Φαίνεται ότι στη δεκαετία του 1930, υπήρξε σχετική ελευθερία στο γράψιμο και την ηχογράφηση των τραγουδιών.  Μόνο όταν υπήρχε κάποια έντονη αντίδραση για τους στίχους κάποιου τραγουδιού παρενέβαινε η αστυνομία η οποία είχε το δικαίωμα να απαγορεύσει την κυκλοφορία του. Με τη δικτατορία, όμως, του Μεταξά, η κατάσταση άλλαξε άρδην. Η λογοκρισία στερεώθηκε, έγινε  νόμος ο οποίος όχι μόνο ήταν δρακόντειος, αλλά εφαρμοζόταν κιόλας. Με μια μονοκονδυλιά, όχι μόνο μεμονωμένα τραγούδια, με επιλήψιμους κατά τας αρχάς στίχους, αλλά ολόκληρες κατηγορίες τραγουδιών, είδη τραγουδιών, απαγορεύτηκαν και θανατώθηκαν στην κυριολεξία. Όπως σε άλλες χώρες εξαλείφονταν τα σπουργίτια και οι λύκοι που έβλαπταν την παραγωγή ή, ακόμα χειρότερα, εξολοθρεύονταν μεγάλες κατηγορίες και ομάδες ανθρώπων όπως συνέβη στη Γερμανία με τους Σλάβους, τους ομοφυλόφιλους, τους τσιγγάνους, τους κομμουνιστές, τους περιθωριακούς, τους ανάπηρους και τους Εβραίους, στην Ελλάδα του Μεταξά εξαλείφτηκαν ολοκληρωτικά τα τραγούδια που ανήκαν στην ανατολίτικη κουλτούρα που έφεραν μαζί τους οι Μικρασιάτες πρόσφυγες. Μαζί εξαλείφτηκαν και τα τραγούδια που αναφέρονταν στη χρήση ουσιών, ιδίως στο χασίσι, και τα οποία ήταν άμεσα συνδεδεμένα με την κουλτούρα των κατώτερων κοινωνικά στρωμάτων, αλλά είχαν ευρύτερη απήχηση λόγω της λαϊκής τους υφής, της πρωτοτυπίας τους, των μοτίβων και των χορευτικών ρυθμών τους χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ακροατές τους έκαναν χρήση, ούτε καν οι δημιουργοί τους. Με την υποσημείωση ότι η ακραία δαιμονοποίηση του «μαύρου» και η επακόλουθη ποινικοποίηση της χρήσης του σε βαθμό κακουργήματος ξεκίνησε πολύ αργότερα όταν οι Αμερικάνοι -περισσότερο για πολιτικούς λόγους- επέβαλαν παγκοσμίως τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών».

Εννοείται ότι στην Ελλάδα, ακόμα πιο αυστηρή ήταν η εφαρμογή του νόμου στην περίπτωση των τραγουδιών με πολιτικό περιεχόμενο για τα οποία δεν υπήρχε η παραμικρή ανοχή. Εκπληκτικό δε αλλά αληθινό, η λογοκρισία δεν περιοριζόταν στο στίχο των τραγουδιών, αλλά και στη μουσική τους! Με αυτό τον τρόπο, με τη θεσμική βία, άλλαξε ριζικά και ακαριαία ο χαρακτήρας των λαϊκών τραγουδιών που ηχογραφούνταν και κυκλοφορούσαν σε δίσκους με φανερές επιπτώσεις και στη δημόσια εκτέλεση αυτών των τραγουδιών. Οι αμανέδες και τα βαριά ρεμπέτικα που κόβονταν σωρηδόν παίζονταν πλέον μόνο σε στέκια που σύχναζαν και δούλευαν οι μουσικοί που τα είχαν στο ρεπερτόριό τους και, βέβαια, σε σπίτια και καφενεία που διέθεταν γραμμόφωνο.

Το πάγωμα της δισκογραφίας στα χρόνια της γερμανικής κατοχής που διαδέχτηκε τη δικτατορία του Μεταξά κούμπωσε αυτή την απαγόρευση, η οποία μετά από μία πρόσκαιρη χαλάρωση μετά τον πόλεμο, εντάθηκε καθώς κορυφωνόταν η επανάσταση που μετεξελίχθηκε σε εμφύλιο προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940.

