Τη νύχτα της 17ης Μαρτίου, μια πρόχειρα οργανωμένη απόπειρα στρατιωτικών τμημάτων του Θιέρσου να αποσπάσουν πυροβόλα που ανήκαν στην Εθνοφρουρά και φυλάσσονταν στο λόφο της Μονμάρτης, οδηγεί στη σύλληψη, από στασιαστές στρατιώτες και εθνοφρουρούς του επικεφαλής της επιχείρησης στρατηγού Λεκόντ. Υπό την πίεση του πλήθους, που αναγνωρίζει στα πρόσωπα του Λεκόντ και του επίσης συλληφθέντα στρατηγού Τομά, τους επικεφαλής του αιματοκυλίσματος της εξέγερσης του 1841, οι εθνοφρουροί τουφεκίζουν τους δύο στρατηγούς.
Την επομένη ο Θιέρσος μεταφέρει στις Βερσαλλίες όσες κυβερνητικές υπηρεσίες είχαν απομείνει στην πόλη. Αποκλειστικός φορέας εξουσίας στο Παρίσι είναι πλέον η (εκλεγμένη από τις 3 Μάρτη) Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς, που προκηρύσσει εκλογές για την ανάδειξη νέου Δημοτικού Συμβουλίου. Περίπου 80 χιλιάδες παριζιάνοι των δυτικών συνοικιών (αστοί, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, ακραίοι μοναρχικοί κ.λπ.) εγκαταλείπουν το Παρίσι, επωφελούμενοι της προσωρινής άρσης του αποκλεισμού από τους Πρώσους.
Από τις εκλογές της 26 Μάρτη, απέχουν οι κυβερνητικοί. Αντιπαρατίθενται δύο αντίπαλα ρεύματα:
• Οι συμφιλιωτικοί (απερχόμενοι δήμαρχοι και «ριζοσπάστες»), που επιδιώκουν την επαναπροσέγγιση με τις Βερσαλλίες για μια κοινή στρατηγική αντιμετώπισης των Πρώσων. Εκφράζουν τα εύπορα κοινωνικά στρώματα που έχουν παραμείνει στην πόλη.
• Η Αριστερά, που το μωσαϊκό των ρευμάτων της εκφράζεται από την Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς, την Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων και ανεξάρτητους. Επιδιώκει την αντίσταση μέχρι το διώξιμο και του τελευταίου Πρώσου από τη χώρα και τη ρήξη με την κυβέρνηση των Βερσαλλιών που τη θεωρεί κυβέρνηση συνεργατών των κατακτητών. Εκφράζει την εργατική τάξη και τη μικρομπουρζουαζία του Παρισιού.
Η συμμετοχή φτάνει το 48% από τους 485.000 γραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους και είναι μεγάλη στο εργατικό βορειοανατολικό Παρίσι και μικρή στις δυτικές συνοικίες. H Αριστερά κερδίζει τις 61 από τις 92 έδρες.
Την επομένη, οι νεοεκλεγμένοι συμφιλιωτικοί σύμβουλοι παραιτούνται ομαδικά και αποχωρούν.
Στις 28 Μάρτη συγκροτείται το νέο Δημοτικό Συμβούλιο που παραλαμβάνει την εξουσία από την Κ.Ε. της Εθνοφρουράς. Σε ανάμνηση της Επαναστατικής Κομμούνας του 1792, υπογράφει στο εξής σαν Commune de Paris (Κομμούνα του Παρισιού).
Στις 29 Μάρτη καταργεί τη στρατολόγηση στον Εθνικό Στρατό και αναγνωρίζει την Εθνοφρουρά ως τη μόνη ένοπλη δύναμη που μπορεί να υπάρχει στο Παρίσι. Όλοι οι ικανοί πολίτες θεωρούνται μέλη της. Η κόκκινη σημαία ορίζεται κρατικό έμβλημα της νέας εξουσίας και επαναφέρεται το Επαναστατικό Ημερολόγιο, που είχε καταργήσει η θερμιδοριανή αντεπανάσταση του 1794.
