του Γιάννη Μαυρή*
Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από την πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του Γιάννη Μαύρη για τα αποτελέσματα των εκλογών της 21ης Μαΐου. Ολόκληρη την ανάλυση καθώς και τις σχετικές σημειώσεις θα τα βρείτε στη ηλεκτρονική διεύθυνση: www.mavris.gr.
Η εκτεταμένη αστοχία των προεκλογικών δημοσκοπήσεων, αλλά και –για τους ίδιους λόγους– των δημοσκοπήσεων εξόδου, στις πρόσφατες εκλογές, δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, σχετικά με τις εντυπωσιακές εκλογικές μετακινήσεις που κατέγραψε η κάλπη της 21ης Μαΐου. Και αυτό, γιατί οι δημοσκοπήσεις εξόδου, αφενός πάσχουν από τις ίδιες μεροληψίες με τις προεκλογικές έρευνες και αφετέρου δεν καταγράφουν τις μετακινήσεις προς και από την αποχή. Εναλλακτικά, τα πραγματικά εκλογικά αποτελέσματα προσφέρουν μια αξιόπιστη και πληρέστερη εικόνα για τις εκλογικές μετατοπίσεις, που έχουν επισυμβεί μεταξύ δύο ή περισσότερων εκλογικών αναμετρήσεων.
Με βάση μια κατάλληλη στατιστική τεχνική, το αποτέλεσμα των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών, αναλύεται σε σύγκριση με τις προηγούμενες (του Ιουλίου 2019) και εντοπίζονται οι σημαντικότερες μετατοπίσεις του εκλογικού σώματος που το καθόρισαν. […]
Η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και η σημασία της για το κομματικό σύστημα
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί το σημαντικότερο εκλογικό ρεύμα των πρόσφατων εκλογών. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε μείωση σε 59 από τις 60 ελάσσονες εκλογικές περιφέρειες (συμπεριλαμβανομένης εκείνης των ψηφοφόρων του Εξωτερικού). Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε η Ροδόπη, λόγω της μαζικής υπερψήφισής του από τη μουσουλμανική μειονότητα. Σε αμιγώς μουσουλμανικούς δήμους, ο ΣΥΡΙΖΑ απέσπασε την απόλυτη πλειοψηφία (Αμαξάδες 62,2%, Σώστης 59,6%, Φιλλύρα 51,9%).
Εκτός Αττικής, ο εκλογικός καταποντισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι εντονότερος σε ολόκληρη την Κρήτη (Ηράκλειο -20,3%, Λασίθι -16,8%, Χανιά -16,7%, Ρέθυμνο -16,0%) και τα Δωδεκάνησα (-14,8%), στην Εύβοια (-16,1%) και στην Κέρκυρα (-14,4%). Μεγαλύτερη πολιτική και κοινωνική σημασία, ωστόσο, έχει το γεγονός ότι καταποντίστηκε στα εργατικά και ευρύτερα λαϊκά στρώματα, που συγκεντρώνονται στη συμπαγή ζώνη των περιφερειακών δυτικών και νοτιο-δυτικών δήμων της Αθήνας και του Πειραιά: στη Δυτική Αττική (-18,0%), στη Β’ Πειραιά (-17,5%), στο Δυτικό Τομέα Αθηνών (Β2) (-15,9%). Αυτές είναι οι δέκα εκλογικές περιφέρειες, όπου καταγράφηκε η μεγαλύτερη εκλογική υποχώρηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (βλέπε και παρακάτω).
