Σε ποιο θεσμικό πλαίσιο εντάσσεται η έξοδος μιας χώρας από την Ευρωζώνη

Του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*

 

Το «ευρώ» αποτελεί εισαγωγή ομοσπονδιακού στοιχείου στη δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς η πορεία του ενιαίου νομίσματος συνδέεται αρρήκτως με τις Αρχές και Αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν όχι μόνο την ελεύθερη αγορά με ανόθευτο ανταγωνισμό, αλλά και τις πρόνοιες για την ευημερία των λαών, την πλήρη απασχόληση, την κοινωνική συνοχή, την ισότητα και αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών.

Ασφαλώς σε ζητήματα που αφορούν imperium επί προσώπων και dominium επί πραγμάτων, σε ζητήματα δηλαδή κυριαρχίας, τίθεται εκ προοιμίου το ζήτημα εάν στο πλαίσιο δημόσιου λόγου μπορεί να υπάρχει προβληματισμός, υπό την έννοια ότι μια τέτοια επισκόπηση άπτεται ευθέως του δημοσίου συμφέροντος.

Στη χώρα μας καταντά ως «taboo» η συζήτηση γύρω από το «ευρώ» το οποίο ασφαλώς είναι το εθνικό μας νόμισμα. Ως εκ τούτου, η συζήτηση εξόδου από το ευρωσύστημα είναι μια «αιρετική» συζήτηση. Παρά ταύτα διαρκώς γίνονται δηλώσεις αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επαναφέρουν το ζήτημα του Grexit ή άλλως του Geuro.

 

ΟΝΕ και Γερμανία: Ένα ζήτημα ad rem

Υπ’ όψιν του αναγνώστη ότι στη Γερμανία το ζήτημα εξόδου από την ΟΝΕ έχει επιλυθεί από μακρού χρόνου σε επίπεδο συνταγματικής τάξης. Το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφαινόμενο σχετικώς για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, έλαβε ξεκάθαρη θέση για τη δυνατότητα μονομερούς αποχώρησης της Γερμανίας από τη Νομισματική Ένωση σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι αποτυγχάνουν οι στόχοι της ΟΝΕ.

Οι Γερμανοί, δηλαδή, εγκαίρως έχουν αποφασίσει σε ανώτατο επίπεδο κρατικών λειτουργιών, ότι έχουν το δικαίωμα μονομερούς αποχώρησης από την ΟΝΕ όταν οι στόχοι που έχουν θέσει (ως Δημοκρατία κράτους-μέλους που ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση) δεν παράγουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Εμείς;

Έτσι, το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας με τον τρόπο αυτό έχει το δικαίωμα «διαφυγής» επικαλούμενο την εσωτερική συνταγματική τάξη η οποία μάλιστα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας αποκτά ιδιαίτερα νομικοπολιτική αξία σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4 ΣΕΕ(1).

 

Η Αλβανία μαθαίνει…

Η «τεχνική» αυτή εφαρμόζεται σε προηγμένα πολιτικά συστήματα αλλά και σε μη προηγμένα ιστορικώς πολιτικά συστήματα που διδάσκονται από την εμπειρία άλλων δημοκρατιών. Παράδειγμα η Αλβανία, η οποία υπαναχώρησε στη ρύθμιση της πολιτικής ηγεσίας όσον αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, επικαλούμενη αντίθετη απόφαση του εσωτερικού Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Εμείς ως εξαιρετικά νομιμόφρονη χώρα θεωρούμε τη συζήτηση εξόδου από το ευρωσύστημα άλλοτε ως «περιττή» και άλλοτε ως «ύποπτη». Αν και κατά την αυστηρώς προσωπική γνώμη του γράφοντος, ένα «Plan B» εξόδου από το ευρώ θα έπρεπε να έχει επισήμως εκπονηθεί. Εν τούτοις ο γράφων προσχωρεί στην άποψη ότι το επίσημο κράτος οφείλει να επιδείξει αυτοσυγκράτηση ως προς αυτό για το ενδεχόμενο bank-run. Η αυτοσυγκράτηση, όμως, της κρατικής λειτουργίας δεν συνεπάγεται την απαγόρευση του δημόσιου λόγου.

 

Τούτων δοθέντων…

Αφού ρητώς επισημειωθεί ότι η δυνατότητα αποβολής κράτους-μέλους από την Ευρωζώνη είναι απαγορευτική, η συναινετική αποχώρηση είναι και προβλεπόμενη και θεμιτή. Συνεπώς, όταν διαπιστωθεί ότι είναι αδιστάκτως αδύνατη η παραμονή της χώρας μας στο ευρωσύστημα, μια τέτοια απόφαση εξόδου από την Ευρωζώνη μόνο με συναινετική διαδικασία μπορεί να λάβει χώρα. Αυτή η διαδικασία σε επίπεδο νομικής βάσης μπορεί να στηρίζεται στο άρθρο 50 ΣΕΕ και στο άρθρο 352 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 61 και 62 της Σύμβασης της Βιέννης περί των Διεθνών Συνθηκών, σε αναφορά με τις επιφυλάξεις της παρ. 2 του άρθρου 4 ΣΕΕ.

Υπ’ όψιν και τα εξής:

Η ΣΕΕ για πρώτη φορά θεσπίζει τη δυνατότητα (συνολικής) αποχώρησης κράτους-μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς κανόνες. Η δυνατότητα δε αυτή αφορά κράτος-μέλος που μετέχει στην ευρωζώνη και κράτος-μέλος που δεν μετέχει στην Ευρωζώνη.

Όπως δε η προσχώρηση κράτους-μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την ένταξή του στο ευρωσύστημα, έτσι και αντιστρόφως (a contrario) η αποχώρηση κράτους-μέλους από το ευρωσύστημα δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σε κάθε περίπτωση, αποχώρηση από το ευρωσύστημα δεν συνεπάγεται αποχώρηση από το Ecofin στο οποίο μετέχουν όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, σε περίπτωση αποχώρησης από το ευρωσύστημα ακυρώνεται η συμμετοχή του κράτους-μέλους στο Eurogroup, όπου συμμετέχουν (μόνο) τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης.

Τέλος, η Κεντρική Τράπεζα του κράτους-μέλους που αποχωρεί από το ευρωσύστημα, είναι σαφές ότι εξακολουθεί να λειτουργεί στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών – ΕΣΚΤ, όπου συμμετέχουν όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε έχουν υιοθετήσει ως εθνικό νόμισμα το ευρώ είτε όχι.

Τα προαναφερόμενα, ελπίζω, να μη θεωρούνται ανώφελα στην παρούσα συγκυρία.

 

(1) Η Συνθήκη της Λισσαβώνας συγκροτείται από δύο ισοδύναμες (του αυτού κύρους) Συνθήκες: α) από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και β) από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

* Ο Πέτρος Ι. Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια (ECHR /GC-EU). Είναι Μέλος της Ο.Μ. ΣΥΡΙΖΑ Βιάννου Ηρακλείου, καθώς και της Γραμματείας του Τμήματος Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!