΄Του Ηρακλή Λογοθέτη. Φίλος, νεαρός επιστήμονας και μακροχρόνια άνεργος, λόγω περίσσειας ταλέντου και προσόντων, δούλεψε κάποτε σε γραφείο κηδειών και ειδικεύτηκε στην περιποίηση νεκρών.
Τις λεπτομέρειες του καλλωπισμού τις έχω ξεχάσει -φρόντισα να τις ξεχάσω-, ανακάλεσα όμως αυτές τις μέρες την αγανάκτησή του για τον καλλωπισμό των ίδιων των γραφείων που ονομάζονται ευφήμως «γραφεία τελετών». Μια αγανάκτηση τελείως αδικαιολόγητη, αφού τα διανυκτερεύοντα γραφεία αντέγραψαν απλώς τα παθήματα ένδοξων ιστορικών συμβάντων που τα κρατάμε επισμαλτωμένα σε μια κατάσταση επίσημης νεκροφάνειας. Μια αντισηψία της μνήμης είναι κι αυτή, μια διανυκτερεύουσα αγωνία μέλλοντος, ένα αντίδοτο θανάτου εν θανάτω.
Το ίδιο συμβαίνει πάντα στη γοερή αντίφαση που καλείται επετειακός εορτασμός. Γιατί η επέτειος εκδίδει το πιστοποιητικό θανάτου της γιορτής ή τελεί έστω μια επιμνημόσυνη δέηση στην αλλοτινή νεότητα ενός ιστορικού γεγονότος και η τελετή που συνοδεύει την εκφορά ή τη δεητική του υπόμνηση υμνεί το τετελεσμένο, όπως αρμόζει, θλιμμένα και σεμνά. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι επετειακές εκδηλώσεις γρήγορα μπαίνουν σε κάδρο και στυλιζάρονται επιμελώς ώσπου να λάβουν τη νεκρική ακαμψία που θεωρείται ενδεδειγμένη για την περίσταση.
Συμβαίνει βέβαια, κάποτε, όταν οι δεινές καταστάσεις του παρόντος συσχετίζονται τραυματικά με τα ιστορικά γεγονότα, το επετειακό κάδρο να συγκινηθεί από το ρίγος του καιρού, η τελετή να πάρει χαρακτήρα αναστάσιμο και ο πίνακας να ζωντανέψει με νέα μαχητικά χρώματα τα χλομά του πρόσωπα. Όμως γι’ αυτό απαιτείται η ζωντάνια των ζωντανών, η αίσθηση της στιγμής και η άμεση ανταπόκριση στην κλήση του απροόπτου. Τέτοια αίσθηση δεν επέδειξαν οι επίσημοι προϊστάμενοι, αξιωματούχοι και ραβδούχοι, ούτε ο πρόεδρος της τελετής -κυρίως αυτός- κατά τον επετειακό εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου 1940.
Κι όμως, η ευκαιρία ήταν λαμπρή και η ώρα έξοχη. Πλήθος ανταριασμένο, σύμμεικτο πολιτικά, κοινωνικά και ταξικά -ιδού η ζητούμενη εθνική ομοψυχία!- κατέβηκε στο δρόμο, όχι με άνθη νεκροφιλικά, αλλά με συνθήματα ζωντανά και μ’ ένα «ΟΧΙ» παντοδύναμο στο στόμα που αναφερόταν στο παρόν, στην 28η Οκτωβρίου του 2011. Έτσι αιματώνεται η επέτειος και ξαναγίνεται γιορτή, σπουδή και μάχη του καιρού της.
Μα η κώφωση των επισήμων και του προέδρου -ιδίως- της τελετής δεν άφησε αυτό το «ΟΧΙ» να φτάσει ώς τ’ αφτιά τους. Κι έτσι δεν μπόρεσαν να το επαναλάβουν, να το φωνάξουν δυνατά, να ενώσουν το 1940 με το 2011, την τελετή με τη γιορτή, τη μνήμη με την ανάστασή της. Θύμωσαν κι από πάνω γιατί η κώφωση, ως γνωστόν, ναρκωτική στη μοναξιά, προξενεί εκνευρισμό όταν δεν ακούς τι λέει ο έξω κόσμος. Έτσι, η πομπή κατέληξε σε διαπόμπευση κι ο πρόεδρος της τελετής, αντί να δρέψει τα σταφύλια της οργής, περιδεής απήλθε, για πικρό καφέ, αφήνοντας το τρόπαιο στο δρόμο. Μα κάποιος θα βρεθεί να το σηκώσει·κι αν για έναν μοναχά είναι βαρύ, ας το δώσουμε αμέσως τώρα σ’ ένα παιδί και ας το πάρουμε όλοι μαζί στους ώμους να το χρίσουμε Πρόεδρο χλωρό της τελετής.