Την ίδια ημέρα διαγράφονται τα χρέη από ενοίκια που δημιουργήθηκαν από τον Οκτώβρη και μετά.
Στις 3 Απρίλη, διαχωρίζεται πλήρως η εκκλησία από το κράτος και καταργείται ο προϋπολογισμός για τη λατρεία.
Στις 12 Απρίλη, αναστέλλεται κάθε δικαστική δίωξη για εμπορικά και άλλα χρέη και δίνεται ένα περιθώριο τριών ετών για την αποπληρωμή τους.
Την ίδια ημέρα αποφασίζεται η κατεδάφιση της αυτοκρατορικής στήλης της πλατείας Βαντόμ, που η Κομμούνα χαρακτηρίζει «μνημείο βαρβαρότητας» και «διακήρυξη μιλιταρισμού».
Στις 16 Απρίλη, οι βιοτεχνίες ή εργαστήρια που έχουν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους, που χαρακτηρίζονται λιποτάκτες, δημεύονται και προβλέπεται να αποδοθούν σε εργατικές κοοπερατίβες για να τα λειτουργήσουν. (Το μέτρο πρόλαβε να εφαρμοστεί για δύο μόνο επιχειρήσεις.)
Στις 20 Απρίλη, απαγορεύεται η νυχτερινή εργασία στα αρτοποιεία και καταργούνται τα ιδιωτικά γραφεία εύρεσης εργασίας (στην πραγματικότητα ενοικίασης εργατών), που μέχρι τότε άνθιζαν και τα λυμαίνονταν πρόσωπα έμπιστα της Αστυνομίας.
Στις 25 Απρίλη, επιτάσσονται όλες οι κενές κατοικίες για τη στέγαση όσων τα σπίτια είχαν καταστραφεί από τους πρωσικούς βομβαρδισμούς. Το ψωμί μπαίνει σε διατίμηση. Δημιουργούνται δημοτικά μαγαζιά πώλησης πατάτας, δημοτικά κρεοπωλεία και δημοτικές καντίνες με συμβολικές τιμές αγοράς.
Με απόφαση της 28 Απρίλη απαγορεύεται κάθε επιβολή προστίμου ή περικοπή μισθού σε εργαζόμενο οποιασδήποτε δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης. Καθιερώνεται ο «ελεύθερος γάμος», με μόνες προϋποθέσεις ελάχιστη ηλικία 16 ετών για τις γυναίκες, 18 για τους άνδρες και αμοιβαία συμφωνία. Όλες οι συμβολαιογραφικές πράξεις (γάμος, διαθήκη, υιοθεσία κ.λπ.) γίνονται δωρεάν.
Κλείνουν τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα -τα περισσότερα ανήκαν στην Καθολική Εκκλησία- και προγραμματίζεται μια μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το σχολείο είναι λαϊκό: απαγορεύεται η ανάρτηση οποιουδήποτε χριστιανικού συμβόλου, η ομαδική προσευχή, η εξομολόγηση των μαθητών. Η επαγγελματική εκπαίδευση γίνεται ισοδύναμη της πρωτοβάθμιας και, για πρώτη φορά, δημιουργούνται επαγγελματικές σχολές θηλέων. Ελάχιστες από τις μεταρρυθμίσεις πρόλαβαν να εφαρμοστούν.
Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Από τις 2 Απριλίου, όταν οι Βερσαγιέζοι καταλαμβάνουν με αιφνιδιαστική επιχείρηση την Κουρμπεβουά, απωθώντας την Εθνοφρουρά στο Νεϊγύ, αρχίζει ο εμφύλιος.
