της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Το προφίλ της μέσης σύγχρονης κοπέλας, στην ταινία Ο Κύκλος, του Τζέιμς Πόνσολντ, μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ντέιβ Έγκερς, αποτυπώνεται στο πρόσωπο της χαμηλόμισθης Μέι (Έμα Γουότσον), που χαλαρώνει κάνοντας καγιάκ, ενώ αναζητά καλύτερη εργασία, για τη θεραπεία του πατέρα της, που πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας. Καταφέρνει να προσληφθεί στην εταιρία Κύκλος, που απαρτίζεται από νεαρούς υπαλλήλους, με εξαίρεση τα «σοφά» στελέχη της. Στην εβδομαδιαία συνάντηση εργαζομένων, η Μέι εντυπωσιάζεται από τον συμπαθητικό μεσήλικα διευθυντή Ίμον Μπέιλι (Τομ Χανκς), που πλασάρει το νέο προϊόν Οπτική Αλλαγή (SeeChange). Πρόκειται για κάμερες σε μέγεθος καρυδιού, για να παρακολουθεί κανείς και να καταγράφει τα πάντα. Τα πράγματα περιπλέκονται, όταν η Μέι μαθαίνει ότι ο Κύκλος θα αποθηκεύει μυστικά όλες τις πληροφορίες που συλλέγονται καθημερινά, ενώ ο παιδικός φίλος της, μετά από μια κακόβουλη κριτική, γίνεται στόχος ενός ανεξέλεγκτου δικτύου ανθρώπων, μιας σύγχρονης διαδικτυακής αρένας που διψάει για αίμα.
Στα όρια κατασκοπευτικού θρίλερ, Ο Κύκλος άπτεται των προβλημάτων της καταγραφής της… ζωής των άλλων. Ποια STASI και KGB, όταν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετατρέπουν σε ρουφιάνο κάθε απλό πολίτη, με βασικό σύνθημα «η γνώση πρέπει να μοιράζεται», προκαλώντας σύγχυση με τη διαδεδομένη μαρξιστική πεποίθηση ενάντια στα κλειστά ιερατεία γνώσης. Αντίστοιχα, με τη ρήση «η αλήθεια να διαδοθεί παντού» καθαγιάζεται η συναίνεση σε μαζικό φακέλωμα, για την εξάλειψη κάθε «αυθύπαρκτου» κακού (βία, φτώχεια, απολυταρχικά καθεστώτα…), λανσάροντας ως θέσφατο, το σύνθημα πως η «ιδιωτικότητα» στην εποχή του φέισμπουκ, είναι πλέον ξεπερασμένη, με την ψευδεπίγραφη διαβεβαίωση ότι η πανοπτική επισκόπηση προσφέρει έγκαιρη παρέμβαση. Μοναδικό ψεγάδι το ποιος χειρίζεται αυτή την τεχνολογία, ενώ δεν σχολιάζεται πουθενά η αποβλάκωση των δίχως άλλα ενδιαφέροντα απαθών θεατών, που διαρκώς αυξάνονται.
Σε πλάνο από απόσταση, αποκαλύπτεται ότι οι εγκαταστάσεις της εταιρίας περικλείονται από κυκλικά ψηλά τείχη, όπως στις μεσαιωνικές πόλεις-φρούρια, με καταπράσινα παρτέρια και σκιερά δέντρα ανάμεσα στα μοντέρνα γυάλινα κτίρια, φέρνοντας στο νου ειδυλλιακές εργασιακές εγκαταστάσεις σύγχρονων εταιριών, που περιλαμβάνουν παιδότοπους και χώρους αναψυχής για γιόγκα, όπως και το πακέτο κατανάλωσης «όλα σε ένα» των εμπορικών κέντρων, σε μια πολυσύνθετη κλειστή εργασιακή κοινότητα, που προσφέρει τα πάντα: εργασία, διασκέδαση, κοινωνική δικτύωση… Οι νεαροί υπάλληλοι προέρχονται απ’ όλες τις φυλές, με κάζουαλ ντύσιμο, κατά το επιβεβλημένο προφίλ του σύγχρονου «εναλλακτικού» εργαζόμενου και κυκλοφορούν αποκλειστικά σ’ αυτό το «φοιτητικό» κάμπους, που τους προσδίνει στάτους φοιτητή, στερώντας τους εργασιακά δικαιώματα και αυτονομία, για δημιουργία οικογένειας. Καθόλου τυχαία, ο δημαγωγός Ίμον εμφανίζεται γενειοφόρος και πίνει από φλιτζάνι με λογότυπο της εταιρίας, υιοθετώντας ένα δήθεν «εναλλακτικό» προφίλ, με τζην δίχως γραβάτα, σε αντιστοιχία με την εικόνα του Στηβ Τζομπς, της Apple. Η ενέργεια της σκέψης των υπαλλήλων αναλώνεται αποκλειστικά μέσα στην εταιρία, η οποία διατηρεί το δικαίωμα να έχει μοναδικό προνόμιο στη σωματική τους υπόσταση, επιβάλλοντας βιοχημικές αναλύσεις, θυμίζοντας το Γκάτακα (1997/ Άντριου Νίκολς). Χαρακτηριστικό είναι πως όλοι παρουσιάζονται χαμογελαστοί, όπως στις διαφημίσεις, γεμάτοι αισιοδοξία, λες και «έχουν φτιαχτεί». Η ομήγυρη των υπαλλήλων αντιμετωπίζεται ως τηλεοπτικό κοινό που γελάει σύσσωμο με τα αστεία του διευθυντή, υπό το σλόγκαν «μοιράζομαι=νοιάζομαι» (sharing=caring).
