Μέρος Β’ (Δείτε εδώ το Μέρος Α’)

 

Και τι αποστολή ήταν αυτή που ανέθεσε ο Τσέχοφ στον εαυτό του! Να σηκωθεί να πάει μόνος του στη Σαχαλίνη για να κάνει απογραφή των καταδίκων που ζουν στο νησί! Χωρίς κρατική εντολή, ούτε καν μια άδεια, σε μια εποχή που ο αυταρχισμός ήταν απόλυτος, με δικά του έξοδα, αφού η εφημερίδα στην οποία έγραφε αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του, χωρίς υπηρέτες και σωματοφύλακες, να περνάει από κακοτράχαλα μέρη χωρίς βοήθεια και προστασία, με την οικογένειά του να φοβάται ότι δεν θα καταφέρει να γυρίσει –αν και η αδερφή του Μάσα και η φίλη του Μιζίνοβα τον βοήθησαν πάρα πολύ στην προετοιμασία του ταξιδιού– και με τη φυματίωση να τον βασανίζει χωρίς αυτός να διαμαρτύρεται.

Στα τριάντα του, με σπουδές στην Ιατρική, πετυχημένος συγγραφέας, βασίζεται στη θέλησή του και δεν επικαλείται ούτε τον Θεό ούτε το κράτος για να υπερβεί τις τρομερές δυσκολίες που αντιμετωπίζει σε κάθε βήμα αυτής της τρομερής περιπέτειας, που έχει τρία σκέλη. Το πρώτο είναι το ταξίδι του πηγεμού, που διεξάγεται με τρένα, ατμόπλοια και άμαξες, μέσα από στέπες, δάση, βουνά, ποτάμια, λίμνες, βάλτους, χωριά, πόλεις και θάλασσες, με δρόμους γεμάτους λακκούβες και λάσπες, με καιρικές συνθήκες δυσμενέστατες και ανθρώπους που ζουν με πολύ διαφορετικό τρόπο από τον εκλεπτυσμένο συγγραφέα.

Αλλά μ’ αυτό το ταξίδι βλέπει ο ίδιος πώς φτάνουν οι εξόριστοι στη Σαχαλίνη και ταυτόχρονα γνωρίζει από πρώτο χέρι τη φύση της Σιβηρίας αλλά και τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων της, μια εμπειρία που καμία περιγραφή δεν μπορεί να αντικαταστήσει. Να σημειωθεί ότι οι καταδικασμένοι στην εξορία κάνουν την ίδια διαδρομή με τα πόδια, κάνοντας δύο με τρία χρόνια για να φτάσουν στο κάτεργο –όσοι βέβαια αντέξουν αυτή την ταλαιπωρία αλυσοδεμένοι και φρουρούμενοι!

«Όλο το ενδιαφέρον μας για τον εγκληματία είναι συγκεντρωμένο στη στιγμή που του απαγγέλλεται η κατηγορία και, όταν τον εξορίσουν στα κάτεργα, όλοι τον ξεχνούν. Και τι γίνεται στην εξορία; Μπορώ να το φανταστώ!» γράφει ο Τσέχοφ κι αυτό είναι που τον ενδιαφέρει. Να κάνει τον κόσμο να θυμηθεί ότι υπάρχουν άνθρωποι ξεχασμένοι, διαγραμμένοι από τις κοινωνίες.

Στον δρόμο συναντάει φονιάδες, αλλά και εξόριστους χαμάληδες, «που τους έχει στείλει εδώ με συλλογική απόφαση η κοινότητά τους επειδή ζούσαν ακόλαστα». Περιγράφει χαρακτηριστικά στοιχεία της ζωής στη Σιβηρία· την ανεξέλεγκτη φύση, τη δύσκολη ζωή, τις σκληρές ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές, τα πρωτόγονα ένστικτα, τα τραχιά ήθη, τα προτερήματά τους, τις κακουχίες των φτωχών, των εξόριστων και των λησμονημένων ανθρώπων, τη μοιρολατρία.