Αρχικά, ο στρατός του Θιέρσου αριθμεί 12.000 άνδρες. Σ’ αυτούς προστίθενται 50.000 οπλίτες 7/ετούς θητείας, κυρίως αγροτόπαιδα, που στρατολογούνται εσπευσμένα και περίπου 60.000 αιχμάλωτοι του Σεντάν και του Μετς που απελευθερώνονται από τον Βίσμαρκ για να συνδράμουν την κατάπνιξη της Κομμούνας. Ανάμεσά τους ο στρατηγός Μακ-Μαόν, ταπεινωμένος στο Σεντάν και αιχμάλωτος στο Βισμπάντεν, που αναλαμβάνει διοικητής του στρατού των Βερσαλλιών.
Η Εθνοφρουρά που θεωρητικά διαθέτει περίπου 190.000 άνδρες, έχει μια μάχιμη δύναμη που δεν ξεπερνά σε καμιά στιγμή τους 40.000. Το επίπεδο διοίκησης είναι γενικά χαμηλό, όπως και το επίπεδο πειθαρχίας. Οι αξιωματικοί εκλέγονται, με κριτήριο κυρίως τις πολιτικές απόψεις και όχι τη στρατιωτική γνώση και εμπειρία.
Το κρίσιμο όμως στοιχείο για τη γρήγορη στρατιωτική ήττα της Κομμούνας είναι ότι, στα μέσα Μάη, ο Μπίσμαρκ επιτρέπει στο στρατό του Θιέρσου να επιτεθεί από τα βόρεια και τα ανατολικά. Οι κομμουνάροι είχαν την κύρια δύναμη πυρός τους στραμμένη προς τα νότια-νοτιοδυτικά, όπου, αφ’ ενός, βρίσκονταν η βάση του κυβερνητικού στρατού και, αφ’ ετέρου, οι αστικές συνοικίες θα ήταν ουδέτερες ή φιλικές προς τους εισβολείς.
Στις 3 Απρίλη η Εθνοφρουρά, υπό τους Εντ, Φλουράνς και Ντυβάλ, εξαπολύει μία πρόχειρα οργανωμένη αντεπίθεση με στόχο τις Βερσαλλίες, που αποτυγχάνει. Ο Ντυβάλ συλλαμβάνεται στο Σατιγιόν και, μεταφερόμενος στις Βερσαλλίες, εκτελείται καθ’ οδόν στο Πετί Κλαμάρ. Την ίδια μέρα, ο Φλουράνς, επίσης αιχμάλωτος στη Ρυέιγ, οδηγείται δεμένος στον επικεφαλής του αποσπάσματος της χωροφυλακής, ο οποίος τον κομματιάζει με το σπαθί του!
Η απάντηση της Κομμούνας στις ωμότητες των Βερσαγιέζων έρχεται δύο μέρες μετά, με το «Διάταγμα για τους ομήρους»: προβλέπει τη σύλληψη και το χαρακτηρισμό ως «ομήρου του λαού του Παρισιού», οποιουδήποτε προσώπου κατηγορηθεί για συνεργασία με την Κυβέρνηση των Βερσαλλιών. Επίσης, για κάθε εκτέλεση αιχμαλώτου κομμουνάρου προβλέπει την άμεση εκτέλεση τριπλάσιου αριθμού κρατουμένων ομήρων που θα καθορίζονται με κλήρωση. Το διάταγμα προκαλεί αντιδράσεις στο εσωτερικό του Συμβουλίου της Κομμούνας και δεν θα εφαρμοστεί παρά πολύ αργότερα, όταν οι Βερσαγιέζοι έχουν αρχίσει μαζικές εκτελέσεις αιχμαλώτων κομμουνάρων.
Μεσολαβούν τρεις εβδομάδες σποραδικών μαχών. Η πιο σημαντική γίνεται στις 11 Απρίλη, όταν η Εθνοφρουρά, υπό τον Εμίλ Εντ, αποκρούει μεγάλη επιχείρηση των κυβερνητικών από το νότο και τους προκαλεί σημαντικές απώλειες.
