Το 2024 κλείνει με μεγάλες αναταράξεις. Σε Συρία – Μ. Ανατολή αλλά και σε Ουκρανία και ευρύτερα στον ευρωπαϊκό χώρο. Σε ό,τι αφορά τη δική μας εγχώρια πολιτικοκοινωνική κατάσταση έχει ενδιαφέρον να σκεφτούμε κάνοντας μια σύγκριση. Από τη μια μεριά να βάλουμε τα σοβαρά ζητήματα από τα οποία θα κριθούν οι προοπτικές της χώρας το επόμενο χρονικό διάστημα – το επόμενο έτος σε πρώτη φάση. Τα ελληνοτουρκικά και την πιεζόμενη γενικότερη θέση Ελλάδας και Κύπρου μέσα στο διεθνές πλαίσιο μεγάλων γεωπολιτικών αναταράξεων αλλά και το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, το προς τα που κινείται, εν μέσω σοβαρής, δομικής κρίσης στις χώρες – πυλώνες της ευρωπαϊκής ένωσης. Από την άλλη, να βάλουμε τις εικόνες που προβάλλει η κυβέρνηση και οι λοιπές «αντιπολιτευόμενες» συστημικές δυνάμεις, τις προτεραιότητές τους, και τους χειρισμούς της κοινής γνώμης που επιχειρούνται.
«Γενναία» υποτελής περπατησιά «διαλόγου» με διακομματική συναίνεση
Η έκταση των όσων προωθούνται σ’ ένα πλαίσιο αποδοχής των τουρκικών αξιώσεων σε βάρος της κυριαρχίας της χώρας μας, γίνεται αντιληπτή ακόμη και αν περιοριστούμε στα μοτίβα εκλογίκευσης της πολιτικής τους «προς τα έσω» που προβάλλουν οι πολιτικές ελίτ. Κεντρικός άξονας, ο παραπειστικός τρόπος που χρησιμοποιείται απ’ όλες τις πτέρυγες, το δίλημμα «διάλογος ή πόλεμος». Στην πιο τυπικά ενδοτική μορφή με πλήρη απαλοιφή των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη διαμόρφωση ενός συσχετισμού δυνάμεων τέτοιου ώστε ο διάλογος να μην είναι απλώς η αποδοχή των αξιώσεων του ισχυρότερου. Η απίστευτη, επαναλαμβανόμενη τοποθέτηση Γεραπετρίτη (η κυβερνητική δηλαδή θέση) ότι η Ελλάδα δεν έχει συναλλακτική λογική (!) αλλά βασίζει την πολιτική της στη συνεπή υπεράσπιση του «διεθνούς Δίκαιου» απ’ όπου αντλεί το κύρος που απολαμβάνει ανάμεσα στους ισχυρούς της συμμάχους (!). Σε απλά ελληνικά: ο ορίζοντας είναι η οργανική υποτέλεια στη Δύση (δεδομένη και χωρίς υπόνοια οποιασδήποτε «συναλλακτικής λογικής») και η μέχρις εσχάτων προσδοκία του ελληνικού αστισμού ότι η πρόσδεση στον ευρωατλαντισμό τον εξασφαλίζει απέναντι σε πιέσεις μη διαχειρίσιμες πολιτικά στο εσωτερικό. Αυτό μας φέρνει στην γνωστή τοποθέτηση που δεν παύει να επαναλαμβάνει μονότονα ο Ε. Βενιζέλος (και βεβαίως την ασπάζεται και την προβάλλει μια πολυμελής «χορωδία» κύκλων – ΕΛΙΑΜΕΠ, Ντ. Μπακογιάννη και πολλοί άλλοι) ότι η μεγαλύτερη δυσκολία στην συνεννόηση με την Τουρκία προκύπτει κυρίως από τα εμπόδια που θέτει ο εγχώριος «λαϊκισμός». Η σημαντικά ισχυροποιούμενη θέση της Τουρκίας μετά από την ανατροπή Άσαντ στη Συρία, αναμένεται ότι θα φέρει νέο κύμα ενίσχυσης της γραμμής «φινλανδοποίησης». Ως ανάγκης ρεαλισμού γιατί αλλιώς… «σύγκρουση και πόλεμος» αλλά και γιατί «δίνει λεφτά» η (και εδαφική πλέον) εκποίηση της χώρας.
Μέσα στις διαμορφούμενες συνθήκες, υπάρχει όμως και ένα δεύτερο ρεύμα που πρέπει να τύχει προσοχής γιατί κι’ αυτό ενισχύει τις αυταπάτες για διέξοδο μέσω της απόλυτης υπαγωγής στον ευρωατλαντισμό. Με τις διαφαινόμενες εντάσεις ανάμεσα στην Τουρκία και το Ισραήλ (και σε κάποιο βαθμό τις ΗΠΑ) επί συριακού εδάφους με άξονα τον έλεγχο της Βορειοανατολικής Συρίας και το κουρδικό, αλλά και με την στροφή Τραμπ προς την πριμοδότηση των συμφερόντων του μπλοκ των υδρογονανθράκων, το ρεύμα αυτό ποντάρει σε μια εξασφάλιση Ελλάδας και Κύπρου μέσω μιας «ενεργητικής» τους πρόσδεσης σε ΝΑΤΟικούς – ισραηλινούς σχεδιασμούς (που θεωρούνται μάλιστα ότι θα συμβούν αναπόφευκτα σε σύντομο χρονικό διάστημα) για την εξυπηρέτηση της ανάσχεσης της «ανεπιθύμητα» διευρυνόμενης τουρκικής ισχύος. Ένα ακόμη ολέθριο μονοπάτι που συσκοτίζει τις δομικές προδιαθέσεις που ορίζουν τις σχέσεις της Δύσης – ΗΠΑ με Τουρκία και Ελλάδα. Ακόμη περισσότερο, αν κανείς σκεφτεί το πως μπορεί να λειτουργήσει συνδυαστικά ένα τέτοιο δίπολο «παθητικής» και «ενεργητικής» στάσης ευρωατλαντικής υποτέλειας μέσα στο τρέχον πολιτικό σκηνικό, με τις μεγάλες ενδοδυτικές αντιθέσεις που δείχνει ότι εσωτερικεύει.
