Ο Τάκης Λουκανίδης ήταν απ’ αυτούς τους ανθρώπους που αφού τα είδαν και τα βίωσαν όλα, τα καλά και τα κακά, τα ωραία και τα άσχημα, φιλτράροντας την πλούσια εμπειρία τους, καταστάλαξαν και κατέληξαν στις επιλογές τους. Γι’ αυτό άνθρωποι αυτού του είδους, που έδωσαν με το ταλέντο τους μεγάλη χαρά στους συμπολίτες τους σε εποχές στέρησης και καταπίεσης, έγιναν εξαιρετικά πολύτιμοι και στο δεύτερο βίο τους, μετά την ολοκλήρωση της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας. Αλλά δεν αξιοποιήθηκαν από την πολιτεία, γιατί το οργανωμένο κράτος και οι συλλογικοί φορείς (κόμματα, αυτοδιοίκηση κ.λπ.) δεν ενδιαφέρθηκαν και δεν ασχολήθηκαν μαζί τους. Γιατί να μην είναι δάσκαλοι στην Ακαδημία Σωματικής Αγωγής, γιατί να μην μαθαίνουν στα μικρά παιδιά στα σχολεία να παίζουν μπάλα με ήθος, γιατί δεν τους θεωρεί η πολιτεία και η κοινωνία μέλη μιας στρατιάς άξιων ανθρώπων που υπηρετούν τον τόπο με γνώσεις και συνέπεια; Ξέρουμε όλοι ποια είναι η απάντηση σε ένα σύστημα αναξιοκρατίας και μετριοκρατίας που είναι σύμφυτο με την ελληνική καθεστηκυία τάξη. Και με το σημερινό κατεστημένο του ποδοσφαίρου, της διαφθοράς, του τζόγου και του κατευθυνόμενου χουλιγκανισμού, είναι ασύμβατοι τέτοιοι άνθρωποι.

Όταν γνώρισα τον Τάκη Λουκανίδη, χάρη στον αεικίνητο Νίκο Μάλλιαρη, συναγωνιστή του από τις γραμμές της «Προοδευτικής», ένιωσα αυτή την αξία. Ευγενής, διαλλακτικός, γνώστης, φιλικός, συνεργάσιμος και πρόθυμος να προσφέρει για το κοινό καλό. Η προσπάθεια του Νίκου να αναταράξει το βαλτότοπο του ελληνικού ποδοσφαίρου στον οποίο καμία ηθική αξία, καμία αξιοπρέπεια, κανένας κανόνας με αρχές δεν ισχύει, βρήκε ανταπόκριση στην ακμαία ευαισθησία του Τάκη και εκφράστηκε με πολλές κοινές δράσεις, από τις επισκέψεις στον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μανώλη Γλέζο μέχρι τις αντιμνημονιακές διαδηλώσεις στο Σύνταγμα και την αλληλεγγύη στους εργάτες της Χαλυβουργίας.

Η επιτυχία και η πελώρια δόξα, τα χρήματα και ο τζόγος, οι γνωριμίες και οι κατακτήσεις, οι ήττες και τα χτυπήματα κάτω από τη μέση και κυρίως η τραγική απώλεια του γιου του, δεν έφθειραν τον πυρήνα του ανθρώπου που κατέβηκε από τη Δράμα για να γίνει ο κορυφαίος του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αντιθέτως, δεμένον με τη σύντροφο της ζωής του και την κόρη τους, τον σφυρηλάτησαν και τον αναγέννησαν. Αυτό τον αναγεννημένο άνθρωπο ήμουν τυχερός που γνώρισα και με διευκόλυνε με την αύρα του να μπω ακόμα πιο βαθιά στην ανθρώπινη ψυχολογία και να νιώσω εντονότερα τις δημιουργικές δυνάμεις που κρύβει μέσα του κάθε ενεργός πολίτης.

Συναντιόμασταν στο καφενείο «Πανελλήνιον», στα Εξάρχεια, με πρωτοβουλία του Νίκου, και σε άλλες εκδηλώσεις κοινού ενδιαφέροντος. Ο Τάκης μας τίμησε με την παρουσία του και στη λέσχη «Δρόμοι Φιλίας και Πολιτισμού». Τελευταία φορά τον συνάντησα ακριβώς πριν από ένα μήνα μαζί με τον Μίμη Παπαϊωάννου σε μια εκδήλωση για τον Στέλιο Καζαντζίδη, με τον οποίο αμφότεροι ήταν φίλοι και τον αγαπούσαν πολύ. Ξεγελάστηκα. Έφυγα με την εντύπωση ότι θα τον ξαναδώ πολλές φορές…

