Αυτός ο δάνειος, από τον Έριχ Φρόμ, τίτλος του άρθρου επιχειρεί να απαντήσει με εξ’ αρχής, αν και ίσως αφοριστκά, στις πολιτικές ταλαιπωρίες μας. Αυτές που η τρέχουσα συστημική «πολιτική» προσπαθεί μανιωδώς να βάλει κάτω από το χαλί της συλλογικής και ατομικής μας συνείδησης. Γιατί, δηλαδή, αυτό το αποτέλεσμα των εκλογών, αν αφήσουμε στην άκρη τις διανοητικοποιημένες αναλύσεις μας και υποχρεωθούμε να αναμετρηθούμε με το ερώτημα αυτό, αφού όμως συμπεριλάβουμε στην εξίσωση μας και τις υπέρτατες αγωνίες των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, πως αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα συσχετίζεται: α) με την αναγνώριση της ελευθερίας και την ανάληψη της ευθύνης για τη ζωή που ζούμε, β) την ψυχική απομόνωση των ά-σχετων ανθρώπων μέσα στον μετανεωτερικό καπιταλισμό, γ) την αναζήτηση νοήματος σ’ αυτή τη ζωή και δ) την υποχρέωση όλων μας να συμβιβαστούμε με την ιδέα του θανάτου που μας περιμένει στο τέλος.
ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΑΓΩΝΙΕΣ, βέβαια, μοιάζει να μην είναι κάτι καινούργιο κι’ όμως εντούτοις φαίνεται να είναι εντελώς αδιάφορες και άσχετες με την πολιτική πραγματικότητα. Τόσο μάλιστα, που μπορώ να αντιληφθώ ότι ο ενδεχομένως κάπως βιαστικός αναγνώστης ίσως να προτρέξει και να σκεφτεί πως μια τέτοια συλλογιστική δεν τον αφορά και δεν τον κόφτει ή πως στο τέλος-τέλος δεν αποτελεί σοβαρή πολιτική ανάλυση. Ε αυτό ακριβώς! Το πρόβλημα της Πολιτικής στην Ελλάδα έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι αφήνει απ’ έξω αυτού του είδους τα ερωτήματα, εγκαταλείποντας τους ανθρώπους έρμαια στην κυρίαρχη συστημική επιδερμικότητα. Κι αν θέλουμε, επιτέλους, να κάνουμε Πολιτική, Πολιτική στο πλαίσιο της μετανεωτερικότητας, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε, να εισάγουμε στο Λόγο μας και να αγωνιστούμε, για τα ζητήματα αυτά από κοινού. Και αυτό είναι ίσως το μοναδικό μας προνόμιο ενάντια στην βαρβαρότητα: ότι είμαστε στη θέση ή έτσι ελπίζουμε, να μιλήσουμε με ειλικρίνεια για οτιδήποτε συνδέεται με αυτές τις πυρηνικές αγωνίες όλων μας. Αν θέλουμε να πάμε από την κοινωνία του «κανένα» στην κοινωνία του «καθένα», οφείλουμε να εντάξουμε στην πολιτική μας ατζέντα ζητήματα σαν αυτά. Και γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι σίγουρα είναι ευκολότερο να συζητάμε, παραδείγματος χάριν, για την αύξηση των συντάξεων ή για το αν εκλέγεται ευρωβουλευτής ο άλφα ή ο βήτα απ’ ότι για το νόημα της ζωής, αλλά παρ’ όλα αυτά έχω την εδραιωμένη πεποίθηση ότι δεν έχουμε πια κανέναν άλλο τρόπο να αντιμετωπίσουμε την συστημική μας εξόντωση, παρά μόνο μιλώντας για τα ουσιώδη του βίου. Και αυτό είναι η Πολιτική.
