Το όπλο των δασμών που κραδαίνει ο Τραμπ προς όλες τις κατευθύνσεις, προς την Κίνα πιο μετωπικά αλλά και προς την Ευρώπη και άλλους «συμμάχους» της συλλογικής Δύσης (Ιαπωνία, Ν. Κορέα), δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτό ως ζήτημα απομονωμένα οικονομικό που εξελίσσεται σύμφωνα με κάποιους «πάγιους οικονομικούς νόμους» των εμπορικών πολέμων μεταξύ χωρών. Οι ίδιοι αυτοί οι «οικονομικοί νόμοι» άλλωστε έχουν ιστορικό χαρακτήρα, η επενέργειά τους πάντοτε εκδηλώθηκε μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές περιστάσεις. Η οικονομία δεν μπορεί να διαχωρίζεται από την κάθε φορά πολιτική πραγματικότητα.
Οι ΗΠΑ και η Δύση μέσα στη σημερινή φάση
Η ανάληψη της δεύτερης προεδρίας Τραμπ είδε μια αλυσίδα κινήσεων που κοινός τους παρονομαστής είναι ο έλεγχος της παρακμής της αμερικανικής ηγεμονίας και στη συνέχεια κάποιο (ασαφές από τα πράγματα) είδος ανάκαμψής της. Είναι χρήσιμο να δούμε τη λογική αυτής της αλυσίδας. Πρώτο βήμα: Με το «καλημέρα σας» άρχισε να ξεδιπλώνεται ένα σχέδιο ελέγχου και στενής υπαγωγής της Ευρώπης (του «ευρωατλαντικού εταίρου») στις ΗΠΑ. Ο Aμερικανός αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς έθεσε το πλαίσιο με δύο επιθετικότατες ομιλίες. Μια στο Παρίσι όπου το θέμα αφορούσε τις μεγάλες ψηφιακές αναδιαρθρώσεις και την υπαγόρευση των όρων του παιχνιδιού και των νέων προς διαμόρφωση ιεραρχιών σ’ αυτόν τον τομέα. Και αμέσως μετά στο Μόναχο όπου η πίεση μεταφέρθηκε στο επίπεδο της αρχιτεκτονικής ασφαλείας, της κατανομής των στρατιωτικών δαπανών αλλά και της συνολικής αμφισβήτησης των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγετικών ομάδων. Δεύτερο βήμα: Η επιδίωξη κάποιου τύπου διευθέτησης του Ουκρανικού και ανάταξης των ρωσοαμερικανικών σχέσεων. Αυτό το πακέτο έχει πολλές όψεις, μεγάλες αντιφάσεις και διαγράφει μια πολύ τεθλασμένη τροχιά. Γίνεται το επίκεντρο μιας ενδοδυτικής σύγκρουσης ανάμεσα στη «γραμμή Τραμπ» για αναπροσαρμογή των σχέσεων με τη Ρωσία και σ’ ένα «κόμμα πολέμου» που συνασπίζεται στο έδαφος της Ευρώπης και εφορμά από ‘κει. Καθοριστικός παράγοντας που επιδρά στις σχετικές εξελίξεις είναι η όλο και πιo επείγουσα ανάγκη διαχείρισης των αδιεξόδων και της ζημιάς από την προηγούμενη πολιτική σύγκρουσης με τη Ρωσία στην Ουκρανία. Την πολιτική Μπάιντεν αλλά και ευρύτερα όλη την περίοδο προετοιμασίας της από το 2014 και έπειτα. Όσον αφορά τις δυνατότητες αυτού του εδραζόμενου σήμερα στην Ευρώπη «κόμματος του πολέμου», αυτές δεν εξαντλούνται στην αδυνατισμένη θέση των ευρωπαϊκών επιμέρους ιμπεριαλιστικών χωρών / εταίρων αλλά περιλαμβάνουν συμμαχίες κέντρων ισχύος –κεφαλαιακών και πολιτικών (με ισχυρότατη την παρουσία ακραίων νεοσυντηρητικών κύκλων)– και από τις δύο ακτές του Ατλαντικού. Η κυρίαρχη θέση που διατηρεί αυτή η «αντι-Τραμπ» πλευρά στο σύστημα των ΜΜΕ του Δυτικού κόσμου (και του ευρωπαϊκού χώρου ιδιαίτερα) δίνει ένα μέτρο των πραγματικών εντάσεων για τον έλεγχο των εξελίξεων εντός Δύσης. Είναι ακόμα περισσότερο ενδεικτικό ότι αυτές οι εντάσεις είναι εσωτερικευμένες ακόμη και μέσα στους κόλπους της αμερικανικής διοίκησης. Μέχρι στιγμής εμφανίζονται δύο ομάδες διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία που κινούνται σε τελείως αντίθετες κατευθύνσεις (και σε κάποιες στιγμές συγκρούονται ανοιχτά μεταξύ τους) ενώ ο Τραμπ για την ώρα ελίσσεται και ισορροπεί ανάμεσά τους.
