Του Σωκράτη Ματζουράνη

Τελικά ορίστηκε η πολυπόθητη ημερομηνία των εκλογών και η λαϊκή ετυμηγορία κανακεύεται και κολακεύεται, ποικιλόμορφα, απ’ όλους.
Πολλοί έχουν στοιχηματίσει πολλά σε τούτη την εκλογική αναμέτρηση και ο λαός, αντικειμενικά, πρέπει να θέσει τα δικά του στοιχήματα.
«Η πιο κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση μετά τη μεταπολίτευση», μας λένε και ο καθένας προσδιορίζει το «κρίσιμο», σύμφωνα με τους δικούς του σχεδιασμούς και συμφέροντα.
Συμφωνώ απόλυτα πως είναι οι πιο κρίσιμες εκλογές γιατί, κατά τη γνώμη μου, κρίνεται κάτι πολύ σημαντικό.
Κρίνεται το αν ο λαός θα υποκύψει εκφοβισμένος και παραδομένος, ανίσχυρος και υποτελής στις πιο αντιδραστικές δυνάμεις του συστήματος και στους φασιστικής έμπνευσης σχεδιασμούς  τους, για τις επόμενες δεκαετίες.
Κρίνεται το αν οι πιο μαύρες δυνάμεις του καπιταλισμού θα καταφέρουν με «όχημα-παράδειγμα» το λαό μας, να ανασυγκροτήσουν το σάπιο σύστημά τους πανευρωπαϊκά – και όχι μόνο.
Το βασικό «εργαλείο» του συστήματος, σε τούτες τις εκλογές, δεν είναι πρώτιστα οι υποσχέσεις και τα προσωπικά ρουσφέτια, τα βολέματα των «δικών μας» και «η νίκη του κόμματος».
Το βασικό τους εργαλείο είναι ο φόβος.
Ο γενικευμένος και απόλυτος φόβος, η απαίτηση της πλήρους υποτέλειας.
Σε τούτη την από καιρό καλά σχεδιασμένη επιχείρηση, έχουν επιστρατευθεί κάθε είδους και προέλευσης εργολάβοι και μισθοφόροι, σε μόνιμες βάρδιες.
Στα Νέα της Τετάρτης, 12/4/2012, ένα κείμενο με τον τίτλο Πλειοψηφία ακυβερνησίας; είναι αποκαλυπτικό τούτης της προσπάθειας.
Αρθρογράφος ο Θανάσης Διαμαντόπουλος, καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Γράφει, λοιπόν, ο δάσκαλος στην εφημερίδα:
«Αν δοθεί πλειοψηφία στο προσγειωμένο “φιλομνημονιακό” στρατόπεδο, τότε το πρόσφατο εθνικό μας παρελθόν δείχνει τι θα ακολουθήσει: περαιτέρω προσαρμογή -αν θέλετε, ακόμη περισσότερο “αίμα, πόνος και δάκρυ”- ώσπου το βιοτικό μας επίπεδο να προσαρμοστεί στις παραγωγικές μας δυνατότητες».
Αν όμως -μας λέει ο πνευματικός ταγός- «πλειοψηφήσει, κοινοβουλευτικά ή έστω εκλογικά, ο εσμός των δυνάμεων της άρνησης, της απόρριψης και της απόδρασης (από την πραγματικότητα), άρα της αναπόφευκτης ακυβερνησίας», τότε μας περιμένει είτε «αυτό που συνέβη, εν πρώτοις, στη Γερμανία της Βαϊμάρης την περίοδο 1930-1933» όταν οι επιλογές της  Αριστεράς «διευκόλυναν τον Χίτλερ», είτε  «η Ιταλία στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, όπου άνθησε το αντάρτικο πόλεων και γιγαντώθηκαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες με ό,τι αυτό σήμανε για την οικονομική και πολιτική ζωή της γείτονος επί δεκαετίες…».
Αδίστακτο το σύστημα και ανηλέητο, δεν αρκείται στο φόβο.
Θέλει να αποδομήσει και κάθε «τροφοδότη» αντίστασης στο φόβο, θέλει να ενοχοποιήσει κάθε «παράδειγμα» αντίστασης και ανθρωπιάς.
Γράφει, λοιπόν, ο πανεπιστημιακός:
«Μια ιδεολογία δεν δικαιώνεται επειδή ένας άνθρωπος πέθανε γι’ αυτή ή με αυτή. Πολλώ μάλλον αν είναι η ιδεολογία του μίσους (που στην πραγματικότητα υποδηλώνει μίσος προς τις «κανονικές» ιδεολογίες). Ένας -απελπισμένος- ηλικιωμένος που αυτοκτονεί, ζητώντας από παιδιά να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, θυμίζει τον φθισικό που φτύνει στο πηγάδι του χωριού για να κολλήσουν όλοι. Η συμπόνια για τη νόσο του δεν τον αθωώνει.»
Ένοχος, λοιπόν, ο τραγικός αυτόχειρας, κάλεσμα για τρομοκρατία η πολιτική παρακαταθήκη της πράξης του.
Η μάχη ενάντια στην παγιοποίηση του φόβου συνολικά στην κοινωνία, είναι το επίδικο τούτων των εκλογών.
Αυτό κρίνεται.
Δυστυχώς η Αριστερά, στο σύνολο της, έχασε πάλι την ευκαιρία να ηγηθεί και να εμπνεύσει την κοινωνική αντεπίθεση σ΄ αυτή την  καθοριστική κοινωνική-ταξική αναμέτρηση.
Τώρα ο λαός έχει το λόγο και τη δυνατότητα.
Γιατί και το σύστημα, φοβάται.
Πολύ φοβάται.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!