Σε ένα Πρόγραμμα αντιμετώπισης των εξαρτήσεων, το οποίο επιδιώκει να είναι συνεπές με τους σκοπούς του, στο επίκεντρο των διαδικασιών που ακολουθεί βρίσκονται το θεωρητικό υπόβαθρο, το πλαίσιο λειτουργίας και το θεραπευτικό πλαίσιο, τα οποία έχουν επιλεγεί και επεξεργασθεί, από τους ανθρώπους που το δημιούργησαν, το λειτούργησαν και το εξέλιξαν. Τα στοιχεία αυτά κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην ζωή ενός Προγράμματος όπου μαζί με άλλα συγκροτούν τον «θεσμό», καθορίζουν τις θεσμοθετημένες δομές που εμπεριέχει, αλλά και τους θεσμούς στους οποίους εμπεριέχεται.
Σύμφωνα με το λεξικό Μπαμπινιώτη, ο θεσμός είναι:
«Πρότυπο ή κανόνας ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς και δράσης, που έχει καθιερωθεί με τη συνεχή και ομοιόμορφη επανάληψη και εκ παραδόσεως ή από κοινή συμφωνία, επιδιώκει σημαντικούς κοινωνικούς σκοπούς.».
Προέρχεται από το ρήμα «τίθημι» που σημαίνει τοποθετώ. Από το τίθημι προέρχεται και η λέξη «θωμός» (δηλ. βωμός) που παραπέμπει στην θυσία της παντοδυναμίας εκ μέρους του ατόμου, έτσι ώστε να υπάρξει χώρος για αναγνώριση και αποδοχή του «άλλου», του «έτερου», δηλαδή του «διαφορετικού», του «αγνώστου», του «ξένου».
Απ’ το τίθημι εξ άλλου, προέρχεται και η λέξη «θήκη», που αναφέρεται στην περιέχουσα λειτουργία του αντικειμένου που δεν ξεγλιστρά, που στηρίζει και καθορίζει το αντικείμενο. Επίσης στα αρχαία Ελληνικά, η λέξη «νόμος» λειτουργεί ως ισοδύναμο της λέξης «θεσμός».
Ο «θεσμός», πρώτα και κύρια, δεν αποτελεί ένα κατευθυνόμενο λειτουργικό σύστημα αλλά μια ζώσα πραγματικότητα. Πέρα από όποια νομική ή διοικητική διατύπωση, έχει μια συγκεκριμένη μορφή, η οποία προκύπτει από την θεωρητική και συναισθηματική επένδυση εκείνων που τάχθηκαν να την υπηρετούν. Παράλληλα όμως, προκύπτει και από εκείνους στους οποίους απευθύνεται. Και καταλήγει να είναι μια συνεχώς μεταβαλλόμενη οντότητα, από την μεταξύ τους αλληλεπίδραση.
Έτσι ο «θεσμός» εξελίσσεται και αναπαράγεται μέσω των εκπεφρασμένων συμπεριφορών θεραπευτών και θεραπευομένων, εντός αλλά και εκτός πλαισίου. Με αυτό τον τρόπο εκδηλώνεται μια βαθύτερη εξ αντικειμένου αλλά και υποκειμενική ψυχική συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων, ατομικά και ομαδικά, στο θεσμικό γίγνεσθαι.
Κάθε «θεσμός» έχει την προέλευσή του, τους στόχους και τις αρχές του, με άλλα λόγια την ιστορία και την κουλτούρα του. Αυτή η ιστορία μεταβιβάζεται μέσω των μελών του, γραπτά και λεκτικά αλλά κυρίως με τις πρακτικές που ακολουθούνται μέσα στο χρόνο. Έτσι ο «θεσμός» εγγράφεται σε μια συνέχεια και ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα, καταλήγει δε να προϋπάρχει αυτών και να τα ορίζει. Διασφαλίζει την ύπαρξη μιας ομάδας, προστατεύει τα κεκτημένα, οριοθετεί τις επιθυμίες και νοηματοδοτεί τις απαγορεύσεις και τις σχέσεις.