Η ομάδα υπό τον προεδρικό απεσταλμένο Ουίτκοφ που φαίνεται να είναι πιο κοντά στις βαθύτερες επιδιώξεις Τραμπ προωθεί σχεδιασμούς μιας συνολικής ανατοποθέτησης των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας. Το πακέτο περιλαμβάνει και μεγάλα επιχειρηματικά πρότζεκτ (σπάνιες γαίες και καύσιμα / ενέργεια) και επίσης πράγμα που προκύπτει πιο έμμεσα, μια διευθέτηση ώστε οι όποιες σχέσεις Ευρώπης-Ρωσίας να περνάνε από τη διαμεσολάβηση των ΗΠΑ και να τελούν υπό τον έλεγχό τους. Η άλλη ομάδα με βασικούς τον Κέλλογκ και τον σύμβουλο ασφαλείας Γουόλτς βρίσκεται σε γραμμή που ενισχύει τους Ευρωπαίους και τον Ζελένσκι προωθώντας ένα πάγωμα της σύγκρουσης που θα συνοδευόταν από τοποθέτηση νατοϊκών στρατευμάτων στην Δυτική Ουκρανία. Η τελευταία αυτή γραμμή απορρίπτεται σθεναρά από τη Μόσχα που εν τω μεταξύ δεν παύει να προωθεί τις θέσεις της στα μέτωπα του πολέμου.
Μια γενικότερη παρατήρηση. Τόσο η προηγούμενη αμερικανική επιλογή σύγκρουσης με τη Ρωσία, όσο και η σημερινή πολιτική Τραμπ προώθησης μιας ρωσοαμερικανικής προσέγγισης δεν αντανακλούν μόνο επιδιώξεις που αφορούν τη Ρωσία. Την αποδυνάμωσή της πριν, την κατ’ αρχήν απομάκρυνσή της από την Κίνα και την ενσωμάτωσή της μέσα σε μια τραμπική αρχιτεκτονική (;) τώρα. Ισχυρότατο κίνητρο είναι και η προώθηση του ελέγχου της ευρωπαϊκής συνιστώσας της «συλλογικής Δύσης». Και ως προς αυτό πέραν της ρήξης με την περίοδο Μπάιντεν, υπάρχει έντονο το στοιχείο της συνέχειας και της αξιοποίησης των «κεκτημένων» της ευρωπαϊκής αποδυνάμωσης (απομόνωσής της Ευρώπης από την Ρωσία και αύξηση των εντάσεών της με την Κίνα) που έχει ήδη επιτευχθεί με τον πόλεμο στην Ουκρανία
Κάπου εδώ ήρθε το κύμα επιβολής δασμών
Που δεν μπορεί να ερμηνευτεί αποκλειστικά ως μέσον αντιμετώπισης των εμπορικών ελλειμμάτων των ΗΠΑ αλλά είναι κομβικό μέρος της προσπάθειας υποστύλωσης της αμερικανικής ηγεμονίας και καθυπόταξης των κρίσιμων «άλλων». Στις δύο πρώτες θέσεις αυτών των «άλλων» φιγουράρουν η Κίνα και η «Ευρώπη». Σε πρώτο επίπεδο επιχειρείται η απομόνωση της Κίνας. Οι δασμοί στο 145% και οι πρόσφατες απειλές για 245%, σε πρόθεση ανατίναξης των εμπορικών σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας παραπέμπουν. Στο τραπέζι των επικείμενων «διαπραγματεύσεων» των ΗΠΑ με την Ευρώπη που όλα δείχνουν ότι θα γίνουν από θέση αδυναμίας της τελευταίας, θα τεθούν πολλαπλοί τελεσιγραφικοί όροι. Ανάμεσά τους ο δραστικός περιορισμός των εμπορικών σχέσεων Ευρώπης-Κίνας, οι αντίστοιχοι περιορισμοί στις ευρωπαϊκές άμεσες επενδύσεις στην Κίνα, αλλά και η επιβολή των κοστοβόρων αμερικανικών όρων σχετικά με τις πηγές κάλυψης των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης όπως και μια σειρά άλλα οικονομικά και γεωπολιτικά θέματα που περιλαμβάνονται κάτω από τον μανδύα της «ευρωπαϊκής άμυνας». Το τοπίο πιέσεων που διαμορφώνουν οι δασμοί επιτείνει τις διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα κύρια ευρωπαϊκά κέντρα και ευνοεί τις αμερικανικές (που δεν άρχισαν άλλωστε με τον Τραμπ) επιδιώξεις για ξεχωριστές διμερείς συμφωνίες με παράκαμψη της Ε.