Το ίδιο συμβαίνει πάντα στη γοερή αντίφαση που καλείται επετειακός εορτασμός. Γιατί η επέτειος εκδίδει το πιστοποιητικό θανάτου της γιορτής ή τελεί έστω μια επιμνημόσυνη δέηση στην αλλοτινή νεότητα ενός ιστορικού γεγονότος και η τελετή που συνοδεύει την εκφορά ή τη δεητική του υπόμνηση υμνεί το τετελεσμένο, όπως αρμόζει, θλιμμένα και σεμνά. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι επετειακές εκδηλώσεις γρήγορα μπαίνουν σε κάδρο και στυλιζάρονται επιμελώς ώσπου να λάβουν τη νεκρική ακαμψία που θεωρείται ενδεδειγμένη για την περίσταση.
Συμβαίνει βέβαια, κάποτε, όταν οι δεινές καταστάσεις του παρόντος συσχετίζονται τραυματικά με τα ιστορικά γεγονότα, το επετειακό κάδρο να συγκινηθεί από το ρίγος του καιρού, η τελετή να πάρει χαρακτήρα αναστάσιμο και ο πίνακας να ζωντανέψει με νέα μαχητικά χρώματα τα χλομά του πρόσωπα. Όμως γι’ αυτό απαιτείται η ζωντάνια των ζωντανών, η αίσθηση της στιγμής και η άμεση ανταπόκριση στην κλήση του απροόπτου. Τέτοια αίσθηση δεν επέδειξαν οι επίσημοι προϊστάμενοι, αξιωματούχοι και ραβδούχοι, ούτε ο πρόεδρος της τελετής -κυρίως αυτός- κατά τον επετειακό εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου 1940.
Κι όμως, η ευκαιρία ήταν λαμπρή και η ώρα έξοχη. Πλήθος ανταριασμένο, σύμμεικτο πολιτικά, κοινωνικά και ταξικά -ιδού η ζητούμενη εθνική ομοψυχία!- κατέβηκε στο δρόμο, όχι με άνθη νεκροφιλικά, αλλά με συνθήματα ζωντανά και μ’ ένα «ΟΧΙ» παντοδύναμο στο στόμα που αναφερόταν στο παρόν, στην 28η Οκτωβρίου του 2011. Έτσι αιματώνεται η επέτειος και ξαναγίνεται γιορτή, σπουδή και μάχη του καιρού της.
Μα η κώφωση των επισήμων και του προέδρου -ιδίως- της τελετής δεν άφησε αυτό το «ΟΧΙ» να φτάσει ώς τ’ αφτιά τους. Κι έτσι δεν μπόρεσαν να το επαναλάβουν, να το φωνάξουν δυνατά, να ενώσουν το 1940 με το 2011, την τελετή με τη γιορτή, τη μνήμη με την ανάστασή της. Θύμωσαν κι από πάνω γιατί η κώφωση, ως γνωστόν, ναρκωτική στη μοναξιά, προξενεί εκνευρισμό όταν δεν ακούς τι λέει ο έξω κόσμος. Έτσι, η πομπή κατέληξε σε διαπόμπευση κι ο πρόεδρος της τελετής, αντί να δρέψει τα σταφύλια της οργής, περιδεής απήλθε, για πικρό καφέ, αφήνοντας το τρόπαιο στο δρόμο. Μα κάποιος θα βρεθεί να το σηκώσει·κι αν για έναν μοναχά είναι βαρύ, ας το δώσουμε αμέσως τώρα σ’ ένα παιδί και ας το πάρουμε όλοι μαζί στους ώμους να το χρίσουμε Πρόεδρο χλωρό της τελετής.
Σχόλια