Όπως το λέει ο Subcomandante Marcos, «Για να αγωνιστείς χρειάζεται μόνο να έχεις μια αίσθηση ντροπής, έναν βαθμό αξιοπρέπειας, και πολλή οργάνωση»
Πραγματικά, αν μπορούμε να σκεφτούμε την Πολιτική ως ένα εγχείρημα στο οποίο ο νηπιώδης πολίτης ασκείται ενεργητικά στο να αυξάνει την ελευθερία του, απομακρυνόμενος από καταστροφικές αυτοηττόμενες επιλογές ή από «ασφαλείς» περιχαρακώσεις και πεποιθήσεις, αν μπορούμε να σκεφτούμε την Πολιτική ως ένα κατόρθωμα ελευθερίας, στο οποίο είμαστε ελεύθεροι να διαμορφώσουμε το πως ζούμε, αναλαμβάνοντας την αιτιολόγηση της ζωής μας και την ευθύνη των επιλογών μας, τότε και μόνον τότε μπορούμε να υπερβούμε τον τρόμο που συνδέεται πάντα με την επίγνωση της υπαρξιακής μας ελευθερίας. Μιλώ για εκείνην την βαθιά ελευθερία, όχι αυτή των επιλογών ή των επιθυμιών, ούτε την ελευθερία της ατομικής απόλαυσης των νεοφιλελεύθερων. Αυτές είναι ιδιωτικές «ελευθερίες» που χρησιμοποιούνται και πωλούνται συστημικά ως υπεραναπληρώσεις των υπαρξιακών μας ελλειμμάτων. Αυτές είναι «ελευθερίες» που προκαλούν και προϋποθέτουν δεκάδες διαμεσολαβήσεις, αντιπροσωπεύσεις κ.λπ., αφήνοντας τους ανθρώπους «ξένους» και άσχετους. Μιλώ για εκείνο το είδος ελευθερίας που συχνά τρέμουν οι άνθρωποι, ώστε χρειάζεται να επινοούν Τσίπρες, Κούληδες, Πατούληδες, Μπέους, Μαρινάκηδες και κάθε είδους αφεντικά, έως ακόμη και δικτάτορες ή θεούς για να γιατροπορέψουν κάπως αυτή την αγωνία τους. Γιατί πίσω από το συντριπτικό ποσοστό του αθροίσματος της νίκης της Νέας Δημοκρατίας, της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ και των νικητών και ηττημένων των μικρότερων κομμάτων, αυτό που οφείλουμε να αναγνώσουμε είναι τον διαρκή νεοελληνικό πόθο για υποταγή. Γιατί η αλήθεια μάλλον είναι πως πλειοψηφικά τμήματα του Λαού μας, έχουν αντικαταστήσει το πάλαι ποτέ αντιστασιακό ήθος με μια λαχτάρα για υποταγή – δίχως βέβαια αυτό να σημαίνει πως πέφτουμε στην λούμπα της ενοχοποιητικής μηχανικής του Λαού. Αντίθετα μάλιστα, καθώς εκείνο το οποίο συμβαίνει είναι ότι εκατομμύρια Έλληνες έχουν εκπαιδευτεί να μην αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως υπεύθυνους για τον τρόπο με τον οποίο ζουν και βιώνουν την πραγματικότητα. Η ευθύνη έχει αποσυνδεθεί -με συστηματικό τρόπο εδώ και δεκαετίες- από την ελευθερία με την οποία θα έπρεπε να είναι αξεδιάλυτα δεμένη. Είναι αυτή η «ευθύνη της ελευθερίας» που έκανε τους Έλληνες αυτό που υπήρξαν στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας μας. Βέβαια, μια τέτοια αντίληψη της ελευθερίας φορτίζει τον ανθρώπινο ψυχισμό με μεγάλο άγχος, έτσι που η ανακούφιση του, με λογής ελευθερίζοντα γλυκαντικά και πάσης φύσεως αναθέσεις, να αποτελεί μεγάλο υπαρξιακό πειρασμό. Στην κρίσιμη περίοδο της μεταπολίτευσης συντελέστηκε αυτό ακριβώς: η πάντα βαριά επίγνωση αυτής της ευθύνης, το βαρύ φορτίο της συνειδητοποίησης ότι εμείς και μόνο εμείς είμαστε υπεύθυνοι για όσα βιώνουμε, ξαλάφρωσε παιδικοποιώντας την νεοελληνική ταυτότητα. Με τα λόγια του Σαρτρ, δεν είμαστε πια «οι αδιαμφισβήτητοι δημιουργοί» και αυτό είναι ορατό όχι μόνο στην δημιουργικότητα, την παραγωγή και στην προκοπή των Νεοελλήνων. Δεν είμαστε πια εμείς οι δημιουργοί της μοίρας μας.