Ε. Η αδυναμία της «Ευρώπης» για την οποία κάναμε λόγο προηγουμένως, συνδέεται άμεσα με την μεγάλη δομική πρόσδεση των ευρωπαϊκών ελίτ και πρωτίστως του γερμανικού κεφαλαίου, στις ΗΠΑ την ίδια στιγμή που οι διέξοδοι από την κρίση όσον αφορά ιδιαίτερα τη γερμανική οικονομία κρίνονται από το επίπεδο των σχέσεων με την Κίνα (εμπόριο και κεφάλαια) και τη Ρωσία (ενέργεια αλλά και εμπόριο).
Η μετωπική σύγκρουση με την Κίνα δοκιμάζει τα όρια της ηγεμονίας των ΗΠΑ
Η Κίνα δηλώνει μέχρι τώρα διατεθειμένη να μην υποχωρήσει μπροστά στην αμερικανική πρόκληση. Τα όπλα που αντιπαρατάσσουν οι αντίπαλοι παραπέμπουν σε γενικευμένη σύγκρουση. Οι αμερικανικές κινήσεις και οι δρόμοι ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης που ανοίγουν (πέραν των όποιων αρχικών τους προθέσεων) κινούνται στην κατεύθυνση γενικευμένου ξηλώματος της παγκόσμιας οικονομικής τάξης πραγμάτων. Αυτό περιλαμβάνει ριζικές ανατροπές στις αλυσίδες αξίας αλλά και στο παγκόσμιο σύστημα ροών των κεφαλαίων.
Κάποιες υπαναχωρήσεις Τραμπ –ανάμεσά τους η αναστολή της επιβολής του τελευταίου κύματος δασμών προς την Κίνα στον τομέα των ηλεκτρονικών– δείχνουν ότι αγγίζονται επικίνδυνα τα όρια των αντοχών των ΗΠΑ. Οι συγκρούσεις επιχειρηματικών κέντρων (Μασκ και άλλοι) μέσα στο σύστημα Τραμπ επίσης δείχνουν το βαθμό διαφοροποίησης των κλαδικών συμφερόντων μεγάλων κεφαλαιακών μπλοκ έναντι της ακολουθούμενης πολιτικής.
Η εξώθηση σε αντισυσπειρώσεις απέναντι στην αμερικανική βουλιμικότητα εντός του διεθνούς συστήματος μαζί με τον κλονισμό μιας σειράς άλλων παραγόντων είναι πιθανό να καταλήξουν σε σημαντικές δυσκολίες κάλυψης των τεράστιων αναγκών αναχρηματοδότησης των ελλειμμάτων και του χρέους των ΗΠΑ. Τα μηνύματα αβεβαιότητας και υποχώρησης της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης που έρχονται από τις αγορές, οι βουτιές στα χρηματιστήρια αλλά και η συγκράτηση των τιμών του πετρελαίου που ενισχύουν τις προβλέψεις για επερχόμενη ύφεση, μαζί με τις προειδοποιήσεις που εκπέμπει η ηγεσία της FED, είναι ενδείξεις ότι σ’ αυτό το μπρα ντε φερ με την Κίνα με ταυτόχρονο μάλιστα ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με όλους, τα μέτωπα που έχουν ανοιχθεί είναι υπερβολικά πολλά και δοκιμάζουν τα όρια των σημερινών αντοχών και δυνατοτήτων των ΗΠΑ.