του Βασίλη Κεχαγιά
Δεν αποτελεί υποχρέωση του κινηματογράφου η προφητεία. Η κατά πρόσωπον αντιμετώπιση της τρέχουσας πραγματικότητας ίσως να λαμβάνει θέση προτεραιότητας στα έργα του, την ίδια στιγμή που μέσα τους κυοφορούνται σπέρματα μελλοντολογίας. Ίσως τα δέκα χρόνια από το βίαιο τερματισμό του βίου του Θόδωρου Αγγελόπουλου να μας φέρνουν αναδρομικά αντιμέτωπους με τις φυσικές αυτές ιδιότητες της μεγάλης τέχνης. Και ο «Τεό» να κερδίζει αναδρομικά την εκτίμηση, ακόμη και αυτών που τον αμφισβήτησαν, όταν συνέδεαν ατυχώς ανθρώπινες αδυναμίες με το μεγαλείο της αισθητικής απάντησης στην καθημερινή μικρότητα.
Όταν, λοιπόν, το ξεκαλουπωμένο άγαλμα του Λένιν κατεβαίνει ηττημένο τον ποταμό, στο «Βλέμμα του Οδυσσέα», ακολουθώντας την αργή ροή του, δεν είναι μόνο του. Μοιάζει να κατηφορίζει στο υδάτινο ρεύμα, έχει μπροστά του την ανηφόρα ενός μέλλοντος. Κι όπως η Ιστορία πραγματοποιεί αργά, βασανιστικά στις ταινίες του Αγγελόπουλου, τις μεταβάσεις της, αγνοώντας τα όσα διαμείβονται στην κοίτη της, ο σκηνοθέτης ξαναγυρίζει σε μια σωτήρια ρήση, εν πολλοίς νιτσεϊκή: Η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος ή –αν προτιμάτε– «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Ήδη η αισθητική του Αγγελόπουλου γίνεται οδηγός ανάγνωσης ενός παρόντος, που εκβιαστικά απαιτεί από την Ιστορία να τρέξει γρηγορότερα από τις προδιαγραφές της. Δεν είναι η τύχη του λενινισμού που τον απασχολεί, αλλά αυτό που θα κτιστεί πάνω στα ερείπιά του, κάτι που συμβαίνει ακριβώς σε ενεστώτα χρόνο. Σημασία δεν έχει η πτώση, αλλά η πρόσκρουση, που θα ‘λέγε κι ο Ματιέ Κασοβίτς, στο «Μίσος» του. Με άλλα λόγια, σημασία δεν έχουν οι –αναμενόμενες, έτσι κι αλλιώς- αλλαγές, μα ο ρυθμός τους.
Ήρθε η εποχή που το χαρμάνι της ανάμειξης κάνει ορατή τη σύστασή του και ο Αγγελόπουλος το έχει αναλύσει δεκαετίες πριν: Αν η Ιστορία δε θέλει να σιγήσει, η φωνή της ακούγεται από αυτούς που αντιλαμβάνονται τις κινήσεις της. Το να αντιμάχεσαι στη ροή της είναι ουτοπικό, το να διαμορφώνεις την κοίτη της πράξη μέλλοντος. Και για το σκάψιμο της χρειάζονται χέρια πολλά
Η Ιστορία δε βιάζεται, ούτε εκβιάζεται. Κι όταν ο Φουκουγιάμα προέβλεπε το τέλος της, με την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, ίσως αντιλαμβανόταν τα όσα έμελε να εξελιχθούν στο βάθος πεδίου. Ο Αγγελόπουλος απλώς υπενθύμιζε, στο σύνολο του έργου του, την ανάγκη σεβασμού σε ό,τι έκτισε την Ιστορία, εξορισμένου πλέον στον κόσμο της «μεγάλης επανεκκίνησης». Η σύγχρονη ασυνέχεια των ιστορικών αλλαγών μας υποχρεώνει να ξαναγυρίσουμε στο έργο του Τεό, για να το ερμηνεύσουμε με τον τρόπο που ορθά το πράττει η Καλυψώ Θεοδωροπούλου, στη μελέτη της «Η σημειωτική των ερειπίων στον κινηματογράφου»: «Στο “Τοπίο στην ομίχλη” (1988) ο Αγγελόπουλος βάζει ένα ελικόπτερο να ανασύρει από το βυθό του Θερμαϊκού το γιγάντιο χέρι της Ιστορίας. Ο δείκτης που λείπει από το μαρμάρινο χέρι που ξεπροβάλλει μέσα από τη θάλασσα εμφανίζεται