Ο μεταπρατισμός της «ισχυροποιούμενης» Ελλάδας σε «νέες» περιπέτειες
Από κυβερνητικής πλευράς, η εικόνα είναι για ακόμα μια φορά εκείνη της τάχα «ισχυροποιούμενης Ελλάδας» (που μάλιστα τώρα δανείζεται με χαμηλότερο επιτόκιο από την Γαλλία!). Ανάγκη να πατάμε στο έδαφος της πραγματικότητας. Η ελληνική οικονομία, το μοντέλο ανάπτυξής της, παρουσιάζουν σήμερα σε ανανεωμένες-επαυξημένες μορφές, όλα τα μεταπρατικά χαρακτηριστικά που οδήγησαν στην πρόσφατη χρεωκοπία. Τώρα μαζί και με την τεράστια επιβάρυνση των μνημονιακών χρωστούμενων. Σε μέγιστο βαθμό άλλωστε, ο διαφημιζόμενος οικονομικός «δυναμισμός» οφείλεται στους έκτακτους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Και η χρήση αυτών των πόρων γίνεται και πάλι με τους «πατροπαράδοτους» όρους αντιπαραγωγικής διασπάθισής τους. Όλα τα προηγούμενα, μέσα στο πλαίσιο μιας μεγάλης κρίσης ύφεσης της ευρωζώνης χωρίς ορατή διέξοδο, δίνουν την ουσία για τις αδιέξοδες προοπτικές της πορείας που έχει επιβληθεί. Το επίπεδο της αντιπαράθεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης δείχνει το βαθμό συναίνεσης απέναντι στην «νέα κανονικότητα». Η συζήτηση αφορά ποσοτικές μικροδιαφοροποιήσεις που δεν είναι ικανές να σώσουν ούτε τα αντιπολιτευτικά προσχήματα και μια κυβέρνηση με συνείδηση έπαρχου σε ημιαποικία που διαρκώς επισείει την «αρετή της κοστολόγησης των προτάσεων» (εννοώντας την μέχρι κεραίας τήρηση όλου του ευρωενωσιακού ασφυκτικού πλαισίου όταν αυτό βρίσκεται υπό κατάρρευση σε Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία!).
«Κουτσός δικομματισμός» και προσπάθεια τόνωσης της κεντροαριστεράς
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, το έτος κλείνει «καθώς πρέπει». Αποχαυνωτικά. Με μικρά, ελεγχόμενα παίγνια γύρω από την ανάδειξη του επόμενου ΠτΔ. Του Μητσοτάκη κυρίως αλλά και μερίδων της αντιπολίτευσης που επιδιώκουν με άγχος να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους (Νέα Αριστερά – η αφλογιστία του πυροτεχνήματος της υποψηφιότητας Χ. Ράμμου). Πάντως δεν αναμένονται εκπλήξεις ως προς τον βαθμό συμμόρφωσής του επόμενου ΠτΔ στις απαιτήσεις μιας «εθνικής» εκφώνησης της γραμμής της υποτέλειας. Το μενού επίσης περιλαμβάνει συντονισμένες προσπάθειες μιντιακών και άλλων (επιχειρηματικών) πλευρών για να αποκτήσει κάποια αξιοπρεπή δυναμική η παραμένουσα πολύ χλωμή κεντροαριστερά. Δύσκολη επιχείρηση όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ και ακόμη δυσκολότερη για τον ΣΥΡΙΖΑ. «Σπρώχνεται» όπως-όπως και ο Κασσελάκης ως κυβερνητικός εταίρος έκτακτης ανάγκης (!). Τα σχετικά «διαμερίσματα» πωλούνται ήδη κι ας είναι η πολυκατοικία του νέου κόμματος ακόμη «στα σχέδια». Ο «κουτσός δικομματισμός» έχει αρχίσει να προβληματίζει εδώ και καιρό, ισχυρά κέντρα ισχύος. Στις μέρες μας άλλωστε οι κυβερνητικές λύσεις είναι (όχι μόνο στη χώρα μας) περιορισμένης χρονικής απόδοσης και επιταχυνόμενης φθοράς. Το ίδιο ίσως απ’ ό,τι φαίνεται και οι μονοκομματικές λύσεις που φαίνονται πολύ αδύναμες μπροστά στις «γενναίες αποφάσεις» που θέλουν να επιβάλουν τα γνωστά ξένα κέντρα. Είναι δύσκολο να γίνει ασφαλής πρόβλεψη σχετικά με το τι θα φέρει το 2025. Πάντως φαίνεται να προθερμαίνεται από αρκετές πλευρές ένα κλίμα κεντροαριστερών συγκολλήσεων «προκειμένου να φύγει ο Μητσοτάκης». Άλλωστε δεν αρκεί ο Γ. Γεραπετρίτης ως μόνος «γενναίος μειοδότης». Ο Α. Τσίπρας και αρκετές από τις φυλές του συριζικού χώρου δηλώνουν με κάθε ευκαιρία, έτοιμοι να επωμιστούν κι αυτοί με διαπιστωμένη «γενναιότητα» την διεκπεραίωση νέων «Πρεσπών» όπου αυτό ήθελε απαιτηθεί.