Δεν υπάρχει τέχνη σ’ αυτά τα μέρη. «Πότε να ζωγραφίσουν εδώ; Ο Σιβηριανός δίνει όλο τον χρόνο μια άγρια μάχη με τη φύση, κι έτσι δεν είναι ούτε ζωγράφος, ούτε μουσικός, ούτε τραγουδιστής». Πάντως δεν κλέβουν. Σαράντα βαθμοί κάτω από το μηδέν, πλημμυρίζουν τα λιβάδια για μήνες, παγωμένος άγριος αέρας, βροχές μέρα νύχτα χωρίς σταματημό. Εδώ, και «τα μοσχάρια έχουν διάρροια από το κρύο», σχολιάζει σαρκαστικά.

Το αμάξι του δεν είναι σκεπαστό. Το χτυπάει η βροχή, το χιόνι κι ο αέρας. Μόνη του προστασία, εκτός από τα χοντρά ζεστά ρούχα που φοράει, η σκόνη κωδεΐνης, που την έχει μαζί του για να του κόβει το βήχα.

«[Ο αμαξάς] έχει συνηθίσει την αδιαπέραστη λάσπη, τα νερά και την παγωμένη βροχή. Του στοιχίζει ακριβά η ζωή!» γράφει. Και παντού και σε όλα, η δικαιοσύνη είναι απούσα. «Ο άνθρωπος δεν είναι άλογο», λέει ο αμαξάς. «Καταρχήν, εδώ σ’ εμάς στη Σιβηρία δεν υπάρχει δικαιοσύνη… Ας πούμε εγώ είμαι πλούσιος άντρας, δυνατός, γνωρίζω τον πρόεδρο και αύριο μεθαύριο μπορώ αυτόν εδώ τον νοικοκύρη να τον πληγώσω. Μπορώ να τον στείλω να σαπίσει στη φυλακή και τα παιδιά του να γυρίζουν στους δρόμους. Και δεν υπάρχει κανένας νόμος για να τον προστατέψει… Δηλαδή, μόνο τα πιστοποιητικά γράφουν ότι είμαστε άνθρωποι».

Και ο δρόμος ατελείωτος, όσα χιλιόμετρα κι αν διανύσεις. Σπάζουν οι άξονες, αναποδογυρίζει η άμαξα, κολλάνε οι ρόδες, μαλώνουν οι αμαξάδες, φουσκώνουν τα ποτάμια… «Η σιβηρική εθνική οδός είναι η πιο μεγάλη και, καθώς φαίνεται, η χειρότερη στον κόσμο», γράφει. Τα κωνοφόρα δάση, η τάιγκα είναι τόσο μεγάλη, που «μόνο τα μεταναστευτικά πουλιά ξέρουν πού τελειώνει». Και εκφράζει τον θαυμασμό του για τους ταχυδρόμους, που είναι παντός καιρού, μάρτυρες. Αλλά και ώρες-ώρες μένει εκστατικός μπροστά στο μεγαλείο της φύσης: «Δεν θα ήταν άδικο να πω στους ζηλιάρηδες θαυμαστές του Βόλγα ότι ποτέ στη ζωή μου δεν είδα πιο μεγαλοπρεπές ποτάμι. Αν ο Βόλγας είναι κομψός, λιτός, με θλιμμένη ομορφιά, ο Γενισέι είναι ένας μεγαλοπρεπής, ξέφρενος παλικαράς, που δεν ξέρει τι να κάνει με τις δυνάμεις του και τα νιάτα του».

