου, των πυρκαγιών και της εγκατάλειψης.
Επρόκειτο για ένα συγκρότημα με 84 αποθήκες σε μια προκυμαία μήκους 550 μέτρων. Το Δημοτικό Συμβούλιο κλήθηκε να αποφασίσει πώς θα το διαχειριζόταν, τη στιγμή που η κατάστασή του από τα τέλη της δεκαετίας του ΄70 είχε χειροτερέψει δραματικά. Στο Συμβούλιο συζητήθηκαν τρεις εναλλακτικές προτάσεις: 1. Κατεδάφιση και οικοδόμηση νέων κατοικιών. 2. Αποκατάσταση και μετατροπή του σε μια περιοχή με μεγάλες αξίες γης με ακριβά διαμερίσματα, καταστήματα και χώρους τέχνης ή 3. Αποκατάσταση του συνόλου στο πλαίσιο εφαρμογής ενός προγράμματος κοινωνικής κατοικίας.
Η τελευταία πρόταση έλαβε και την πλειοψηφία των ψήφων, ιδιαίτερα λόγω της πολιτικά ενεργούς στάσης των κατοίκων της γειτονιάς, σε συνδυασμό με τη σημαντική υποστήριξη του σοσιαλιστή δημοτικού συμβούλου Jan Schaefer, διάσημου για τις πρωτοβουλίες του για αστική αναγέννηση και προσιτά ενοίκια.
Η αποθήκη Entrepotdok αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο έργο επανάχρησης ιστορικού συνόλου για χρήση κοινωνικής κατοικίας στην Ευρώπη. Ο χειρισμός παρόμοιων μεγάλων έργων προϋποθέτει να ξεπεραστούν πολλά προβλήματα: πολιτικά, οικονομικά, τεχνικά και κοινωνικά, αλλά τα εντυπωσιακά αποτελέσματα δικαιώνουν αυτήν την προσπάθεια. Η ζήτηση για ενοικίαση κατοικίας στο συγκρότημα του Entrepotdok είναι μεγάλη και η εταιρία διαχείρισης στέγασης έχει λίστα αναμονής 10 ετών.
Να διατηρηθεί η ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους
Η πρόσφατη ανακίνηση του ζητήματος ανοικοδόμησης του βιομηχανικού συγκροτήματος Αλλατίνι στη Θεσσαλονίκη δεν μπορεί παρά να φέρει στο προσκήνιο τέτοιες συγκρίσεις, που δεν αντιμετώπισαν μικρότερες προκλήσεις και δυσκολίες τον καιρό που εφαρμόσθηκαν! Η εποχή της δεκαετίας του ‘80 ήταν μια εποχή που ξεκίνησαν πολλές πρωτοποριακές ιδέες στο σχεδιασμό αναγέννησης και επανάκτησης του αστικού ιστού στην Ευρώπη – Γερμανία, Ολλανδία, Αγγλία.
Στην Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τον Οκτώβριο του 1989, η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ) οργανώνει στη Θεσσαλονίκη έκθεση με θέμα: «Θεσσαλονίκη 1912-1940. Βιομηχανία και πόλη». Η έκθεση αυτή, σε συνδυασμό με την κατά δύο χρόνια προγενέστερη με τίτλο «Αρχές της βιομηχανίας στη Θεσσαλονίκη, 1870-1912», της οποίας αποτέλεσε συνέχεια, φέρνει στο προσκήνιο σειρά βιομηχανικών συγκροτημάτων της συμπρωτεύουσας, έξι από τα οποία υπάγονται στο καθεστώς προστασίας της αρχαιολογικής νομοθεσίας τα αμέσως επόμενα χρόνια. Στο διάστημα των 25 χρόνων τέθηκε κάτω από την ομπρέλα της αρχαιολογικής νομοθεσίας ένα ευρύ σύνολο συνεκτικών, ως προς τον τρόπο ανάπτυξης συγκροτημάτων, που μόλις πρόσφατα εμπλουτίστηκε και από μονάδες εκτός πόλεων. Από τα 21 συγκροτήματα που έχουν χαρακτηριστεί μέχρι σήμερα, τα μισά εντοπίζονται στη Θεσσαλονίκη.
Ένα δεύτερο στοιχείο που αξίζει να προσεχθεί είναι ότι το αντικείμενο του συνόλου σχεδόν των μέχρι σήμερα χαρακτηρισμών καλύπτει ονομαστικά όχι μόνο τα κτίσματα, αλλά και τον περιβάλλοντα χώρο των επιμέρους συγκροτημάτων, γεγονός καθοριστικό για τη διαφύλαξη της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας τους. Την ίδια στιγμή, όμως, καταγράφονται και προσπάθειες συρρίκνωσης του φυσικού αντικειμένου της προστασίας, είτε κατά τη διαδικασία χαρακτηρισμού, είτε μεταγενέστερα, με αρνητικό πάντοτε αντίκτυπο στην παραπάνω φυσιογνωμία.
Το συγκρότημα των Μύλων Αλλατίνι που ιδρύθηκε το 1854, ανακατασκευάστηκε σε ένα μεγαλειώδες κτίριο μετά την πυρκαγιά του 1899 σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Vitaliano Poselli. Είχε δικό του λιμάνι και αποβάθρα, απόδειξη της σημασίας του στη διεθνή αγορά. Αποτέλεσε το πρώτο βιομηχανικό συγκρότημα της βόρειας Ελλάδας που χαρακτηρίστηκε ως «μνημείο». Ο αρχικός χαρακτηρισμός του συνόλου των κτιρίων και του περιβάλλοντος χώρου του συγκροτήματος (1984) ακυρώθηκε το 1987 από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), λόγω… αναρμοδιότητας του υπογράφοντος. Με νεότερη πράξη του 1991, όμως, χαρακτηρίστηκαν ως «μνημεία» 14 κτίρια του συγκροτήματος, μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο στα όρια της ιδιοκτησίας. Το 1992, το ένα από αυτά αποχαρακτηρίστηκε, ενώ το 2001 η προστασία τριών κτιρίων περιορίστηκε στο κέλυφος, άλλων τριών στην περιμετρική τοιχοποιία και ενός σε τμήμα του. Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός ενός κτιρίου επεκτάθηκε στο σύνολό του, ενώ ένα αγνοημένο έως τότε κτίριο, καθώς και ο μηχανολογικός εξοπλισμός του συγκροτήματος, χαρακτηρίστηκαν για πρώτη φορά ως διατηρητέα. Νεότερη απόφαση του 2002 διεύρυνε τον προστατευόμενο περιβάλλοντα χώρο προς την πλευρά της θάλασσας.
Η περιπέτεια της πολιτείας Αλλατίνι με την απόφαση του ΣτΕ το 2008, άνοιξε μια καινούργια σελίδα όχι μόνο για το ιστορικό συγκρότημα αλλά για την πόλη ολόκληρη! Με την επαναφορά του συντελεστή στο παλαιό χαμηλό ποσοστό 2,2 η δυνατότητα για μια άλλη πρωτοβουλία ήταν ανοιχτή. Γιατί όχι και το όραμα της δημιουργίας ενός τόπου κοινωνικής κατοικίας που με την κατάργηση των ΟΕΚ και ΟΑΕΚ είναι κάθε άλλο επίκαιρο παρά ποτέ. Και τότε να έχουμε και τις δικές μας ιστορίες που θα θέλαμε να διηγηθούμε στον κόσμο και που θα μας έκαναν υπερήφανους για την πόλη μας.
* Η Βιβιάννα Α. Μεταλληνού είναι αρχιτέκτων και ιστορικός περιβάλλοντος