Στέλιος Ελληνιάδης

Το χαμένο πέναλτι της Νέας Φιλαδέλφειας

Ο φίλος μου ο Λεωνίδας Λυκούργος, να ’ναι πάντα καλά, μου είχε κάνει σημαντική πρόταση. Ν’ ανοίξουμε ψησταριά σ’ ένα χώρο διακοσίων τετραγωνικών μέτρων στις Κουκουβάουνες, χωρίς να βάλω δραχμή και να πάρω το 50%. «Ψησταριά Λουκανίδη», λοιπόν, και κανονίσαμε τα εγκαίνια να γίνουν μετά από τον αγώνα με την ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια. Συνήθως φεύγαμε νικητές απ’ αυτό το γήπεδο και λέγαμε με τον Λεωνίδα ότι θα ήταν επιτυχία να συνδέσουμε το άνοιγμα του μαγαζιού με θρίαμβο του Παναθηναϊκού. Μάλιστα πληρώσαμε αρκετά λεφτά για να γίνει διαφήμιση των εγκαινίων της «Ψησταριάς Λουκανίδη», από τα μεγάφωνα του γηπέδου της ΑΕΚ.

Το παιχνίδι ήταν ενδιαφέρον. Προηγούνταν η ΑΕΚ 2-1, όταν τρία λεπτά πριν από τη λήξη, ο διαιτητής σφύριξε πέναλτι υπέρ του Παναθηναϊκού. Η αλήθεια είναι πως ήταν τραβηγμένο. Οι παίκτες της ΑΕΚ αντέδρασαν (είχαν δίκιο), έγινε φασαρία και η ροή του αγώνα διακόπηκε. Επειδή εκτελούσα εγώ τα πέναλτι, όλοι περίμεναν να συμβεί το ίδιο. Δεν είχα, όμως, καλή απόδοση εκείνη την ημέρα, όπως και όλοι οι συμπαίκτες μου και μου έλειπε το κουράγιο ν’ αναλάβω την ευθύνη της εκτέλεσης. Εγώ, ο γίγαντας, όπως με φώναζαν, ένιωθα νάνος, εκείνη την ώρα. Μου έλειπε η καλή ψυχολογία και το καθαρό μυαλό για να στήσω τη μπάλα στα έντεκα μέτρα,..

Άρχισα να παρακαλάω τους συμπαίκτες μου, ενώ ακόμη γινόταν φασαρίες για το μαϊμού πέναλτι. Πρώτα πρώτα τον Παπαεμμανουήλ. Ο «κούνελος» είπε «α-πα-πα-πα» κι έφυγε προς τον πάγκο για να κάνει αστειάκια, χωρίς να ενημερώσει, όμως, τον προπονητή μας, Χόχμπεργκ, ότι εγώ έχω πρόβλημα, για να δώσει εντολή σε άλλον να το εκτελέσει. Ο Δομάζος μετά μου απάντησε «δεν μπορώ Τάκη», ενώ κι ο Καμάρας αρνήθηκε, γυρίζοντας την πλάτη και πηγαίνοντας προς την άλλη περιοχή.

Κοίταξα γύρω μου και είδα το νεαρό Γιώργο Ροκίδη. Μπορεί να ήταν και η πρώτη του εμφάνιση.

«Μπορείς Γιωργάκη να το χτυπήσεις;», τον ρώτησα, αλλά βρήκα δικαιολογημένη την απάντησή του.

«Κύριε Τάκη, δεν μπορείτε εσείς και μπορώ εγώ;»

«Τότε ο Δομάζος με πλησίασε και μου είπε:

«Τάκη χτύπα το και θα μπει γκολ»!

Αφού είδα ότι κανείς δεν αναλάμβανε την ευθύνη, πήρα τη μπάλα και την έστησα στη βούλα του πέναλτι. Συνήθως, όταν είχε λάσπη χτυπούσα με μεγάλη δύναμη τη μπάλα, με κουτουπιέ, στη δεξιά γωνία του τερματοφύλακα. Πήρα φόρα, λοιπόν, αλλά την ώρα που έτρεχα, στο τελευταίο μου βήμα, έκανα το λάθος ν’ αλλάξω σχέδιο και να σουτάρω προς την αριστερή γωνία του τερματοφύλακα. Βέβαια, έτσι ξεγέλασα τον Στέλιο Σεραφείδη, που κινήθηκε δεξιά, αλλά η μπάλα πήρε ύψος κι έφυγε άουτ, περίπου ένα μέτρο πάνω απ’ το οριζόντιο δοκάρι απ’ την άλλη μεριά.

Κόπηκαν τα πόδια μου. Σαν ν’ άνοιξε η γη να με καταπιεί. Βλέποντας τη μπάλα να φεύγει άουτ, μαύρισε η κερκίδα και αστραπιαία μούδιασα. Όταν έφευγα από το γήπεδο με την Άννυ, μου είπε ότι οι οπαδοί του Παναθηναϊκού την ειρωνεύονταν λέγοντας «είχατε ανάγκη και πουλήσατε το παιχνίδι;».

