Της Μαρίας Μάρκου

 

Η Σταθού: Έτυχε να περάσω από το χωριό. Όμορφη χειμωνιάτικη μέρα, έλαμπε ο κάμπος με τη θερμή, ταγκή μυρωδιά των ελαιοτριβείων. Ο Παρνασσός, σαν θηρίο ξαπλωμένο στον ήλιο. Στο ύψωμα του Άι-Λιά, το κοιμητήρι που παρακολούθησα, χρόνια τώρα, το ξόδι της γιαγιάς. Θυμάμαι πάντα την παιδική της φίλη, στα ενενήντα τότε, που ήρθε να με συλλυπηθεί. «Και τι δεν πέρασε, μου είπε, η δόλια η Σταθού. Πώς να ξεχάσω το γάμο της, που κοιμόταν στο τραπέζι; Μικρό ήταν, βλέπεις, δεκατριών χρονών…».

Αυτές οι λεπτομέρειες που σε κυνηγούν σαν τύψη. Κοιμόταν στο τραπέζι. Δεν το ’χα ξανακούσει κι ας μου είχε η μάνα μου διηγηθεί εκατό φορές το συφοριασμένο γάμο της γιαγιάς. Στα δεκατρία, την έβαλαν να χορέψει στο πανηγύρι. Από τα κεραμίδια του σπιτιού κοντά στο χοροστάσι, την είδε ο βλάχος ο Παπαδάς κι είπε πως θα την κλέψει. Άρχισε το χωριό να μουρμουρίζει κι ο πατέρας της κανόνισε κρυφά να τη δώσει στον παραγιό του, πριν ατιμαστεί η οικογένεια. Η ίδια το ’μαθε όταν έφεραν το στεφανοχάρτι. Την άλλη μέρα πήγε στην εκκλησία χωρίς νυφιάτικα. Πριν κλείσουν δύο χρόνια άρχισε να γεννάει νεκρά παιδιά.

Ο παππούς ήταν αγαθός και νοικοκύρης, έζησαν δύσκολα μα μονιασμένοι. Όταν τον κηδέψαμε, η γιαγιά με πήρε παράμερα. «Εμένα, είπε, όταν έρθει η ώρα μου να μη με βάλετε μαζί του. Καλός ήταν, αλλά τον είχα εξήντα χρόνια. Να μείνω λίγο μοναχή κι εγώ, να ησυχάσω». Αυτό το λίγο, την αιωνιότητα, περίμενε αμίλητη τόσα χρόνια.

 

Η Μαρία: Η φίλη μου, στη δουλειά, κερνούσε καφέ και παξιμάδι για τη Μαρία. Είχε μόλις βάλει το φέρετρο στο αεροπλάνο κι ήθελε λίγο να μιλήσει γι’ αυτή, για τις τελευταίες στιγμές της, για το βάρος της απουσίας της.

Η Μαρία φρόντιζε την ανήμπορη μητέρα της κι όλοι στο σπίτι την αγαπούσαν. Νέα ακόμη γυναίκα, ευγενική και καλλιεργημένη-με σπουδές Οικονομικών. Ήρθε πριν από δέκα χρόνια στην Ελλάδα, αφήνοντας στη Βουλγαρία τον άντρα της άνεργο και την κόρη της στο δημοτικό σχολείο. Έλπιζε να τους φέρει κάποτε μαζί της. Την πήραν αμέσως εσωτερική να φροντίζει ηλικιωμένους και δεν έμεινε ποτέ χωρίς δουλειά γιατί ήταν έξυπνη, υπομονετική, γεμάτη κατανόηση και ευθύνη.

Η Μαρία έστελνε όλο το μισθό της στο σπίτι. Μόνο για τα τσιγάρα της ξόδευε – κάπνιζε πολύ. Δεν έπαιρνε ρεπό, ούτε διακοπές. Χωρίς ένσημα δεν είχε χαρτιά να ταξιδέψει. Έμαθε να μιλάει στο skype με το παιδί που μεγάλωνε και μπήκε στο πανεπιστήμιο. Χαιρόταν να προσφέρει τη δουλειά και τη φιλία της αλλά δυσκολευόταν με τα ελληνικά, κλεισμένη τον περισσότερο καιρό με κατάκοιτους αρρώστους. Γι’ αυτό κι ένιωθε σαν δώρο την επικοινωνία με την τελευταία της άρρωστη που ήταν διαυγής και καλόγνωμη.

Εκείνο το πρωί, η Μαρία ένιωσε άσχημα κι έλεγε πως δεν μπορεί να μιλήσει. Οι άνθρωποι στο σπίτι φοβήθηκαν εγκεφαλικό επεισόδιο και κάλεσαν το γιατρό αλλά αυτός διέγνωσε έμφραγμα. Η ασθενής ήθελε να πει, εξήγησε, ότι δεν μπορούσε ν’ ανασάνει. Όταν την έπαιρναν με το φορείο, η φίλη μου της χάιδεψε τα χέρια να την παρηγορήσει, να μη φοβάται. Εκείνη ανταποκρίθηκε στο χάδι και την κοίταξε στα μάτια. «Πέτανα» της ψιθύρισε. Δεν έφτασε στο νοσοκομείο.

Αυτές οι λεπτομέρειες… Αυτό που η φίλη μου δεν τολμούσε να πει. Το πόσο μεγάλη ερημιά μπορεί ν’ απλώνεται σε μια ψυχή όταν έρθει η ώρα να κάνει την τρομερή εκμυστήρευση «Πεθαίνω» και πρέπει να το κάνει σε μια ξένη γλώσσα… ανορθόγραφα.

