Έχουμε όντως πιάσει πάτο ως κοινωνία; Το ερώτημα δεν είναι καθόλου ρητορικό. Τελευταία μάλιστα, απαντιέται θετικά από όλο και περισσότερο κόσμο. Και υπερθετικά για την ακρίβεια. Μπορεί βέβαια να φταίει ο διαδικτυακός τρόπος παρουσίας και διαλόγου που βρίθει από ξεχειλώματα, εντυπώσεις και αστειάκια -εξυπνάδες καλύτερα.
Τα μνημονιακά χρόνια είχαμε το πολυφορεμένο «μνημόνια ρε, μέχρι να σβήσει ο ήλιος». Μετά ήρθε το «τι δεν καταλαβαίνεις;» αλλά και το «φύγετε όσο προλαβαίνετε από τη χώρα». Κατά καιρούς πάλι και με διάφορες αφορμές, η κοινωνία γεμίζει «νοικοκυραίους» και «κυρ-Παντελήδες», ενώ μια πιο σκληρή και ιδεολογική γραμμή αρέσκεται στο «Αίληνες». Όλα τα παραπάνω επιχειρούν να περιγράψουν κοινωνικές συμπεριφορές προβληματικές, οριακά ανυπόφορες, μαζί με ένα υπόρρητο «δε με χωράει ο τόπος» από μεριάς του σχολιαστή.
Κι ας πούμε ότι οι χαρακτηρισμοί στέκουν ή έστω έχουν μια βάση που δεν είναι «απλά» θέμα αισθητικής. Αισθητικής που έχει προεπιλέξει το «διαφορετικό» που ανέχεται κι αυτό που κατακρίνει και μάλιστα με κριτήρια εξαιρετικά επιφανειακά.
Τέλος πάντων, ας επανέρθουμε στο αρχικό ερώτημα, αλλαγμένο κάπως. Γιατί κάποιος αναρωτιέται και απαντάει με τόση σιγουριά περί πάτου αλλά και από ποια σκοπιά το κάνει; Είναι συνειδητά ή ασυνείδητα για να τονίσει –και να πιστέψει- το πόσο διαφέρει ο ίδιος; Είναι γιατί έχει φτάσει στο αμήν με τους συνανθρώπους του «που δεν καταλαβαίνουν», τα αυτονόητα γι’ αυτόν, τον μάλλον εξυπνότερο; Είναι για να νομιμοποιήσει τις δικές του -«αναγκαστικά πια»- ατομικές επιλογές;
Σε παλιότερες εποχές υπήρχε το σύνθημα «πόλεμος με τους θεσμούς, όχι με τους ανθρώπους» και ακόμα πιο παλιά -και για χοντρότερα θέματα- συζητούσαν για τον «τρόπο με τον οποίο επιλύονται οι αντιθέσεις μέσα στο λαό». Σήμερα, σε μια πιο ατομοκεντρική εποχή, οι αναπαραστάσεις μας φτάνουν μέχρι τις «συμπεριφορές» κι αυτές μάλιστα σε φωτογραφική καταγραφή και σε πλάνα αρκετά περιοριστικά και ναρκοθετημένα. Ας θυμηθούμε τα πιο πρόσφατα και μεγάλης κλίμακας παραδείγματα: Για κάποιους, οι λεγόμενοι «Μακεδονομάχοι» δεν μπορούσαν παρά να είναι κάτι περίεργοι, «τελειωμένοι» τύποι με περικεφαλαίες και τίποτε άλλο. Ενώ για άλλους, ο ανορθολογισμός αρχίζει και τελειώνει στους «ψεκασμένους».
Δεν είναι έτσι και πολύ δύσκολο –ούτε αντικειμενικό βεβαίως- να συναντηθούν τα φαινομενικά αντίθετα, ακόμα και στο επίπεδο μιας γενικής ψυχολογίας και κατάστασης πνευμάτων: Το «ΤΙΝΑ» κολλάει μια χαρά με μια κοινωνία «παρηκμασμένη», ο «αντιλαϊκισμός» των εξουσιαστών με την απαίτηση για κρυστάλλινα και πεντακάθαρα «στρατόπεδα», το «δεν μπορείς καν να συζητήσεις» με την ανάθεση σε πολιτικούς σωτήρες και τεχνικές λύσεις και με τη δημοκρατία απούσα. Ή και με λούφαγμα σε μικρόκοσμους.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η αποδοχή των μύριων όσων στραβών κουβαλάει η ελληνική κοινωνία. Ούτε μπορεί κανείς να κλείνει τα μάτια σε μια σειρά φαινόμενα που διογκώνονται, από το μπούλινγκ στα σχολεία μέχρι το σεξισμό. Το ερώτημα είναι μέσα από ποιους δρόμους μια κοινωνία αλλάζει. Πού το βάρος πέφτει στην αυτοκριτική και πού στην αντιπαράθεση. Αν τα τόσο καταιγιστικά ενδοκοινωνικά πυρά δεν είναι άσφαιρα για τους δομικούς φταίχτες. Αλλά και μέσα από ποιες διεργασίες περνούν όλα αυτά; Γιατί η κοινωνική πόλωση δεν υπάρχει απλά και αντικειμενικά, αλλά σερβίρεται και συνειδητά. Είναι το ίδιο το «σύστημα» που διαμορφώνει τους αντίπαλους που συγκρούονται, τους όρους και τα πεδία του διχασμού. Και είναι τέτοια η κατάσταση όπου μια σειρά κατακερματισμοί θα παράγουν και θα βγάζουν στην επιφάνεια νέα υποκείμενα, νέες ομαδοποιήσεις, νέα συμφέροντα, νέα «επιμέρους». Και μαζί τους –κι αυτό συχνά ξεχνιέται- θα προσφέρονται και οι ανάλογες εκπροσωπήσεις, «αγωνιστικές» σαν το πανό «Black Lives Matters» της αμερικάνικης πρεσβείας, «ευαίσθητες» σαν τους φωτισμούς του ιδρύματος Νιάρχου.