Η αυστηρή εφαρμογή των απαγορεύσεων σίγουρα επηρέασε τη διαμόρφωση του τραγουδιού και ίσως, από μία άποψη, να διευκόλυνε την μετεξέλιξή του που συνέβαινε έτσι κι αλλιώς λόγω των συνολικότερων αλλαγών στην κοινωνία. Βέβαια, η επιρροή του ρεμπέτικου τραγουδιού δεν έπαψε ποτέ να ρίχνει -βαριά ή ελαφριά-τη σκιά της πάνω στο νεότερο τραγούδι των πόλεων. Ούτε το ρεμπέτικο αποκλείστηκε από το ρεπερτόριο στα πάλκα ούτε οι δίσκοι του πετάχτηκαν από τους κατόχους τους στα σκουπίδια. Πολλά από τα ηλεκτρόφωνα που αντικατέστησαν τα γραμμόφωνα στη δεκαετία του ’50 και του ’60, είχαν ρύθμιση για να παίζουν και τους δίσκους 78 στροφών στους οποίους ήταν αποτυπωμένα τα ρεμπέτικα της προηγούμενης περιόδου.

1958
1958, από τον Τύπο της εποχής. Και το Γενικό Επιτελείο Στρατού έκοψε τα ρεμπέτικα τραγούδια… (από το βιβλίο του Κώστα Βλησίδη «Σπάνια κείμενα για το Ρεμπέτικο 1929-1959», Εκδόσεις του 21ου Πρώτου)

 

Η λογοκρισία κόβει και ράβει

Έκτοτε, η λογοκρισία δούλευε ρολόι. Όχι μόνο στο τραγούδι, αλλά και στο σινεμά, το θέατρο, το βιβλίο και τον Τύπο. Αλλά στο τραγούδι ήταν πιο εμφανής, εύκολη και αυστηρή η επέμβαση που είχε προληπτική και κατασταλτική μορφή. Στη δεκαετία του 1970, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, αλλά και στη μεταπολίτευση, ένα τραγούδι που δεν περνούσε από την επιτροπή λογοκρισίας δεν πήγαινε καν για ηχογράφηση, εκτός κι αν οι δημιουργοί αφαιρούσαν και αντικαθιστούσαν τα επιλήψιμα του στοιχεία καθ’ υπόδειξιν των λογοκριτών και υπέβαλαν εκ νέου το «διορθωμένο» τραγούδι προς έγκριση.

Όμως, στη δεκαετία 1947-57, η λογοκρισία δεν άφηνε να περάσει κουνούπι και οι δημιουργοί και οι εταιρίες που εξέδιδαν τους δίσκους φοβόνταν τις συνέπειες ακόμα και με μόνη την υποβολή προς έγκριση τραγουδιών που μπορεί να παρεξηγούνταν. Με τέτοιες «παρεξηγήσεις» μπορούσε κανείς να αποκτήσει «φάκελο» και εάν είχε ήδη να τον επιβαρύνει.

Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, η εξουσία, η οποία ακόμα καθοδηγείτο από την αμερικάνικη πρεσβεία που διόριζε ή ενέκρινε πρωθυπουργούς και υπουργούς, αισθανόταν ισχυρή έχοντας καταπνίξει την εξέγερση των κομμουνιστών και ασκώντας απόλυτο έλεγχο στα σώματα ασφαλείας και τον δικαστικό κλάδο. Με αυτή την ισχύ που βασιζόταν στον διαρκή εκφοβισμό και την καταστολή, παρεμπόδιζε την ελευθερία της έκφρασης ακόμα και στις πιο στοιχειώδεις εκδηλώσεις της, όπως είναι το τραγούδι που πολύ απέχει από το κομμουνιστικό μανιφέστο.

Αλλά, όπως συχνά συμβαίνει στη ζωή, και ιδίως στην πολιτική, αυτό που επιβάλλεται κι αυτό που φαίνεται μπορεί να μην καλύπτει όλη την πραγματικότητα. Και να μην ανταποκρίνεται -εν όλω ή εν μέρει- στις επιδιώξεις και τις προσδοκίες των επίδοξων διαμορφωτών της κοινής γνώμης και της κοινωνικής συμπεριφοράς, όση ισχύ κι αν διαθέτουν.

 

Επιστροφή του λαού στο προσκήνιο

Με αυτή την έννοια, το 1958 είναι μια χρονιά που με τις εκπλήξεις της αποκάλυψε ακριβώς αυτή την άλλη πραγματικότητα που συμπιέζεται και καταπιέζεται κάτω από την κυρίαρχη κρούστα, χωρίς να γίνεται ορατή και αντιληπτή μέχρι τη στιγμή που της δίνεται η ευκαιρία να εξωτερικευθεί με ένα πανηγυρικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο.