 

Αυτή με το κόκκινο μαντήλι: Προχωρημένο απομεσήμερο μετά τη δουλειά, πήρα το λεωφορείο που κατέβαινε την Αλεξάνδρας. Λίγοι επιβάτες, κάθισα πίσω από μια γυναίκα που μιλούσε στο κινητό, από εκείνα τα παλιά με το καπάκι. Φορούσε ένα ωραίο κόκκινο μαντήλι στο λαιμό, έτσι την πρόσεξα. Χαριτωμένη, μ’ ένα άτσαλο κοκαλάκι στα μαλλιά. Άκουγα καθαρά χωρίς να θέλω.

Τηλεφωνούσε σε γνωστές της γυναίκες. Ζητούσε χρήματα και φλυαρούσε με δήθεν ανέμελο τόνο για να καλύψει την αμηχανία της. Κάτι για τέσσερα παιδιά που την περίμεναν στο σπίτι για να βάλει κατσαρόλα. Κι ότι καθυστερούσε στο λεωφορείο – πώς να πάει δεύτερη μέρα χωρίς δεκάρα στην τσέπη; Μιλούσε για κάποια δουλειά που της είχαν υποσχεθεί και για κάποια χρήματα που περίμενε κείνες τις μέρες, θα επέστρεφε τα δανεικά, αλλά εκείνη και η άλλη της είχαν ήδη αρνηθεί. Ανέφερε τις αδύναμες δικαιολογίες τους, προσπαθώντας να κερδίσει τη συνενοχή της γυναίκας στο τηλέφωνο. Ένα εικοσάρικο, έλεγε, φτάνει. Και στερεότυπα περιέγραφε τι θα ’κανε μ’ αυτό. «Θα πάρω δυο πακέτα μακαρόνια και μια σάλτσα. Και λίγα κρεμμύδια. Λάδι έχω στο σπίτι. Θα πάρω και ψωμί και γάλα για τη μικρή. Για αύριο φακές και βλέπουμε». Αυτές οι λεπτομέρειες… Ύστερα ρωτούσε για γνωστούς και φίλους, να διασκεδάσει την εντύπωση.

Πόσες αρνήσεις πήρε – δεν θυμάμαι. Φτάνοντας στην Πατησίων σώπασε κι άκουσα το καπάκι του κινητού να κλείνει. Ύστερα γύρισε προς το παράθυρο κι είδα από την πίσω θέση το πρόσωπό της, γεμάτο δάκρυα, ήσυχα αναφιλητά κι απλανές βλέμμα. Χτύπησα πανικόβλητη το κουδούνι της στάσης και ψάχτηκα – είχα μόνο δεκαπέντε ευρώ. Όταν άνοιγε η πόρτα, της τα ’δωσα μουρμουρίζοντας πάνω από τον ώμο της «συγνώμη, έτυχε να σας ακούσω» και πετάχτηκα έξω πριν συναντήσω το βλέμμα της μ’ αυτό το ξαφνιασμένο «ευχαριστώ».

 

Ιστορίες γυναικών ασήμαντες, χωρίς ενδιαφέρον για την ειδησεογραφία. Ζωές γυναικών που κυλούν στη σκιά και στη σιωπή. Ζωές φτηνές, σπαταλημένες. Είναι γνωστό ότι η οικονομική κρίση θίγει πριν από κάθε άλλον τις γυναίκες. Αλλά και πέρα από την κρίση, η έρευνα κοινωνικών συμπεριφορών ταξινομεί μονότονα τις γυναίκες στην ίδια κατηγορία με τους νέους, τους φτωχούς, τους άνεργους, τους ηλικιωμένους. Στην «κατηγορία του μη-επαρκώς ενεργού πολίτη», όπως το διατύπωσε ο Ξαβιέ Πιολ, του ανθρώπου χωρίς φωνή, έργο παλιό ενός πολιτισμού που νομιμοποιεί την εξουσία με την κατασκευή του «άλλου». Πριν από τον ξένο, ο πιο πρόσφορος «άλλος» ήταν η γυναίκα που, σαν την Αντιγόνη, γεννήθηκε όχι για να σπέρνει την έχθρα αλλά για να συμφιλιώνει. Να προστατεύει τη ζωή με τις ταπεινές της λεπτομέρειες. Και με όπλο την υπομονή που διαπερνά την αιωνιότητα.

Όταν θέλω να μιλήσω για την έμφυλη συνθήκη, σκέφτομαι πάντα την εικόνα εκείνης της μικρούλας που αύριο θα ξυπνήσει γυναίκα, αλλά απόψε την έχει πάρει ο ύπνος στο τραπέζι του δικού της γάμου, γιατί είναι παιδί και βαριέται τόσο στα γλέντια των μεγάλων.

 

*Η Μαρία Μάρκου είναι αρχιτέκτονας, απόφοιτη του ΕΜΠ, με μεταπτυχιακές σπουδές Αστικής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ. Διδάσκει Πολεοδομία-Χωροταξία στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ. Το ερευνητικό της έργο αφορά ζητήματα χωροθέτησης των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Δημοσιεύσεις και ανακοινώσεις της αφορούν θέματα οικειοποίησης του χώρου, όπως και μεθόδων και πολιτικών διαχείρισης του χώρου της πόλης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!