ως δείκτης στο διαλυμένο άγαλμα του Λένιν στο “Βλέμμα του Οδυσσέα” (1995). Στο “Τοπίο στην ομίχλη” ο σπασμένος δείκτης μας δείχνει ότι αφού οι αγώνες των προηγουμένων δεκαετιών για μια διαφορετική κοινωνία απέτυχαν, είμαστε πλέον μόνοι, χωρίς οράματα και κινούσες ιδέες, απέναντι σε έναν άδικο κόσμο, δεν υπάρχουν πλέον ενδείξεις καθοδήγησης. Με το δείκτη του Λένιν στο “Βλέμμα του Οδυσσέα” ο Αγγελόπουλος θέλει εμμέσως να μας δείξει ότι παρά τις διαψεύσεις και τις ματαιώσεις των αγώνων των προηγούμενων δεκαετιών, που οδήγησαν στα ερείπια, οφείλουμε να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε, να βρούμε ξανά τους ενδείκτες μας, να αποκτήσουμε ξανά οράματα για την κοινωνία που ονειρευόμαστε». Ναι, αυτό είναι προφητεία. Εμβολιασμός σκοπού σε περιβάλλον θανάτου…
Δεν μετακινούνται μόνον τα αγάλματα…
…αλλά και οι άνθρωποι. Από την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία, την «Αναπαράσταση», όπου ένας μετανάστης επιστρέφει, σαν άλλος Αγαμέμνων, από τη Γερμανία, στο διαρκώς μετακινούμενο «Θίασο», στον ανασκαφέα της ζωής «Μελισσοκόμο», στον επαναπατριζόμενο πολιτικό πρόσφυγα Κατράκη, στα ρευστά σύνορα του «Μετέωρου βήματος», ως το εμβληματικό “Βλέμμα του Οδυσσέα”, τα άτομα, άλλοτε ακουσίως, κάποτε εκουσίως, τα άτομα μετακομίζουν, αλλάζουν γη, ζυμώνονται με αυτήν και με τους ανθρώπους της. Είναι αυτή η ζύμωση, που ακόμη κι αν πραγματοποιείται δίχως την άδεια των πρωταγωνιστών, καταλήγει στο απόσταγμα της νέας ζωής. Η άρνηση της ζύμωσης ακουμπάει στα σύνορα της τύφλωσης (έτσι κάπως δεν προσδιορίζει ο Κανέτι το φασισμο;), η εκμετάλλευση των χυμών της πράξη ζωής. Προσαρμογή, όπως απαιτούν οι νόμοι της βιολογίας.
Ήρθε η εποχή που το χαρμάνι της ανάμειξης κάνει ορατή τη σύστασή του και ο Αγγελόπουλος το έχει αναλύσει δεκαετίες πριν: Αν η Ιστορία δε θέλει να σιγήσει, η φωνή της ακούγεται από αυτούς που αντιλαμβάνονται τις κινήσεις της. Το να αντιμάχεσαι στη ροή της είναι ουτοπικό, το να διαμορφώνεις την κοίτη της πράξη μέλλοντος. Και για το σκάψιμο της χρειάζονται χέρια πολλά. Η προηγούμενη αρχή του αγγελοπουλικού σύμπαντος, θα μπορούσε να αποτελεί λυσάρι ενεστώτος χρόνου, με τις απαντήσεις του να φτάνουν σε χρόνια πανδημίας, εμβολιασμών κι ακόμη παραπέρα.
Σε τούτο το «ακόμη παραπέρα» κρύβεται άλλη μια μελλοντολογική διάσταση του σκηνοθέτη, που δεν πετάει τίποτα από το παρελθόν, το κατεβάζει με σεβασμό στην κοίτη του παρόντος, το φέρνει στις μέρες μας. Εκεί συναντάει την ανάγκη νέας ζωής, όχι καινούργιων αγαλμάτων. Ό,τι αποτέλεσε δόγμα, διδάσκει την αχρησία του. Ακόμη κι αν αυτό το δόγμα ονομάζεται επιστήμη και κανένας Λένιν δεν του έγινε μάθημα, ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων (τι σοφή ρήση των σοφιστών!). Τα αγάλματα, κάθε μορφής και κάθε είδους δεν είναι η πραγματικότητα, είναι αναπαραστάσεις της, όπως από τον τίτλο και τα δρώμενα της πρώτης του ταινίας πραγματοποιεί τα αποκαλυπτήρια του ο Θόδωρος Αγγελόπουλος.