Γράφουν οι: Τασία Λιόντου, Στέλλα Γιασουρίδου*
Δύο μήνες καραντίνας και η επάνοδος στο σχολείο φάνταζε σαν μια καινούρια… αρχή. Μόνο που α) δεν υπήρξαν ποτέ διακοπές, αλλά μια παύση με θλιβερό χαρακτήρα, β) δεν υπήρξε λήξη, παρά μόνο μια επιβληθείσα από έκτακτες συνθήκες διακοπή, γ) η έναρξη, που από μόνη της κρύβει μία ελπίδα, επισκιάστηκε από το φόβο.
Η επιστροφή δεν ήταν πανηγυρική, δεν ήταν σχεδιασμένη και δεν ήταν ίδια για όλους. Σε σχολεία της επαρχίας και των δυτικών προαστίων της Αθήνας οι σύλλογοι διδασκόντων έψαχναν μέχρι τελευταία στιγμή τρόπους να προμηθευτούν αντισηπτικά, μάσκες και μέσα για να είναι ασφαλείς. Στις πιο πολλές περιπτώσεις, αυτοσχεδίασαν και σε άλλες χρειάστηκε να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη τους. Τα παιδιά των ειδικών σχολείων ξεχάστηκαν τελείως, ενώ σε όλα τα υπόλοιπα δόθηκαν «δελφικοί χρησμοί» σχετικά με την επιστροφή τους. Πρώτοι κλήθηκαν να τους απαντήσουν οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου, οι οποίοι ήρθαν, είδαν και απήλθαν. Η Ζαχαράκη παρουσιάζει ποσοστά της τάξεως του 70%, τη στιγμή που όλη η ελληνική κοινωνία γνωρίζει ότι τα παιδιά της δεν είναι στα σχολεία τους. Βρίσκονται ακόμα στο λήθαργο της καραντίνας, στην αγκαλιά του Netflix, στην αλητεία της πλατείας ή καθισμένοι μπροστά από μία οθόνη (όχι μόνο για να «τηλεκπαιδευτούν»!)
Στο σχολείο τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Έπρεπε η κυβέρνηση να ανοίξει πριν και πρώτα από όλα τα σχολεία; Οι μαθητές έρχονται στο σχολείο μόνο από το φόβο των απουσιών; Θα έχει θετικό ψυχολογικό αντίκτυπο σε όλους η επιστροφή στην τάξη και στην καθημερινότητα; Όλες αυτές οι δηλώσεις, οι υπογεγραμμένες από γονείς είναι αληθινές; Και τι σημαίνει «προαιρετική» παρουσία; Οι απαντήσεις μπορούν να δοθούν από διάφορες κατευθύνσεις, από γονείς, καθηγητές, ψυχολόγους, λοιμωξιολόγους (μιας και είναι της μόδας), και επιδέχονται πολλών ερμηνειών. Το σίγουρο, όμως, είναι ένα. Ο τρόπος που το υπουργείο θέλησε να «επανεκκινήσει» τα σχολεία εκφυλίζει τον θεσμό παρά τον προετοιμάζει για δύσκολες καταστάσεις. Συμβάλλει ακόμη περισσότερο στο σχολείο της «απασχόλησης» ακόμα κι αν εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε στη φάση αυτή να γίνει «κανονικό» μάθημα. Μετατρέπει τους δασκάλους σε χαρτογιακάδες και φαντάσματα που περιφέρονται μέσα σε άδειες αίθουσες μετρώντας δηλώσεις. Αυτό δεν είναι και φοβερή αξιοποίησή τους. Στην πραγματικότητα βέβαια ποτέ δεν επιχειρήθηκε αυτό από μια παιδαγωγική ματιά, ο στόχος είναι ακριβώς το ανάποδο. Η απαξίωση των εκπαιδευτικών. Όταν μάλιστα όλο αυτό συνοδεύεται από ένα τέτοιο νομοσχέδιο, τα πράγματα γίνονται αρκετά πιο αποκαλυπτικά.
Οι γενικές συνελεύσεις και οι κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών, από την άλλη, είναι μαζικότερες από ό,τι συνήθως, καθώς το νομοσχέδιο για τις αλλαγές στην Παιδεία κατατίθεται εν μέσω καραντίνας και η υπουργική απόφαση για την («προαιρετική» κι αυτή, όπως τονίζει –όχι αθώα– το υπουργείο) ζωντανή αναμετάδοση του μαθήματος δρομολογείται σε χρόνο ρεκόρ. Η απάντηση του συνδικαλιστικού κινήματος ακολουθεί μάλλον τις «κανονικότητες» του προηγούμενου αιώνα. Πάλι «στην «πράξη θα ανατρέψουμε τους νόμους», τη στιγμή που το δημόσιο σχολείο γκρεμίζεται κομμάτι-κομμάτι και γίνεται σχεδόν «προαιρετικό». Και οι λειτουργοί του υπάλληλοι που θα φροντίζουν για την «αξιολογήσιμη» εικόνα τους προς τα έξω, ενώ παιδαγωγικά και συνειδησιακά θα καταρρέουν.
* Η Τασία Λιόντου και η Στέλλα Γιασουρίδου είναι εκπαιδευτικοί