Οι Βερσαγιέζοι βομβαρδίζουν θέσεις της Εθνοφρουράς, στη δυτική είσοδο, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές και θύματα μεταξύ των αμάχων. Οι βομβαρδισμοί επεκτείνονται βαθμιαία σε ολόκληρο το Παρίσι.
Την 1η Μάη η Κομμούνα τοποθετεί Διοικητή της Εθνοφρουράς το νεαρό συνταγματάρχη Λουί Ροσέλ, διακριθέντα του γαλλοπρωσικού πολέμου ο οποίος, θεωρώντας προδοτική τη στάση της κυβέρνησης του Σεπτέμβρη και της κυβέρνησης Θιέρσου, πηγαίνει στο Παρίσι και τίθεται στη διάθεση της Κομμούνας, που θεωρεί τη μόνη πατριωτική δύναμη του έθνους.
Την ίδια ημέρα (1η του Μάη) το Συμβούλιο της Κομμούνας, συγκροτεί μια, γιακωβίνικου τύπου, «Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας», στα πρότυπα της ομώνυμης Επιτροπής του 1792, επιφορτισμένη με την καταστολή οποιασδήποτε αντεπαναστατικής κίνησης στο Παρίσι. Η δημιουργία της διχάζει το Συμβούλιο της Κομμούνας σε πλειοψηφία και μειοψηφία.
Στις 4 Μάη η κατάληψη από τους Βερσαγιέζους του οχυρού του Μουλέν-Σακέ συνοδεύεται από απίστευτες ωμότητες. Σε αντίποινα, οι κομμουνάροι συλλαμβάνουν το προσωπικό της γειτονικής Εκκλησιαστικής Σχολής των Δομινικανών της Αρκέιγ, ως συνεργούς των Βερσαγιέζων. Την επομένη, η Εθνοφρουρά ανακαταλαμβάνει το οχυρό, το οποίο μάλιστα θα κρατήσει μέχρι τις 24 Μαΐου.
Στις 8 Μάη ο Θιέρσος απευθύνει τελεσίγραφο παράδοσης, που απορρίπτεται από την Κομμούνα.
Στις 10 Μάη παραιτείται ο Ροσέλ, απογοητευμένος από την απόρριψη των προτάσεών του για την ανασυγκρότηση της Εθνοφρουράς σε τακτικό στρατό. Τον αντικαθιστά ο Σαρλ Ντελεκλύζ.
Στις 10 Μαΐου, υπογράφεται από τον Θιέρσο η συνθήκη της Φρανκφούρτης που τερματίζει το γαλλογερμανικό πόλεμο. Η Γαλλία παραχωρεί το μεγαλύτερο μέρος της Αλσατίας και της Λωρραίνης. Πρόκειται για ενάμισι περίπου εκατομμύριο εκτάρια, που αντιστοιχούν σε 1.600.000 κατοίκους, 1700 δήμους και κοινότητες και το 20% των ορυχείων και της σιδηρουργίας της. Την επομένη η Κομμούνα καταγγέλλει την επαίσχυντη συνθήκη και κατεδαφίζει το σπίτι του Θιέρσου στο Παρίσι.
Στις 13 Μαΐου πέφτει μετά από σκληρές μάχες το οχυρό της Ενθοφρουράς στη Βανβ, στα νότια του Παρισιού.
Στις 14 Μαΐου, η Κομμούνα προτείνει στις Βερσαλλίες την ανταλλαγή του αρχιεπισκόπου Νταρμπουά, που κρατά σαν όμηρο, με τον φυλακισμένο Μπλανκί. Ο Θιέρσος αρνείται.
Στις 15 Μαΐου ξεσπά κρίση στο εσωτερικό της Κομμούνας. Στην «Κραυγή του Λαού», δημοσιεύεται η «Διακήρυξη της Μειοψηφίας», ένα μανιφέστο που υπογράφουν 22 μέλη του Συμβουλίου. Σε αυτό διατυπώνουν τη διαφωνία τους με «ακρότητες», όπως το διάταγμα για τους ομήρους, και καταγγέλλουν υπερβάσεις της νομιμότητας από την Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας.
