Η δημοκρατία πρέπει να γίνει ο κανόνας της συλλογικής μας ύπαρξης
1. Θα ξεκινήσω με μια βασική διαπίστωση. Η νίκη στις εκλογές του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος συνεχώς μεταλλάσσεται σ’ ένα τυπικό κόμμα της μετα-δημοκρατίας, σηματοδοτεί το τέλος της ευοίωνης εποχής των αντιμνημονιακών αγώνων και των ψευδαισθήσεων ότι η απαλλαγή από τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις είναι δυνατή χωρίς σύγκρουση και ενδεχομένως ρήξη με τους «θεσμούς» της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άτυπο προεδρικό κέντρο του ΣΥΡΙΖΑ χάραξε, χωρίς αντιστάσεις, μια τακτική κυβερνητισμού, που στην τελική της φάση ενσωμάτωνε όλες τις κοινωνικές τάξεις και ολοκληρώθηκε στο δίπολο: πάση θυσία εντός ευρώ και πάση θυσία στην κυβέρνηση. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτεύεται ανενδοίαστα, βασιζόμενος στο τρίπτυχο κράτος/ εξουσία/εξαγορά, εγκαταλείποντας και την τελευταία γραμμή λαϊκής άμυνας – την πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής – πιστεύοντας ότι έχει καθυποτάξει, έστω προσωρινά, τόσο την κοινωνία όσο και μια ισχυρή πολιτική αντεπίθεση εξ αριστερών.
2. Τα εκλογικά αποτελέσματα δείχνουν μια βαθιά κοινωνική αναδίπλωση που ολοκληρώθηκε μετά την υπογραφή της συμφωνίας. Το εκλογικό σώμα, ήδη από το 2010, συρρικνώνεται σταδιακά με απώλεια 1.500.000 πολιτών. Σ’ αυτούς συγκαταλέγεται το κοινωνικό περιθώριο που δημιουργήθηκε στην εποχή των μνημονίων και το οποίο αποκλείεται ή αυτοαποκλείεται από την πολιτική μέσω της ψήφου. Από τις εκλογές του Ιανουαρίου μέχρι σήμερα εγκαταλείπουν την κάλπη 720.000 πολίτες. Η πρόσφατη αυτή αποχή αποτελεί όχι μόνο έκφραση παραίτησης αλλά και πράξη αποδοκιμασίας του πολιτικού συστήματος συλλήβδην ή/και του ΣΥΡΙΖΑ για την «προδοσία».
Ο φόβος της αστάθειας και των ακόμα χειρότερων ημερών οδήγησε σε μια μεγάλη αναδίπλωση και στην παραμυθία του καλύτερου διαχειριστή. Η επαναφορά παλαιών, αλλά ανιστόρητων για τη σημερινή πραγματικότητα, διλημμάτων έπιασε τόπο όπως και η καλοδουλεμένη δημοσκοπική μηχανική – ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ γιατί χάνει από τη Νέα Δημοκρατία στον πόντο. Όλ’ αυτά, όμως, έπιασαν τόπο στο έδαφος της κοινωνικής διαδικασίας που είχε ως αφετηρία μια αισιοδοξία για το μέλλον, μέσω ενός αρχικά κινηματικού και στη συνέχεια κοινοβουλευτικού δρόμου, και κατέληξε με τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο there is no alternative.
3. Η Λαϊκή Ενότητα, που είχε ως αφετηρία το «όχι» βουλευτών/τριών της Βουλής, συγκέντρωσε μεγάλο μέρος της μαζικής αποχώρησης μελών του ΣΥΡΙΖΑ, αριστερές μικρές οργανώσεις και ανένταχτους αριστερούς πολίτες. Οι εκλογές μας κατέλαβαν εξαπίνης. Η ταχύτατη διεξαγωγή τους είχε στόχο όχι μόνο να τιθασεύσει τον λαϊκό κόσμο πριν αρχίσει η ψήφιση των μέτρων και ν’ αποκαταστήσει διά της ψήφου του το μνημονιακό status, αλλά και να διαλύσει την τρίτη δύναμη της προηγούμενης Βουλής.
Η Λαϊκή Ενότητα αναμετρήθηκε με απίστευτες πρακτικές και πολιτικές δυσκολίες. Η έλλειψη χρόνου υπήρξε κακός σύμβουλος στη δημιουργία ενός νέου συλλογικού προσώπου – αντίστοιχου με τις νέες συνθήκες. Δεν ήταν, όμως, μόνον ο χρόνος αλλά ο ίδιος ο φόβος της ανανέωσης και η συνήθεια που, ως γνωστόν, σκοτώνει. Δεν υπήρξε ένα γενναιόδωρο προσκλητήριο και ένα ανοιχτό σύστημα συμμετοχής ανάλογα με τις ικανότητες/δεξιότητες καθενός και καθεμιάς στον ολιγοήμερο πολιτικό αγώνα. Η Λαϊκή Ενότητα δεν μπορεί να είναι -και δεν έπρεπε να δώσει αυτή την εντύπωση- η συνέχεια του Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι θετικές και αρνητικές εμπειρίες μας στον ΣΥΡΙΖΑ και τις άλλες οργανώσεις, η στρατηγική επιλογή δημιουργίας ενός κοινωνικού και πολιτικού μετώπου ανατροπής, η υπερκείμενη ανάγκη επανίδρυσης της αριστεράς στον 21ο αιώνα, όλ’ αυτά φωτίζουν τον χαρακτήρα του εγχειρήματος της Λαϊκής Ενότητας. Γι’ αυτό χρειάζεται η δημοκρατία να γίνει ο κανόνας της συλλογικής μας ύπαρξης. Οι άνθρωποι γράφουν οι ίδιοι την ιστορία τους σε δοσμένες κοινωνικές συνθήκες αλλά για να τη γράψουν πρέπει να πάρουν μέρος αυτοπρόσωπα. Η ανάθεση -δίδυμη αδελφή του κυβερνητισμού- οδηγεί στα βράχια. Πρέπει με συνεχείς πράξεις δημοκρατίας το σχέδιο απεμπλοκής από τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις να γίνει υπόθεση των λαϊκών τάξεων που υφίστανται τις επιπτώσεις τους.
Το μέλλον της Λαϊκής Ενότητας αποτελεί μια δοκιμασία για όλους και όλες. Μακριά από τις μεγάλες ή μικρότερες κομματικές σκέπες, που ικανοποιούσαν ορισμένες ανθρώπινες ανάγκες, πρέπει να μάθουμε να ζούμε χωρίς δεκανίκια, με τα χέρια και το μυαλό μας. Μπροστά μας θα βρούμε πολλή ξηρασία. Μοναδικά όπλα, που πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού, είναι η πίστη στις ιδέες μας και η μεταξύ μας αλληλεγγύη.