Έτσι, μετά από έντεκα (11) έτη, η σημερινή εκλογική του επιρροή (1.184.500 ψήφοι) δείχνει να επανέρχεται πάλι στα επίπεδα του Μαΐου 2012 (1.061.928), όταν ξεκινούσε η ραγδαία εκλογική του άνοδος (2012-2015). Πρόκειται για μείζονα πολιτική εξέλιξη που φαίνεται να τερματίζει τη περίοδο του μνημονιακού διπολισμού• διαμορφωμένου, στη βάση της διαιρετικής τομής που επέφερε η εφαρμογή των Μνημονίων στην Ελλάδα, ανάμεσα στις φιλομνημονιακές και τις αντιμνημονιακές δυνάμεις, επικαθορίζοντας τη διαίρεση Αριστερά/Δεξιά. Ο «συρρικνωμένος», πλέον, δικομματισμός (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ), διαδέχθηκε από τον Μάιο του 2012 τον παραδοσιακό μεταπολιτευτικό δικομματισμό (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ), όταν εκείνος εξαϋλώθηκε και διατηρήθηκε στην περίοδο διακυβέρνησης της (μνημονιακής) αριστεράς, 2015-2019 (64,2% – 1/2015, 63,6% – 9/2015, 71,4% – 7/2019). Το γεγονός αυτό οδήγησε -εσφαλμένα- κάποιους αναλυτές να πιστέψουν ότι η «επαναστοίχιση» (re-alignment) κομμάτων/εκλογέων, που καταγράφηκε στις εκλογές του 2019, ήταν οριστική και ότι, εφεξής, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα «κινδύνευε» να χάσει το (ΠΑΣΟΚογενές) εκλογικό του ακροατήριο. Αυτή η εκτίμηση αποδείχθηκε, κυριολεκτικά, καταστροφική. Οδήγησε τον Αλέξη Τσίπρα και την ηγετική ομάδα του να πιστέψει, ότι έχοντας «εξασφαλίσει» δια παντός την Αριστερά, μπορεί να κινηθεί άνετα προς το «Κέντρο» ή ακόμη και την Καραμανλική Δεξιά και να διεκδικήσει τους -δήθεν- «ταλαντευόμενους» συντηρητικούς ψηφοφόρους. Είναι περιττό να τονιστεί, ότι αυτή η στρατηγική (εκλογικισμός) διαψεύσθηκε, για άλλη μια φορά, με εξαιρετικά επώδυνο τρόπο.
Στις πρόσφατες εκλογές, ο ήδη «συρρικνωμένος» δικομματισμός της μνημονιακής περιόδου υποχώρησε θεαματικά στο 60,9%. Αυτή η υποχώρηση όμως δεν είναι ισορροπημένη, αλλά οφείλεται αποκλειστικά στη συντριβή του ενός πόλου του κομματικού συστήματος• εξέλιξη, που αναδεικνύει προς το παρόν τον άλλο εναπομείναντα πόλο (τη Νέα Δημοκρατία) σε εν δυνάμει κυρίαρχο. Φυσικά, αυτό δεν θα κριθεί σε μια ή δύο επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά μακροπρόθεσμα.
Μεταπολιτευτικά, η (ασύγκριτα) μεγαλύτερη, σε σχέση με τη πρόσφατη, κατάρρευση εκλογικής επιρροής κομμάτων παρατηρήθηκε τον Μάιο του 2012, όταν τα δύο κόμματα της τότε διακυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) έχασαν μαζί πάνω 3 εκ. ψήφους (ΠΑΣΟΚ, -2.179.090, ΝΔ, -1.103.616). Η σημερινή περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ (-596.557 ψήφοι) προφανώς δεν συγκρίνεται ποσοτικά με τον σεισμό του 2012, είναι όμως αντίστοιχου μεγέθους με την κατάρρευση της ΝΔ το 2009 (-699.500 ψήφοι), όταν το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε στην εξουσία, λίγο πριν την απαρχή της μνημονιακής περιόδου. […]
Η πρωτοφανής εκλογική νίκη της ΝΔ και η ενίσχυση της συντηρητικής παράταξης
Στις συνολικά επτά (7) περιπτώσεις διαδοχικής επανεκλογής κυβερνήσεων στη Μεταπολίτευση, υπάρχουν μόνον δύο (2) περιπτώσεις, όπου το κυβερνών κόμμα σημειώνει άνοδο […]. Η περίπτωση ΠΑΣΟΚ/Σημίτη, το 2000 (+2,3%) και η σημερινή ΝΔ/Μητσοτάκη (+0,9%). Επιπλέον, το ποσοστό που έλαβε σήμερα η ΝΔ, 40,8%, είναι παραπλήσιο και συγκρίσιμο με εκείνο το οποίο είχε λάβει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στην πρώτη επανεκλογή του 1977 (41,8%), το ποσοστό του Κώστα Σημίτη, στην επανεκλογή του 1996 (41,5%) και το ποσοστό του Κώστα Καραμανλή, όταν επανεξελέγη το 2007 (41,8%).
