Όσο η πολιτική ελίτ της Αθήνας βαυκαλίζεται για το κλίμα εμπέδωσης της «ελληνοτουρκικής φιλίας» και την ηρεμία στον αέρα και στη θάλασσα του Αιγαίου, η Άγκυρα επιταχύνει τον επεκτατικό βηματισμό της σε ολόκληρο το φάσμα των διεκδικήσεών της, θέτοντας συγκεκριμένες προτεραιότητες και καταγράφοντας επιτυχίες.
Παρά την «πύρινη ομιλία» του Έλληνα πρωθυπουργού στο Κογκρέσο τον Μάιο του 2022 σχετικά με τους λόγους που οι ΗΠΑ δεν πρέπει να προμηθεύσουν με νέα F-16 την Τουρκία, έχουμε σήμερα την ολοκλήρωση της συναλλαγής μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας και μάλιστα ως προϊόν επιτυχημένου εκβιασμού της Άγκυρας σχετικά με την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Η ελληνική εξωτερική πολιτική απέτυχε, για την ακρίβεια δεν προσπάθησε ποτέ να εκμεταλλευτεί την οξύτατη αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας για όλα τα σημαντικά θέματα της περιοχής (Συρία, Ουκρανία, S-400, Λιβύη) υπέρ των συμφερόντων της χώρας. Αντίθετα κατάφερε να συνδέσει το εγχώριο, αμφιλεγόμενο χωρίς αμφιβολία, εξοπλιστικό πρόγραμμα με το αντίστοιχο της Τουρκίας. Η πρόσφατη σιωπή των Αθηνών, μάλλον συναίνεση θα λέγαμε, για την ικανοποίηση των τουρκικών διεκδικήσεων δεν προκαλεί έκπληξη. Παράλληλα οι δήθεν δεσμεύσεις των ΗΠΑ περί του όρου μη χρήσης των νέων μαχητικών σε Αιγαίο, Κύπρο κ.ο.κ. αποδεικνύονται κουραφέξαλα. Μόλις πριν λίγες μέρες ο βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζόσουα Χακ, σε ερώτηση σχετικά με τη λεγόμενη επιστολή εγγυήσεων για τους όρους χρήσης των F-16 από την Τουρκία που έστειλε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στο Κογκρέσο απάντησε ως εξής: «Δεν πρόκειται να σχολιάσω ή να κάνω εικασίες σχετικά με τις εσωτερικές επικοινωνίες της κυβέρνησης των ΗΠΑ, τις επικοινωνίες που ένα μέρος της κυβέρνησης μπορεί να έχει ή να μην έχει με άλλο μέρος της κυβέρνησης…».
Την ίδια στιγμή η Τουρκία, όχι μόνο επανάφερε μέσω Λιβύης στην επικαιρότητα το τουρκολιβυκό σύμφωνο χάραξης θαλάσσιων συνόρων και ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών, αλλά υπέγραψε και μνημόνιο συνεργασίας για άμεση έναρξη ερευνών φυσικού αερίου στην περιοχή. Εδώ έχουμε μια ανοικτή αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στα νότια της Κρήτης χωρίς, όχι απλά ουσιαστικής αντίδρασης από την ελληνική πλευρά, αλλά ούτε καν διαμαρτυρίας.
Το σημαντικότερο, στην Κύπρο έχουμε κρεσέντο επιθετικότητας με επιτάχυνση της επιβολής της οριστικής διχοτόμησης του νησιού με τη δημιουργία δύο κρατών και της έμπρακτης αμφισβήτησης της ύπαρξης και της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Νέες προκλήσεις από Φιντάν
Κυβέρνηση και συστημική αντιπολίτευση στην Αθήνα δείχνουν απόλυτα καθησυχασμένες παρά τις εξελίξεις. Έχοντας πλήρως εγκαταλείψει την Λευκωσία και αποσυνδέσει το Κυπριακό από τις ελληνοτουρκικές διαφορές, επενδύουν στην ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων και την ισχυρή διείσδυση της Τουρκίας στην οικονομία της χώρας ως πολύτιμο εργαλείο υπέρβασης των τουρκικών διεκδικήσεων σε Αιγαίο και Θράκη. Προβάλλουν, για εσωτερική κατανάλωση, το μύθο του «ισχυρού εταίρου» και «πολύτιμου συμμάχου», καταπίνοντας τη μία μετά την άλλη τις παραχωρήσεις και τις διαψεύσεις των προσδοκιών τους.
Και η στάση αυτή δεν αμφισβητείται στο ελάχιστο ακόμα και όταν κορυφαίοι αξιωματούχοι της γειτονικής χώρας επαναφέρουν προκλητικά το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων εν μέσω του «μήνα του μέλιτος» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Πιο πρόσφατο, αλλά όχι τελευταίο, παράδειγμα οι δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Χ. Φιντάν στο τηλεοπτικό κανάλι A Haber. Ο Τούρκος υπουργός αναφερόμενος στις σχέσεις Τουρκίας-Ελλάδας υπογράμμισε ότι υπάρχουν «χρόνια θέματα μεταξύ μας, ιδιαίτερα το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου, θέματα που σχετίζονται με τον οπλισμό, τον ορισμό του εναέριου χώρου κ.ο.κ.». Επαναφέροντας έτσι το σύνολο των διεκδικήσεων στο Αιγαίο αποκάλυψε ταυτόχρονα ότι « έχουμε μια αναζήτηση για το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με μια νέα προοπτική. Μιλάμε για αυτό πολύ με τον ομόλογό μου», δήλωσε διαψεύδοντας τις διαβεβαιώσεις των ομολόγων τους στην Αθήνα ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας είναι εκτός της ατζέντας των συζητήσεων.
Σε αυτό το πνεύμα και η ανώνυμη απάντηση πηγών του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών ήταν προσεκτική: «Αποδίδουμε έμφαση σε ζητήματα αμοιβαία επωφελή αλλά δεν αναιρούμε τις βασικές μας θέσεις. Αυτό ακριβώς αποτυπώνεται και στην Διακήρυξη των Αθηνών».
Έμφαση λοιπόν στα «αμοιβαία επωφελή» και κατευνασμός στα επίμαχα είναι η στάση της χώρας. Συνταγή προσαρμογής στους ΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς που, δίχως άλλο, προετοιμάζει επώδυνες παραχωρήσεις.