ΜΑΖΙ ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΕΥΘΥΝΗΣ ήρθε και από κοντά σαν φυσικό επακόλουθο το έλλειμμα της βούλησης. Για την ακρίβεια η βούληση, η Γκραμσιανή αισιοδοξία της βούλησης, ο υπαρξιακός μας κινητήρας, αντικαταστάθηκε από έναν φτηνό συμπεριφορισμό των κινήτρων. Λες και πρόκειται για «το μαγαζί του πατέρα τους» υποκατέστησαν την λαϊκή βούληση με «χάντρες, πετροκαλαμίθρες, άλλα τηλεσκόπια» και κανά επιδοματικό πενηντάευρο. Ιερείς της δυτικής κοσμοαντίληψης μας εξήγησαν πως η συμπεριφορά ενός ανθρώπου προκαλείται από συγκεκριμένα κίνητρα, πείθοντας μας έτσι να υποκαταστήσουμε την βούληση με τα κατάλληλα κάθε φορά μοτιβέϊσον. Κι έτσι το μάνατζμεντ εισέβαλε στην Ιστορία, αποβάλλοντας την αυθεντικότητα, γιατί καθώς αναθέτουμε τις ευθύνες μας στους διάφορους διαμεσολαβητές, επιλέγουμε αυτόματα τη θέση του νηπιώδους πολίτη που γυρεύει ένα κρατικό, κομματικό ή ναζιστικό κ.λπ. «μητρικό στήθος» για να γαλουχηθεί, χάνοντας την γνησιότητα μας σαν άνθρωποι. Κοντολογίς, είναι το έλλειμμα ευθύνης που μας ψευτίζει.
Οφείλουμε να δούμε πλέον ξεκάθαρα πως αυτό που προκαλεί τον πόθο για υποταγή, αυτό που φταίει με δυο λόγια για το θλιβερό αποτέλεσμα (και) αυτών των εκλογών, αλλά και την γενικότερη παθητική στάση του Λαού μας, είναι ο τρόμος των ανθρώπων μπροστά στην Ελευθερία και ο τρόπος με τον οποίο η κυρίαρχη συστημική αντίληψη τον καλλιεργεί, τον υποδαυλίζει και τον μανατζάρει προς όφελος της. Με την έννοια αυτή, δουλειά της Πολιτικής οφείλει να είναι η υποστήριξη της προσπάθειας να αναλάβουν οι πολίτες την προσωπική ευθύνη για τα βιώματα τους. Δουλειά της Πολιτικής είναι να βοηθήσει τους πολίτες να δουν πως συντέλεσαν οι αποφάσεις, οι πράξεις και οι παραλείψεις τους στην δημιουργία της κατάστασης στην οποία είμαστε όλοι σήμερα εγκλωβισμένοι. Καθώς, αντίθετα απ’ ότι ορίζει ο Έριχ Φρομ, τελικά «υπάρχει τρόπος να δραπετεύσουμε από την υπαρξιακή ελευθερία» και αυτήν ακριβώς την δραπέτευση προσφέρει δια της υποταγής ο κυρίαρχος καπιταλισμός. Και ο ερχομός αυτής της επίγνωσης στη συνείδηση των πολιτών είναι το πρώτιστο πολιτικό μας καθήκον. Χωρίς αυτό δεν πάμε πουθενά.
Ας μιλήσουμε γι’ αυτήν την ευθύνη της Ελευθερίας, γιατί είναι αυτή η ευθύνη που ανέβασε τόσες και τόσες φορές τους παππούδες μας στα βουνά. Ας σπάσουμε την ψυχική απομόνωση των ά-σχετων ανθρώπων και ας αναζητήσουμε μέσα απ’ αυτήν την λειτουργία ένα νέο νόημα για όλους μας, έτσι που όχι μόνο θα έχουμε ήδη ησυχάσει με την ιδέα του θανάτου που μας περιμένει στο τέλος, αλλά και θα έχουμε ήδη νικήσει Πολιτικά.
Όπως το λέει ο Subcomandante Marcos, «Για να αγωνιστείς χρειάζεται μόνο να έχεις μια αίσθηση ντροπής, έναν βαθμό αξιοπρέπειας, και πολλή οργάνωση».
Μια αίσθηση ντροπής, δηλαδή μια πρωταρχική εθελούσια βούληση για την ευθύνη της Ελευθερίας, γιατί είναι ντροπή να διψάει κανείς για την υποταγή του, έστω κι αν έτσι τον έμαθαν.