Αντίστοιχη σκηνή με την περιπέτεια της Μέι, όταν κινδυνεύει σε μια κρυφή βόλτα με κανό, υπάρχει και στη Ζωντανή Μετάδοση: Truman Show (1998/Πήτερ Γουέιρ), με τον ήρωα, όμως, να αγνοεί πως παρακολουθείται ζωντανά, από τη γέννησή του.
Κομβικό σημείο αποτελεί η δημόσια ανάκριση-ομολογία της Μέι και η επίπληξή της για την απόκρυψη της βόλτας αυτής, με πρόσχημα τη στέρηση εικόνων της προσωπικής της ζωής από άλλους. Ταυτίζοντας τις έννοιες πληροφορία=γνώση και μυστικό=ψέμα διαστρεβλώνεται το επιχείρημα ότι «η γνώση δεν πρέπει να κρύβεται». Απαρνούμενη την περιφρούρηση των προσωπικών δεδομένων της, η Μέι περνάει εθελούσια(!) στη φάση της αποκαλούμενης «απόλυτης διαφάνειας», όπως απαιτεί η άμεση δημοκρατία, δεχόμενη να φορέσει κάμερα, οπότε μεταλλάσσεται σε σουπερστάρ, υποδυόμενη την τηλεπαρουσιάτρια του εαυτού της, προβάλλοντας ένα υπαρξιακό κενό, μέσα από τη διαρκή αυτοναφορικότητα μιας ολόκληρης γενιάς.
Επαναπροσδιορίζοντας την έννοια του υπεύθυνου πολίτη μιας δημοκρατίας, η ίδια η πρωταγωνίστρια υπερασπίζεται με ζήλο τον περιορισμό του εκλογικού σώματος μόνο σε όσους συμμετέχουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στο πλαίσιο μιας «100% συμμετοχής».
Ταμπού παραμένει και η σεξουαλικότητα, όταν στην ταινία αντιμετωπίζεται με απέχθεια η σεξουαλική συνεύρεση των γονιών της ηρωίδας, που ανήκουν στη γενιά που ακόμα ενδιαφέρεται για σεξουαλική διέγερση.
Αν το Brazil (1985/ Τέρι Γκίλιαμ), σχολίαζε την πλύση εγκεφάλου μέσα από τη γκλάμουρ τηλεοπτική σαβούρα, η ταινία Ο Κύκλος προσπαθεί να προβληματίσει για την επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Οργουελικά σενάρια Μεγάλου Αδερφού μπλέκουν με νεανικό περιτύλιγμα τη γκυντεμπορική Κοινωνία του θεάματος, καθώς και τη μεταμοντέρνα τέχνη, όπου η κάμερα του Άντυ Γουόρχωλ σταθερά κολλημένη κατέγραφε σε πραγματικό χρόνο έναν άνθρωπο να κοιμάται.
Επικεντρώνοντας στους νέους τρόπους κατηγοριοποίησης των πολιτών, η ταινία προïδεάζει το κοινό πώς ένα ψυχολογικά πολυσύνθετο σύστημα ταξινόμησης οδηγεί στη χειραγώγηση του τρόπου σκέψης, από τον τρόπο έκφρασης.
Διαστρεβλώνοντας συστηματικά έννοιες και λέξεις, η ταινία λανσάρει σλόγκαν με ψευτοδιλήμματα, όπως «Φέρεσαι καλύτερα ή χειρότερα όταν σε παρακολουθούνε;» ή «Το να γνωρίζεις είναι καλό, αλλά το να γνωρίζεις τα πάντα, είναι καλύτερο», αναδεικνύοντας έναν νέο, πανούργο τρόπο διαρκούς ελέγχου, σε μια αναπόφευκτη πορεία προς ανελεύθερες καταστάσεις, κάνοντας να ακούγεται πλέον πολύ μακρινό το τραγούδι-σύμβολο της δεκαετίας του ’70 The revolution won’t be televised, the revolution will be live, του Τζιλ-Σκοτ Χίρον.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]