Στις 18 Μάη, η Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας κλείνει τις αντεπαναστατικές εφημερίδες, που μέχρι τότε κυκλοφορούσαν ελεύθερα.
Περιμένοντας την εισβολή των Βερσαγιέζων, η Κομμούνα προετοιμάζεται για τη μάχη των οδοφραγμάτων. Περίπου 900 οδοφράγματα στήνονται στην πόλη, με μεγάλη πυκνότητα στις εργατικές συνοικίες.
Η ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ – Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Την Κυριακή 21 Μαίου, οι Βερσαγιέζοι μπαίνουν στο Παρίσι από την Πορτ ντε Σαιν-Κλου. Θα ακολουθήσουν 7 ημέρες ηρωικής αντίστασης στα οδοφράγματα, που πέρασαν στην ιστορία σαν «αιματοβαμμένη εβδομάδα».
Την Τρίτη, 23 Μάη, πέφτει η Μονμάρτη. 300 κομμουνάροι εκτελούνται ομαδικά στη Μαντλέν. Σε αντίποινα, η Κομμούνα εκτελεί στις φυλακές της Ροκέτ τον αρχιεπίσκοπο Νταρμπουά, τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου Μπονζάν, τον εφημέριο της Μαντλέν Ντεγκερύ και 3 ακόμη ιησουίτες παπάδες. Είναι η πρώτη εφαρμογή του «διατάγματος για τους ομήρους». Προσπαθώντας να αναχαιτίσουν την προέλαση των εισβολέων, κομμουνάροι υψώνουν πύρινα φράγματα, πυρπολώντας οικοδομικά τετράγωνα. Καίγεται το Ανάκτορο του Κεραμεικού και το Υπουργείο Οικονομικών.
Την Τετάρτη 24 Μάη, πέφτει η ευρύτερη περιοχή του Καρτιέ Λατέν. Ακολουθούν μαζικές εκτελέσεις αιχμαλώτων κομμουνάρων στους Κήπους του Λουξεμβούργου. Καταστρέφονται από πυρκαγιές το Δημαρχιακό Μέγαρο, το Μέγαρο της Δικαιοσύνης και το κεντρικό κτίριο της Αστυνομίας.
Στο νότο, ο κύριος θύλακας άμυνας είναι στη Μπυτ ω Κάιγ. Η Εθνοφρουρά, υπό τον πολωνό επαναστάτη Βαλερύ Βρομπλέφσκι, δίνει τη μεγαλύτερη μάχη σε παράταξη μέσα στο Παρίσι, ενάντια σε 23.000 στρατιώτες, υποστηριζόμενους από 50 κανόνια.
Στην Πλας ντ’ Ιταλί, εθνοφρουροί εκτελούν 13 από τους κρατούμενους της Σχολής των Δομινικανών της Αρκέιγ.
Την Πέμπτη 25 Μάη, ο Θιέρσος σπεύδει να ανακοινώσει ότι το Παρίσι «εκτός από ένα μικρό μέρος του» έχει καταληφθεί. 424 κομμουνάροι εκτελούνται ομαδικά στη Μονμάρτη και το Παρκ Μονσώ. Στο δημαρχείο του 20ού Διαμερίσματος συνεδριάζει για τελευταία φορά το Συμβούλιο της Κομμούνας.
Την Παρασκευή 26 Μάη, πέφτει το Φομπούρ Σαιν Αντουάν, στο 11ο Διαμέρισμα. Οι συνεχιζόμενες θηριωδίες των Βερσαγιέζων προκαλούν αιματηρή απάντηση των εθνοφρουρών της Μπελβίλ: στη Ρυ Αξό, εκτελούν 48 ομήρους (11 κληρικούς, 35 χωροφύλακες και 2 χαφιέδες της Αστυνομίας του Ναπολέοντα).