 

Οι εξόριστοι και οι ντόπιοι

Ο Τσέχοφ από την αρχή, πριν ακόμα φτάσει στο κάτεργο, απ’ αυτά που βλέπει στον δρόμο, βγάζει τα πρώτα του συμπεράσματα, αφού εξόριστους συναντάει σχεδόν παντού. «Η άποψη… ότι η θανατική ποινή τώρα πια επιβάλλεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δεν είναι αλήθεια… Στο νομικό μας σύστημα… όλες σχεδόν οι ανώτατες ποινές είναι ισόβιες. Τα καταναγκαστικά έργα είναι απαραιτήτως συνδεδεμένα με τον εκτοπισμό, που είναι τρομαχτικός, ειδικά εξαιτίας της ισοβιότητάς του. Αν ο καταδικασμένος στα τάγματα εργασίας, όταν ολοκληρώσει την ποινή του, δεν γίνει αποδεκτός από την κοινωνία μέσα στην οποία ζούσε, εξορίζεται στη Σιβηρία. Και η στέρηση των δικαιωμάτων, σχεδόν σ’ όλες τις περιπτώσεις, έχει χαρακτήρα ισόβιο». Πεθαίνει δηλαδή στην εξορία. Ανάμεσά τους και μορφωμένοι άνθρωποι.

«Τον πρώτο καιρό της άφιξής τους στην εξορία, οι μορφωμένοι μοιάζουν σαστισμένοι και κατάπληκτοι. Είναι άτολμοι και φοβισμένοι. Στην πλειοψηφία τους είναι φτωχοί, αδύναμοι, σαν δαρμένοι, και δεν έχουν μαζί τους τίποτε άλλο εκτός από τον γραφικό τους χαρακτήρα, που συνήθως δεν χρησιμεύει σε τίποτε. Μερικοί αρχίζουν να πουλάνε τμηματικά τα πουκάμισά τους από ολλανδικό ύφασμα, τα σεντόνια, τα μαντίλια και, όταν αυτά τελειώσουν, μετά από δυο τρία χρόνια, πεθαίνουν μέσα σε φοβερή φτώχεια». Από την άλλη, οι ντόπιοι μορφωμένοι, οι ελεύθεροι, «σκεπτόμενοι και μη, από το πρωί μέχρι το βράδυ πίνουν βότκα».

«Βαρετός λαός, Θεός φυλάξοι, πολύ βαρετός!», του ομολογεί ένας ντόπιος. Άντρες και γυναίκες. Κι ο ίδιος διαπιστώνει: «Η γυναίκα εδώ είναι βαρετή σαν τη σιβηρική φύση». Και η κρίση του γίνεται ακόμα χειρότερη φτάνοντας στην άκρη της Σιβηρίας, εκεί που ο πελώριος ποταμός Αμούρ πλησιάζει τις εκβολές του: «Οι ντόπιοι ζουν σε μια συνεχή κατάσταση αποβλάκωσης και μέθης, μισοπεθαμένοι από την πείνα, που καθώς λένε “την έστειλε ο θεός”… Δεν συζητώ για την ασυνήθιστη φύση που δεν μοιάζει με τη ρώσικη, αλλά για τη ρώσικη νοοτροπία που είναι άγνωστη στους Ρώσους του Αμούρ, οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν τον Πούσκιν και τον Γκόγκολ, είτε επειδή δεν τους χρειάζονται είτε επειδή η ιστορία μας τους είναι βαρετή. Ακόμα κι εμείς που έχουμε έρθει από τη Ρωσία φαινόμαστε σαν ξένοι… Και η ηθική εδώ είναι κάπως ιδιαίτερη, δεν μοιάζει με τη δική μας. Η ιπποτική συμπεριφορά στη γυναίκα φτάνει σχεδόν στη λατρεία, ενώ παράλληλα δεν θεωρείται κατακριτέο να παραχωρείς έναντι αμοιβής τη γυναίκα σου σε φίλο».

 

(Από τον πρόλογο στο βιβλίο του Αντόν Τσέχοφ Νήσος Σαχαλίνη, εκδ. Λέμβος. Στο τρίτο μέρος, ο Τσέχοφ περιγράφει την κατάσταση στο κάτεργο)

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!