Βασικές προϋποθέσεις ενός «θεσμού» για να μπορεί να εκπληρώνει τη λειτουργία του, είναι:
α) Να έχει σαφή και ασφαλή όρια έτσι ώστε να στηρίζει και να υποστηρίζει. Ένας «θεσμός» ψυχικής υγείας, όπως και κάθε άλλος, λειτουργεί ως προστατευτικό περίβλημα για τα μέλη του. Διασφαλίζει τις σχέσεις εντός πλαισίου και καλλιεργεί τις ανταλλαγές εκτός αυτού.
β) Να μπορεί να περιέχει όλες τις εντάσεις, εσωτερικές και εξωτερικές και να υπάρχει θεσμοθετημένα η δυνατότητα επεξεργασίας και κατανόησης των συγκρούσεων, έτσι ώστε να λειτουργούν διαλεκτικά, γόνιμα, ενωτικά και όχι διασπαστικά.
Αυτές οι δυο έννοιες, των ορίων και του περιέχοντος, αποτελούν δυο απαραίτητες οντότητες για την υγιή εξέλιξη του «θεσμού», όπως και κάθε ζωντανού οργανισμού.
Ειδικότερα τώρα στους χώρους ψυχικής υγείας και νοσηλείας, είναι εξέχουσα η θέση του «πλαισίου», που περιλαμβάνει τον κανονισμό, τη σύνθεση της ομάδας θεραπευτών, τα ωράρια λειτουργίας, τις συνεδρίες κ.λ.π. Πάνω σ’ αυτή την καθημερινή πρακτική αντανακλάται όλη η θεωρητική και επιστημονική αφετηρία του «πλαισίου». Βασική προϋπόθεση βεβαίως για τη λειτουργία τους είναι η συλλογικότητα, η διεπιστημονικότητα και η πιο βαθειά συνειδητοποίηση του επιτελούμενου ρόλου από τον κάθε ένα.
Έτσι, καθίσταται δυνατή η ύπαρξη ομάδας με κοινές θεωρητικές αρχές, κοινούς στόχους και επιτεύγματα, που επιτρέπει τον γόνιμο διάλογο, μέσα από την συνάντηση με το «ξένο», το «άλλο», το «διαφορετικό», αποφεύγεται ο ατομικισμός αλλά και η ομοιότητα.
Σε «θεσμούς» ψυχικής υγείας όπως το 18 ΑΝΩ, όπου ο πληθυσμός των θεραπευομένων είναι άνθρωποι τραυματισμένοι από την ασάφεια των ρόλων και το αδιαφοροποίητο ή το αυθαίρετο των ορίων, αντιλαμβανόμαστε πόσο απαραίτητη είναι η ύπαρξη διαφορετικών ειδικοτήτων, με διακριτούς και ξεκάθαρους ρόλους που επιτρέπουν την εξατομίκευση συνεπώς και τη διαφοροποίηση μεταξύ των μελών.
Ο «θεσμός» στο χώρο που προαναφέρθηκε είναι ένα πλαίσιο, που δημιουργήθηκε συλλογικά και διεκδίκησε την ύπαρξή του βασιζόμενος στη λειτουργία της «ανταλλαγής». Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε κάποιους από τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Το αντικείμενο των εξαρτήσεων είναι δύσκολο, επίπονο και «ματαιωτικό». Από την άλλη πλευρά η εξάρτηση και ο εξαρτημένος αλλάζουν όπως και η κοινωνία. Σε αυτή την περίπτωση λόγω της εξέλιξης ο αρχικός σχεδιασμός της ομάδας βάσει συνθηκών μεταβάλλεται. Αν αυτό δεν γίνει αντιληπτό ο κίνδυνος διολίσθησης σε τυποποιημένες τεχνικές, μηχανιστικές μεταφορές προτύπων, διεκπεραιωτικές πρακτικές και εμπειρισμούς είναι μεγάλος.
Σε αυτές τις συνθήκες επιβάλλεται η ομάδα να μεταβάλλει το θεσμό, διαφορετικά όχι μόνο δεν θα μπορέσει να επιτελέσει τη λειτουργία και το έργο του αλλά θα γίνει αλλοτριωτικός τόσο για την ομάδα όσο και εκείνους που δέχονται τις υπηρεσίες του. Μη λησμονούμε μάλιστα ότι η εξάρτηση είναι η έκφραση μιας ακραίας μορφής αλλοτρίωσης η οποία συνυφαίνεται με την ευρύτερη κοινωνική.
