Η συνταγή της απεύθυνσης στην εθνικιστική αφέλεια.

Η παράδοση Οτσαλάν το 1999, που παρείχε ένα ανέλπιστο δώρο στο τουρκικό κράτος, είχε αποδοθεί από την τότε κυβέρνηση Σημίτη στην αδυναμία της να πράξει κάτι διαφορετικό. Ωστόσο, ακολούθησε η διακοπή διευκολύνσεων προς το ΡΚΚ, ενώ γενικότερα ήταν προφανής η αμερικανική ενορχήστρωση και απαίτηση της απαγωγής, μπροστά στην οποία απαίτηση η «αδύναμη» ελληνική πλευρά δεν απασχολήθηκε μάλλον ιδιαίτερα από το γεγονός ότι η παράδοση ευνοούσε την Τουρκία. Σήμερα, μια νέα κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ απευθυνόμενη σε αφελή εθνικιστικά αισθήματα επιχειρεί να δικαιολογήσει αντίθετα τη νέα συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των ΗΠΑ στο κέρδισμα πόντων απέναντι την Τουρκία.

Πρόκειται για ένα υποβαλλόμενο επιχείρημα το οποίο δεν έχει καμιά σχέση με τη διαμορφούμενη πραγματικότητα. Αποτελεί σχεδόν ομολογημένη πολιτική η συμμόρφωση και εφ’ όλης της ύλης υποχώρηση της Ελλάδας σε μια σειρά σημεία απέναντι στην Τουρκία, κυρίως σε ό,τι αφορά το Αιγαίο. Ποια ενίσχυση της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία μπορεί να αφορά η προσέγγιση με το Ισραήλ, όταν η υποχώρηση σε μια σειρά εθνικά θέματα αποτελεί ειλημμένη απόφαση και σε ένα –μικρό ακόμη- βαθμό τετελεσμένο γεγονός;
Για παράδειγμα, ο Δρούτσας μαζί με τις δηλώσεις υποστήριξης της ελληνο-ισραηλινής προσέγγισης, με το σκεπτικό ότι η «Ελλάδα με τη γεωγραφική της θέση και την ιστορία της, μπορεί να παίξει ρόλο στη Μέση Ανατολή», δήλωνε ταυτόχρονα πως οι κινήσεις του Πίρι Ρέις στο Αιγαίο «δεν επηρεάζουν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα». Η Ελλάδα, δηλαδή, μπορεί να παίξει ρόλο στη Μέση Ανατολή, αλλά «αδυνατεί» και σφυρίζει αδιάφορα στο ίδιο το Αιγαίο…
Πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι η εικόνα πως ο ελληνικός αστισμός στο πλαίσιο της όλης γεωπολιτικής υποχώρησης και υποβάθμισης της Ελλάδας επιλέγει τη νέα συμμόρφωση με τις επιταγές των ισχυρών σε μια τυχοδιωκτική απόπειρα να φανεί χρήσιμος. Η επιλογή αυτή συμβαδίζει, ακολουθεί παράλληλη πορεία και δεν αντιβαίνει την πορεία υποχώρησης στα ελληνορτουρκικά και συνολικά στα εθνικά ζητήματα. Αν η Τουρκία του Ερντογάν αρπάζεται με το Ισραήλ, την ίδια στιγμή έχει επιτύχει σημαντικά ανοίγματα προς το μουσουλμανικό κόσμο και προς ανατολάς, έχει αναβαθμίσει τη γεωπολιτική της θέση ενώ και η θέση της στα ελληνοτουρκικά είναι σημαντικά ενισχυμένη. Ταυτόχρονα, παρά τις όποιες προστριβές, δεν μπαίνει προς το παρόν σε αμφισβήτηση ο κατά βάση φιλοαμερικανικός αξονισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Και αντίστροφα, ακόμη κι αν η ελληνο-ισραηλινή προσέγγιση αποτελεί επιθυμία των ΗΠΑ ή οι τελευταίες «τραβούν το αυτί» της Τουρκίας για ορισμένες επιλογές του Ερντογάν, δεν αλλάζει η κατά βάση φιλοτουρκική τοποθέτηση των ΗΠΑ στα ελληνοτουρκικά, και στην καλύτερη περίπτωση δεν αλλάζει η τοποθέτηση της μοιρασιάς του Αιγαίου με αμερικανική επικυριαρχία κ.λπ.
Άρα, οι αναφορές σε τριγωνική σχέση Αθήνας-Τελ Αβίβ-Άγκυρας είναι άστοχες και καταλήγουν φαντασιώσεις, αν έτσι εννοείται ότι η προσέγγιση ανά δύο είναι σε κάθε περίπτωση δυσμενής για τον τρίτο. Η στενή σχέση Τουρκίας Ισραήλ στο παρελθόν είχε, για παράδειγμα, επιτρέψει το «σάντουιτς» της Συρίας από τις δυο κατεξοχήν φιλοαμερικανικές περιφερειακές δυνάμεις. Σήμερα, η Τουρκία που αρπάζεται με το Ισραήλ διατηρεί πλέον πολύ καλές σχέσεις με τη Συρία, όπως και με το Ιράν κ.λπ. Η Ελλάδα, που ανοίγεται προς το Ισραήλ δεν θα καλυτερέψει καθόλου τη θέση της απέναντι στην Τουρκία ή κάπου αλλού. Πώς και με ποιο τρόπο;
Αντίθετα, ο τυχοδιωκτισμός αυτός μπορεί να καταστεί εξαιρετικά επικίνδυνος. Πρώτον, γιατί συνδέει πιο άμεσα τη χώρα μας με το βραχίονα του ιμπεριαλιστικού πολέμου που λέγεται Ισραήλ και τις πιο επιθετικές πτυχές της αμερικανικής πολιτικής. Δεύτερον, γιατί προοπτικά απομονώνει τη χώρα μας από τα αισθήματα αλληλεγγύης γειτονικών λαών, τα οποία θα αποδειχτούν στο μέλλον πολύ χρησιμότερα από τα δωρεάν συγχαρητήρια των ΗΠΑ.

Γ.Τσ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!