Ήμουν πολύ στενοχωρεμένος για όσα έγιναν. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, φόρεσα τις πιτζάμες, ήπια ένα νεροπότηρο κοκτέιλ-δυναμίτη από ουίσκι, βότκα, κονιάκ και άλλα οινοπνευματώδη και μπήκα στο κρεβάτι. Έκλαιγα και λέγαμε τον πόνο μας με την Άννυ, ενώ φρόντισα να ειδοποιήσω το φίλο μου το Λεωνίδα, ότι ήταν αδύνατο να γίνουν τα εγκαίνια της ψησταριάς. Αυτό το μαγαζί δεν πήρε ποτέ τ’ όνομά μου, έχασα ακόμη μια ευκαιρία για καλή επιχείρηση, που θα μου απέδιδε σημαντικά.

Χτύπησε το κουδούνι κι εμφανίστηκε ο κουμπάρος μου, ο Γιάννης Καρανάσος, ο δερματέμπορας, με δυο φίλους του. Ήρθαν για να μου συμπαρασταθούν, αφού καταλάβαιναν ότι είμαι χάλια. Κάποια στιγμή ο κουμπάρος μου είπε:

«Ο Τάκης ο Χασάπης, έλεγε ανοιχτά, πόσα πήρε ο Λουκανίδης για να πετάξει το πέναλτι έξω;» Αυτός σύχναζε στο καφενείο του Δομάζου στην πλατεία Βικτωρίας.

Ήταν επώνυμη η συκοφαντία και δεν την άντεξα. Προσποιήθηκα τον ήρεμο, πήρα τα ρούχα μου στην τουαλέτα, ντύθηκα και παρά το γεγονός, ότι ήμουνα ζαλισμένος από το κοκτέιλ, έφυγα κρυφά, χωρίς να με πάρουν χαμπάρι.

Πήγα κατευθείαν στο μαγαζί του Δομάζου. Μπήκα βιαστικά και με άγριο ύφος. Τρόμαξαν όλοι, γιατί δεν περίμεναν να εμφανιστώ σ’ ένα τέτοιο χώρο που μέσα εκεί γινόταν ο χαμός. Ρώτησα αμέσως το γκαρσόνι. Πού είναι ο Τάκης ο Χασάπης.

«Τον Τάκη τον Χασάπη;

Δεν είναι εδώ.»

Κάποιος μου είπε ότι είχε πάει στον κινηματογράφο «Αθήναιον», Πατησίων και Αγίου Μελετίου. Μπήκα στο αυτοκίνητό μου για ’κει. Οι θαμώνες του καφενείου με ακολούθησαν, γιατί κατάλαβαν ότι θα γινόταν κακό. Παρακάλεσα τον πορτιέρη του κινηματογράφου να μ’ αφήσει να ρίξω μια ματιά για έναν γνωστό μου και μου επέτρεψε.

Άρχισα να ψάχνω μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, σειρά-σειρά. Γύρισα δυο φορές και δεν τον βρήκα. Ήρθε ο ταξιθέτης, που είχε ενημερωθεί από τους οπαδούς του Παναθηναϊκού ποιος ήμουνα και τι ήθελα, μου είπε ότι πέρασε η ώρα και πρέπει να βγω έξω. Γύρισα στο σπίτι μου ράκος. Έβαλα τα κλάματα. Ήταν από τις πιο πικρές ώρες της ποδοσφαιρικής μου καριέρας.

Μπορεί να έζησα έντονα τη ζωή μου, αλλά ποτέ δεν ήμουνα βρώμικος. Ποτέ δεν αλλοτριώθηκα, δεν ξέφυγα από τις αρχές μου. Έκανα λάθη, πολλά λάθη, που έβλαψαν μόνο εμένα και κανέναν άλλον. Δεν εκμεταλλεύτηκα το όνομα και τη φήμη μου, τις υψηλές γνωριμίες. Δεν αξιοποίησα τα φώτα της προβολής, που ήτανε πολλά χρόνια στραμμένα επάνω μου. Όμως νιώθω εντονότατο το αίσθημα της αδικίας. Μου κόλλησαν ρετσινιές, παρασυρμένοι από σκόρπιες κουβέντες κακόβουλων ατόμων ή άλλων που δεν έχουν τη δύναμη να σκεφτούν δημιουργικά. Προκαλώ οποιονδήποτε και σήμερα ακόμη να πει, όχι μόνο αν πήρα βρώμικα λεφτά για να νοθεύσω την αγωνιστική μου προσπάθεια, αλλά αν έκανα έστω και κάποιες παρασκηνιακές συζητήσεις.

(από το αυτοβιογραφικό βιβλίο Εγώ, ο Τάκης Λουκανίδης, εκδ. Χάρη Πάτση, 2004)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!