Το Σάββατο 27 Μάη, η αντίσταση περιορίζεται στη Μπελβίλ, που αντιμετωπίζει ολόκληρη τη δύναμη των εισβολέων. Στην άμυνά της συμμετέχουν ακόμα και ανήλικα παιδιά. Πολλά από αυτά θα βρεθούν τις επόμενες ημέρες αιχμάλωτοι πολέμου των Βερσαγιέζων. Πέφτουν οι λοφίσκοι Σωμόν στη βόρεια Μπελβίλ.
Την Κυριακή 28 Μάη γράφεται ο επίλογος όταν στις 2 το απόγευμα πέφτει το τελευταίο οδόφραγμα στη Ρυ Ραμπονώ. Μια ώρα αργότερα, στην ανατολική πλευρά της μάντρας που περιβάλλει το κοιμητήριο Περ Λασαίζ, εκτελούνται ομαδικά οι τελευταίοι 147 κομμουνάροι, που έχουν συλληφθεί ένοπλοι. Ένα τμήμα της μάντρας, ο «τοίχος των ομοσπονδιακών» (mur des fédérés) αποτελεί σήμερα το μνημείο της Κομμούνας.
Η σφαγή…
Οι κομμουνάροι που έπεσαν στις μάχες από τις 2 Απρίλη μέχρι και τις 28 Μάη, υπολογίζονται σε 3.000 έως 4.000. Οι επίσημες απώλειες των κυβερνητικών είναι 877 άνδρες.
Κατά τη διάρκεια της αιματοβαμμένης εβδομάδας και των αμέσως επόμενων ημερών, γίνονται εκατοντάδες ομαδικές εκτελέσεις. Ο «επίσημος» αριθμός των δολοφονημένων, με βάση στοιχεία των δημοτικών υπηρεσιών που προκύπτουν από τους ενταφιασμούς, ήταν 17.000. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ περισσότεροι. Μετριοπαθείς υπολογισμοί τον ανεβάζουν στους 25.000. Τα πτώματα στην αρχή ρίχνονται στη λίμνη Σωμόν και στο Σηκουάνα. Μετά, για λόγους υγιεινής, σε ομαδικούς τάφους. Για πολλά χρόνια (μέχρι και μετά το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο!) αποκαλύπτονταν τυχαία ομαδικοί τάφοι κομμουνάρων. Μόνο στον ομαδικό τάφο που βρέθηκε το 1897 στη Σαρόν μετρήθηκαν 800 σωροί!
Για τους 50.000 συλληφθέντες εκδόθηκαν 13.450 καταδικαστικές αποφάσεις:
• 95 σε θάνατο (εκτελέστηκαν οι 25)
• 251 σε καταναγκαστικά έργα (ισόβια ή μακροχρόνια)
• 4.586 σε εξορία (κυρίως στη Νέα Καληδονία)
• 4.606 σε μακρόχρονη φυλάκιση
• Οι υπόλοιποι σε μικρότερες ποινές
Από τους κρατούμενους, 1.000 περίπου πεθαίνουν τις πρώτες ημέρες της κράτησής τους (από ασιτία ή ασθένεια λόγω των άθλιων συνθηκών υγιεινής) ή εκτελούνται σε «απόπειρες απόδρασης».
Από τα 657 παιδιά, αιχμάλωτα πολέμου των Βερσαγιέζων, τα 55 (ηλικίας κάτω των 16 ετών) στάλθηκαν σε αναμορφωτήρια. Εκατοντάδες παιδιά, των οποίων οι γονείς σκοτώθηκαν, δολοφονήθηκαν ή φυλακίστηκαν, έμειναν στους δρόμους.
Το Παρίσι είναι για μερικά χρόνια μια πόλη κοινωνικά και παραγωγικά νεκρή, λόγω της ασύλληπτου μεγέθους ανθρωπιστικής καταστροφής.