Ο «θεσμός» δεν είναι αυτοσκοπός, η θεραπεία ή όποια άλλη υπηρεσία παρέχεται δεν μπορεί να προχωρήσει σε ένα άκαμπτο σύστημα που απλά επιδιώκει να συντηρηθεί. Οι χώροι στους οποίους αναφερόμαστε δεν μπορεί να «μυρίζουν» φορμόλη. Αντίθετα, σ’ αυτούς έχουν θέση το νέο, η φαντασία, η επινόηση, οπωσδήποτε η «ανταλλαγή» και βέβαια η καθημερινή ρήξη. Η καθημερινή πάλη σε κάθε τι που μπορεί να εκτρέψει τον «θεσμό» από τον ανθρωπιστικό του προσανατολισμό. Εξάλλου μια λαϊκή ρήση λέει πως «πέτρα που κυλά δε χορταριάζει».
Για τη ζωή και λειτουργία του «θεσμού» απαιτείται η διαρκής μελέτη και ανάλυση για αυτό που συμβαίνει μέσα του, πολύ περισσότερο όταν η πραγματικότητα μας λέει ότι υπαγόμαστε σε ένα ψυχιατρείο ή σε ένα σύστημα που κατ’ αρχήν «ενδιαφέρεται» για τις στατιστικές, την Οικονομία και τον κοινωνικό έλεγχο.
Το όραμα ή η επιθυμία θεραπευτών και θεραπευόμενων χωρίς τις όποιες θεσμικές αλλαγές θα καταλήξουν «Γράμματα χωρίς διεύθυνση παραλήπτη».
Είναι φανερό ότι ο «θεσμός» στον οποίο αναφερόμαστε λειτουργεί και θέτει σε αμφισβήτηση τα ιδρύματα, τα ιδρυματοποιημένα σχήματα και τους θεσμούς που λειτουργούν μονοσήμαντα βάσει της Νομικής και της Διοίκησης, τα οποία ανεξαρτήτως προθέσεων των λειτουργών τους, εν τέλει, προάγουν τις προκαταλήψεις και τις διακρίσεις εις βάρος ευάλωτων μελών της κοινωνίας.
Ο «θεσμός» και αυτό που προσφέρει δεν βρίσκονται εκτός της κοινωνίας, δεν λειτουργούν απομονωμένα στα όρια ενός κτηρίου. Ζουν και λειτουργούν μέσα στην κοινωνία επηρεάζονται απ’ αυτή και την επηρεάζουν.
Η κοινωνία μας και οι πλειονότητα των θεσμών της λειτουργούν με ένα ιεραρχημένο πρότυπο ανώτερου και κατώτερου, κυρίαρχου και κυριαρχούμενου. Γεγονός που τυποποιεί τους ρόλους, από τους τρόπους συμπεριφοράς έως την εξωτερική εμφάνιση, ενώ ταυτοχρόνως ενισχύει τα επαγγελματικά στερεότυπα κάθε ειδικότητας. Στους χώρους αντιμετώπισης της εξάρτησης ο στόχος είναι να δημιουργηθούν συλλογικότητες όπου ο απευθυνόμενος σ’ αυτούς θα έχει θέση και θα συμμετέχει ισότιμα, έτσι που ο θεσμός να καταστεί σημείο αναφοράς γι’ αυτόν.
Και σε αυτές τις περιπτώσεις όμως υπάρχουν κίνδυνοι μιας υπόγειας σχέσης κυρίαρχου – κυριαρχούμενου όταν αφήνεται να προβληθεί το φαντασιακό και όχι το συμβολικό σε αυτή τη σχέση. Ο ειδικός – θεραπευτής δεν είναι παντοδύναμος, παντογνώστης, πανάγαθος, πανταχού παρών, φύλακας άγγελος και συνεπώς σωτήρας. Από την άλλη πλευρά δεν είναι δυνατόν να είναι «απολύτως ουδέτερος» εφόσον ο ίδιος αποτελεί μέρος του «θεσμού», ο οποίος έχει συγκεκριμένους στόχους και δράσεις.
Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, η κοινωνία μας και οι πλειονότητα των θεσμών της λειτουργούν με ένα ιεραρχημένο πατερναλιστικό μοντέλο. Στην Ελληνική πραγματικότητα, όπου και να στρέψει κανείς το βλέμμα του, η παρουσία του είναι εμφανής έως εκκωφαντική. Η οικογένεια, το σχολείο, ο στρατός, η εκκλησία, η δημόσια διοίκηση, οι εργασιακές σχέσεις είναι δομημένα πάνω σε ένα πυραμοειδές μοντέλο. Το ερώτημα είναι: επιδιώκουμε το ίδιο και σε ένα Πρόγραμμα θεραπείας απεξάρτησης ή σε ένα Πρόγραμμα πρόληψης των εξαρτήσεων;
Το μοντέλο αυτό σε πρώτη ανάγνωση παρέχει σιγουριά, σταθερότητα και ασφάλεια σε όσους εμπεριέχονται σ’ αυτό. Ταυτοχρόνως, ακόμη κι αν υπάρχουν οι καλύτερες των προθέσεων, εγκλωβίζει την έμπνευση, τυποποιεί και παγιδεύει τους εμπλεκόμενους σε μια άλλου τύπου εξάρτηση. Στην εξάρτηση από τον «θεσμό». Κάτι τέτοιο όμως πόσο συμβατό είναι με τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, που ευαγγελίζεται ο «θεσμός», ακόμη κι αν θεωρεί ότι η εξάρτηση είναι ασθένεια χρόνια ή ανίατη;
Ο στόχος ενός τέτοιου είδους «θεσμού» (σχετικού με τις εξαρτήσεις) δεν μπορεί παρά να είναι η απελευθέρωση και η αυτονόμηση του ανθρώπου. Σε αντίθεση με τις δομές πυραμίδας, οι πολυκεντρικές δομές ή αν θέλετε οι «κύκλοι», δίνουν περισσότερο χώρο στο «διαφορετικό» και περισσότερες ευκαιρίες «συνάντησης» και «ανταλλαγής», όπως επίσης αυτορύθμισης των συγκρούσεων. Εξυπακούεται ότι αυτό δεν αφορά μόνο στο εσωτερικό του «θεσμού» αλλά και στις σχέσεις συνέργιας του με άλλους θεσμούς.
«Η εισαγωγή της διαφοράς είναι τραυματική» αλλά είναι και απαραίτητο όσο και αναπόφευκτο στοιχείο της ύπαρξης, της αποδοχής της μοναδικότητας, συνεπώς και της ατομικότητας.
Ο τρόπος με τον οποίο η κάθε ομάδα αντιμετωπίζει, σε συμβολικό και πραγματικό επίπεδο, το ζήτημα της ομοιότητας και της διαφοράς, της ταυτότητας και της ετερότητας, καθορίζει αποφασιστικά τη θεσμοθέτηση των ορίων, δηλαδή του πλαισίου εντός του οποίου θα λάβουν χώρα όλες οι σημαντικές συνδιαλλαγές των ατόμων.
Είναι σαφές λοιπόν, πως η αποδοχή της ετερότητας και της ατομικότητας είναι η πύλη εισόδου στον χώρο της ομάδας και των σχέσεων. Γιατί αυτό σημαίνει πως το άτομο έχει εγκαταλείψει την παντοδυναμία της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, της τοξικής ουσίας ή της εξουσίας και έχει αναλάβει την ευθύνη των επιθυμιών του. Είναι τότε που ανοίγει ο δρόμος για την πραγματική γνωριμία και επαφή μεταξύ των ατόμων που συναποτελούν την ομάδα. Είναι τότε που ανοίγει ο δρόμος για την συλλογικότητα.
Είναι τότε που ο «θεσμός» δεν παραμένει απλά στη ζωή, αλλά συμμετέχει ενεργά στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Είναι τότε που ο «θεσμός» μπορεί να συνευρεθεί με άλλους παρεμφερείς θεσμούς σε ένα κοινό μέτωπο για την αντιμετώπιση των εξαρτήσεων.
* Ο Δημήτρης Υφαντής είναι κοινωνιολόγος, Επιστημονικά Υπεύθυνος Τμήματος Έρευνας/Εκπαίδευσης Μονάδας Απεξάρτησης 18 Άνω (ΨΝΑ-Δαφνί)