Κι αυτός ο τρόπος, το 1958, ήταν οι βουλευτικές εκλογές που προκάλεσαν με τα απρόβλεπτα αποτελέσματά τους ένα σοκ, ευχάριστο για τους καταπιεσμένους και δυσάρεστο για τους καταπιεστές. Που έφεραν στο προσκήνιο την υποβόσκουσα δυσαρέσκεια για το κράτος του τρόμου, της υποτέλειας, της ανισότητας και της εκδίκησης και τη βούληση για ανάκαμψη των στραπατσαρισμένων δυνάμεων της Αριστεράς και την επαναδιεκδίκηση -με άλλα μέσα- μιας καλύτερης θέσης στον ήλιο για τους φτωχούς, τους καταφρονεμένους, τους αντιρρησίες και τους κυνηγημένους.

Σ’ αυτές τις συνθήκες τρομοκρατίας, απαγορεύσεων και νόθευσης ή παρερμηνείας της λαϊκής βούλησης, το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι ήταν ο πιο ευαίσθητος δέκτης και δείκτης της κοινωνικής δυσαρέσκειας, ο πιο ακριβής καταγραφέας των όρων διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων και ο πιο σαφής εκφραστής των αισθημάτων τους, λογοκριμένος πολιτικά, αλλά απερίφραστος κοινωνικά. Όμως, πέρα κι από τα λόγια των τραγουδιών, ήταν η ατμόσφαιρα τους, το «καθολικόν» τους, που εξέφραζε όλη αυτή την κοινωνικοπολιτική ασφυξία και ταυτόχρονα την αποδοκιμασία του κοινωνικού σώματος για την ισχύουσα τάξη πραγμάτων. Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν αριστουργηματικά τραγούδια, ακόμα κι αν όλα τα τραγούδια ήταν ερωτικά, ακόμα κι αν δεν υπήρχε ίχνος πολιτικής αναφοράς, το όλον πνεύμα του λαϊκού τραγουδιού ήταν παράγωγο ενός άλλου κόσμου που ήταν διαφορετικός και αντίθετος στην καθεστηκυία τάξη. Ήταν η φωνή του κάτω κόσμου, και ο ιδρώτας του, και η κουλτούρα του.

Κι αυτός ο κόσμος που έφτιαχνε, άκουγε και διασκέδαζε με αυτά τα τραγούδια, ήταν αυτός που έκανε την έκπληξη στις εκλογές του 1958, δίνοντας στην ΕΔΑ, που πίσω της ήταν βασικά το ΚΚΕ, ένα εξωφρενικό για τα κρατούντα πολιτικά δεδομένα της εποχής ποσοστό που την ανέδειξε με 24,42% και 79 βουλευτές, σε αξιωματική αντιπολίτευση μέσα σε ένα κατ’ εξοχήν αντιδραστικό κοινοβούλιο. Και ήταν αυτό το γεγονός το οποίο, πέρα από τις επιπτώσεις που είχε στην πολιτική σκηνή, άσκησε, κατά τη γνώμη μου, πολύ μεγάλη επίδραση στον τομέα της κουλτούρας, που έγινε ιδιαίτερα εμφανής στο χώρο της μουσικής και του τραγουδιού. Ένα συγκρατημένο κλίμα αισιοδοξίας διαφάνηκε και ένα νέο κύμα κινητοποιήσεων και διεκδικήσεων ξεδιπλώθηκε μέσα από τα σπλάχνα των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων. Μια νέα φάση αγώνων άρχιζε και η καθεστηκυία τάξη έμπαινε σε μία φάση κρίσης που θα κρατούσε -με παραλλαγές και αυξομειώσεις- μέχρι το 1974.

Δεν θεωρώ καθόλου συμπτωματικό, καθόλου τυχαίο, ότι ακριβώς σε εκείνη τη χρονική στιγμή συγκλίνουν όλες οι προϋποθέσεις για να μελοποιηθεί ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου και να κυκλοφορήσει σχεδόν ταυτόχρονα σε δίσκους από δύο μεγάλους δημιουργούς, έναν από τα δεξιά κι έναν από τα αριστερά, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη. Κι αυτό γίνεται με την καθοριστική συνδρομή, εποπτεία και κάλυψη του Αλέκου Πατσιφά και του Τάκη Β. Λαμπρόπουλου, αμφοτέρων διακεκριμένων αστών επιχειρηματιών υπεράνω πάσης υποψίας. Ούτε αριστεροί ήταν, ούτε καν συνοδοιπόροι. Αυτοί, όμως, ανήκοντας στην ομάδα της λεγόμενης φωτισμένης Δεξιάς, η οποία περιλαμβάνει διανοούμενους, συγγραφείς, καλλιτέχνες, εκδότες και επιχειρηματίες, συνεργάζονται θαυμάσια με τους κομμουνιστές και τους εν γένει αριστερούς που διακρίνονται για το ταλέντο τους, και δεν αφήνουν την τροπή των πολιτικών πραγμάτων ανεκμετάλλευτη.  Αυτοί χρηματοδοτούν και αυτοί προστατεύουν με το κύρος και την επιρροή τους στο εποικοδόμημα, τα έργα των αριστερών καλλιτεχνών. Και είναι οι πρώτοι που πιάνουν το κλίμα της εποχής ενεργώντας αυτοβούλως για περισσότερη ελευθερία στην έκφραση. Αυτοί οι ίδιοι, την ίδια εποχή, επαναφέρουν στο προσκήνιο το ρεμπέτικο τραγούδι με θαυμάσιες επανεκτελέσεις (η «Φραγκοσυριανή» με τον Μπιθικώτση σαρώνει και η Μπέλλου επανέρχεται δισκογραφικά δριμύτερη), χωρίς, βέβαια, τα «χασικλίδικα» (ή κι αυτά με αλλαγμένα λόγια).