Ως ποσοστό 1ου κόμματος, το σημερινό ποσοστό της ΝΔ είναι υψηλότερο από τα ποσοστά των εκλογών της περιόδου 2012-2019, αλλά δεν συγκαταλέγεται στα υψηλότερα που έχει λάβει η συντηρητική παράταξη στη μεταπολιτευτική περίοδο. Από την άλλη πλευρά, όμως, το στοιχείο που καθιστά την εκλογική της νίκη πρωτοφανή είναι ευνόητα η απόστασή της από το δεύτερο κόμμα (η λεγόμενη «ψαλίδα»): Πράγματι, η διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ (20,7%) είναι η 2η μεγαλύτερη στις 19 βουλευτικές αναμετρήσεις της 50χρονης μεταπολιτευτικής ιστορίας. Μεγαλύτερη ακόμη και από τη διαφορά του 1977, μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ (16,5%), και μικρότερη μόνον εκείνη των «έκτακτων» εκλογών του 1974 (34%).
Ο μεγάλος νικητής των εκλογών, η Νέα Δημοκρατία, αποσπώντας 2.407.860 ψήφους επαναφέρει την εκλογική-κοινωνική της επιρροή στα προ-μνημονίου επίπεδα. Όταν έχασε τις εκλογές το 2009, η ΝΔ είχε συγκεντρώσει πάλι περίπου 2,3 εκ ψήφους (2.295.967), αλλά λόγω της υψηλότερης συμμετοχής τότε, το ποσοστό της ήταν μόλις 33,5%. Επιπλέον, η επικράτησή της συμβαδίζει και με τη συνολική παραταξιακή εκλογική ενίσχυση των κομματικών σχηματισμών της Δεξιάς. Αθροιστικά, η ΝΔ, η Ελληνική Λύση και τα υπόλοιπα μικρότερα δεξιά κόμματα που έμειναν εκτός Βουλής (με μαζικότερη τη νεοπαγή ΝΙΚΗ) συγκέντρωσαν πάνω από 3 εκ. ψήφους (3.117.820) και το εντυπωσιακό ποσοστό 52,8%, που θυμίζει 1974. Εμφανίζουν δηλαδή αύξηση, σε σύγκριση με το 2019, κατά 4,1% και 364.881 ψήφους (Πίνακας 4). Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό 6,2% του εκλογικού σώματος.
Η Νέα Δημοκρατία πέτυχε να συσπειρώσει το 86,9% των εκλογέων του 2019, ποσοστό που αντιστοιχεί σε περίπου 1.956.000 ψήφους (Πίνακες 1 & 2), ενώ ταυτόχρονα ωφελήθηκε και από τη διαπαραταξιακή μετατόπιση ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ (βλέπε παραπάνω). Κάποιες διαρροές της ΝΔ σημειώθηκαν προς την Ελληνική Λύση, 1,2% της επιρροής του 2019 (περίπου 27.500 ψήφοι) και τους μικρότερους δεξιούς σχηματισμούς («Λοιπά Δεξιά»). Αθροιστικά, οι απώλειές της προς αυτά (αφορούν κυρίως τη ΝΙΚΗ), αντιπροσωπεύουν το 2,5% της επιρροής του 2019, περίπου 57.000 ψήφους. Ένα ενδιαφέρον σημείο είναι ότι η ΝΔ έχασε προς την αποχή το 6,4% των ψηφοφόρων του 2019. Ποσοστό, που σύμφωνα με την παρούσα εκτίμηση αντιστοιχεί σε περίπου 144.000 ψήφους. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται δεν επιτρέπει να διερευνηθούν εάν οι λόγοι αυτής της αποχής, είναι πολιτικοί ή κοινωνικοί. Εάν δηλαδή οφείλεται σε δυσαρέσκεια προς την ηγεσία της ή όχι. […]
* Ο Γιάννης Μαυρής είναι πρόεδρος της εταιρείας δημοσκοπήσεων Public Issue