Έχουμε, λοιπόν, δύο αριστερούς (Ρίτσο-Θεοδωράκη) και τρεις δεξιούς (Χατζιδάκι-Πατσιφά-Λαμπρόπουλο), με ή χωρίς εισαγωγικά, που παρουσιάζουν, εν έτει 1959, τον «Επιτάφιο» που σηματοδοτεί μία νέα εποχή στο ελληνικό τραγούδι βαθιάς και μακριάς πνοής. Και χαράζει την αφετηρία μιας νέας μεγάλης λεωφόρου.

bost

 

Άνεμος ανανέωσης

Πιστεύω, μελετώντας τα δεδομένα της εποχής εκείνης και με ζωηρά τα βιώματά μου από την εποχή που ακολούθησε, ότι η νίκη της Αριστεράς στις εκλογές του 1958 δεν είναι ασύνδετη μ’ αυτή την ανανέωση στο τραγούδι, μ’ αυτό το άνοιγμα στη θεματολογία του και μ’ αυτή την πιο εμφανή πολιτικοποίησή του. Θες η πανηγυρική επιστροφή της Αριστεράς στην επίσημη πολιτική σκηνή, θες η προσπάθεια της πιο εξελιγμένης μερίδας του αστικού κατεστημένου για εκσυγχρονισμό, θες η ένταση και η δυσκολία διαχείρισης των εθνικών θεμάτων (μην ξεχνάμε το κυπριακό) από τη Δεξιά, θες και άλλοι παράγοντες και όλοι μαζί αθροιστικά, μία νέα κατάσταση διαμορφώνεται. Η λογοκρισία κάπως ξεσφίγγει, η τρομοκρατία κάπως χαλαρώνει (παρ’ όλο που οι εξορίες και οι δίκες αγωνιστών για κατασκοπία συνεχίζονται), πολλοί πολίτες ξεθαρρεύουν και η δημόσια έκφραση των λαϊκών στρωμάτων γίνεται δυνατότερη και σαφέστερη. Ανανεώνεται και φρεσκάρεται το λαϊκό τραγούδι από τους λόγιους συνθέτες και ποιητές, σε αγαστή συνύπαρξη και σύμπραξη με τους λαϊκούς μουσικούς, ερμηνευτές και στιχουργούς, που κι αυτοί, αφού έχουν επηρεάσει καθοριστικά τους πρώτους, επηρεάζονται κι αυτοί στη συνέχεια απ’ αυτούς. Μπορεί ο Χατζιδάκις να έχει σημείο αναφοράς τον Τσιτσάνη και ο Θεοδωράκης τον Χιώτη, αλλά ούτε ο Τσιτσάνης ούτε ο Χιώτης μένουν ανεπηρέαστοι από τον Χατζιδάκι και τον Τσιτσάνη.

Τότε, και για πολλά χρόνια μετά, πολλοί αριστεροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι γινόταν, τι άλλαζε και πώς άλλαζε, γι’ αυτό και αντιτάχθηκαν σ’ αυτή την τροπή των πραγμάτων στρέφοντας τα πυρά τους κατά πάντων, και του Τσιτσάνη και του Θεοδωράκη, κόντρα στη λαϊκή κουλτούρα, κόντρα στην από κάτω αποδοχή, κόντρα και στον προοδευτικό «γάμο» που συντελέσθηκε μεταξύ διανοουμένων εν αγνοία τους και σε αντίθεση με τις ανελαστικές και παρωχημένες αντιλήψεις τους.

Είναι, όμως, πράγματι, μια ευτυχής συγκυρία. Πρόκειται για ένα δημιουργικό καζάνι που οι ατμοί του απελευθερώνονται απ’ αυτές τις εξελίξεις και συντελείται ο βρασμός σε μια στιγμή που όλα έχουν ωριμάσει, έστω κι αν πολλοί δεν το είχαν καν υποψιαστεί.

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!