«Γκράν σουξέ» η νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Σπασμένη Φλέβα», με μεγάλες ουρές έξω από τις αίθουσες όπου παίζεται εδώ και μια βδομάδα. Ο Ελληνοκύπριος 58χρονος σκηνοθέτης του εκρηκτικού «Σπιρτόκουτου» (2002) θεωρείται από τους πλέον αναγνωρισμένους και διακεκριμένους σύγχρονους Έλληνες σκηνοθέτες, με μεγάλη επιδραστικότητα στις νεότερες γενιές και δικό του ταγμένο κοινό.
Στην ταινία, μια μαύρη κωμωδία με τραγική κατάληξη, καταπιάνεται με το πορτρέτο ενός μεσήλικα επιχειρηματία, του Θωμά (Βασίλης Μπισμπίκης), σε μια πολύ πιεστική συνθήκη επείγουσας αναζήτησης ενός σεβαστού χρηματικού ποσού, για να μην χάσει το σπίτι του από τον τοκογλύφο κυρ-Παντελή (Γιάννης Αναστασάκης), ενώ έχει ήδη κατασχεθεί από την τράπεζα η επιχείρησή του, ένα μαγαζί με είδη υγιεινής, στα νότια προάστια της Αθήνας. Η ταινία επικεντρώνεται στην τελευταία βδομάδα μέχρι τη λήξη της αποπληρωμής του χρέους, με τον Θωμά σε απόγνωση να τηλεφωνεί για χρήματα όπου μπορεί, κάνοντας συστηματικά το ένα λάθος μετά το άλλο.
Η ρήση του Ηράκλειτου «Η μοίρα των ανθρώπων είναι ο χαρακτήρας τους» θέτει εξαρχής το πλαίσιο του επιπόλαιου πρωταγωνιστικού χαρακτήρα. Την πρώτη φορά που εμφανίζεται ο Θωμάς, είναι κοιμισμένος, σε μια κρίσιμη στιγμή, που αποκαλύφθηκε η εύθραυστη υγεία της εγκυμονούσας νύφης του (Ιωάννα Κολλιοπούλου). Στο πρόσωπο ενός ανυπόφορου πρωταγωνιστή, που διαρκώς απολογείται και ο θεατής αδυνατεί να ταυτιστεί μαζί του, καθρεφτίζεται η νοοτροπία του νεοέλληνα μικροαστού. Με επίκεντρο τον Θωμά, που έρχεται σε επαφή με διάφορους δευτερεύοντες χαρακτήρες, προκειμένου να συλλέξει τα χρήματα, αποκαλύπτεται ο κοινωνικός περίγυρος, συμπληρώνοντας τα κομμάτια ενός παζλ, που περιγράφει την κοινωνική συνθήκη, στην μετά την επέλαση των μνημονίων, πτωχευμένη Ελλάδα. Η δυναμική σύζυγος Στέλλα (Μαρία Κεχαγιόγλου), ξηγημένη, πρακτική και άλλοτε απατημένη, ξέρει να σιωπά, όταν όμως φτάνει ο κόμπος στο χτένι ξεσπαθώνει. Ο γιος του Χάρης (Γιάννης Νιάρρος), απαυδησμένος από τα ψέματα και τις κλάψες του, εξεγείρεται ενάντια στην πατρική φιγούρα. Η κόρη του μοιάζει η μοναδική που τον νοιάζεται, ακόμα κι αν πήρε και από κείνη λεφτά.

Ο πραγματιστής πατέρας του, με αντίστοιχο παρελθόν, καθώς «το σπίτι του το πήρε η εφορία», τελικά τον βοηθάει. Η εύπορη ηλικιωμένη ερωμένη του Τζώρτζια (Μπέτυ Αρβανίτη), που διαμένει σε πολυτελή βίλα, είναι η μόνη που του παραχωρεί ένα σεβαστό ποσό, παρόλο που συχνά της φέρεται προσβλητικά. Οι αγανακτισμένοι συνεργάτες του τον απομακρύνουν, ενώ από την δικηγόρο του (Μαρία Καλλιμάνη), ακούγεται η ατάκα «Τι πήγες και έκανες ρε Θωμά; Ο τύπος σε έχει δεμένο από δέκα μπάντες, κανονικά και με το νόμο».
Στοχεύοντας σε μια κριτική επιτομή του «Ελληνάρα», το ποιόν του απελπισμένου Θωμά αποκαλύπτεται όταν ζητά από τον εργολάβο να του δώσει λεφτά, από το βδομαδιάτικο των εργατών. Με στιβαρή σωματική διάπλαση, εμφανίζεται στατικός, υπομένοντας παθητικά μια κατάσταση που έχει ξεφύγει από τον έλεγχό του. Πότε απεικονίζεται να σιωπά με χαμηλωμένο κεφάλι, ειδικά μετά τη σκληρή ταπείνωση από την γυναίκα του, πότε τραμπουκίζει με τη σειρά του τους αδύναμους, εκτονώνοντας οργή και απόγνωση, ενώ το ρίχνει στο πιοτό, επιχειρώντας να παραμυθιαστεί στα μπαρ ως αμετανόητος εραστής, επιβεβαιώνοντας πως παραμένει κυρίαρχο αρσενικό, γιατί «ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται», περικλείοντας όλο τον παραλογισμό της απόγνωσης.
Οι λούμπεν χαρακτήρες της καντίνας απέναντι από το μαγαζί του, η Καίτη (Σοφία Κουνιά) και ο Παυλάρας (Στάθης Σταμουλακάτος) εκπροσωπούν το λαϊκό λούμπεν στοιχείο, ανακαλώντας την παλιότερη λεκτική καφρίλα του περιθωρίου, στις ταινίες του Οικονομίδη. Στο σενάριο που συνέγραψε με τον Βαγγέλη Μουρίκη δίνεται έμφαση στους γεμάτους ένταση διαλόγους, με σκληρή γλώσσα και εκφράσεις που δεν καλλωπίζουν, αλλά εκθέτουν τους πρωταγωνιστές. Η ορμητική υβρεοπομπή εκφράζει ένα εκρηκτικό παρότι στατικό σινεμά, με καταστάσεις στα άκρα. Η απελπιστική κατάσταση δυναμιτίζεται αργά και σταθερά μέχρι μια τραγικά βίαιη κατάληξη, που ωστόσο κυνικά μαζεύεται σε ένα χλιαρό φινάλε, ξεμπροστιάζοντας τον ηθικό αυτουργό Θωμά, που απενοχοποιημένος απολαμβάνει στιγμές ξενοιασιάς, αδιαφορώντας αν θα καταστρέψει τους δικούς του.

Παίρνοντας ως δεδομένη τη βία της εξουσίας, ο σκηνοθέτης δεν αναλώνεται να καταδείξει τις αιτίες και τους μηχανισμούς που την εγκαθίδρυσαν, αλλά εστιάζει στους μηχανισμούς της εκτόνωσής της, μέσα από μια βουβή, αυτοκαταστροφική βία, που διαρκώς συσσωρεύεται, ρίχνοντας τελικά το φταίξιμο όχι στη χυδαιότητα των ισχυρών υπαίτιων, αλλά στην αλλοτρίωση των αδύναμων, που υπέκυψαν στους πειρασμούς του καπιταλιστικού καταναλωτισμού.
Παραμένοντας ωστόσο εξαιρετικός στη σεναριακή δομή, ο σκηνοθέτης ξεγυμνώνει σταδιακά τον πρωταγωνιστή, συγκεντρώνοντας όλα τα εύσημα στον δυναμικό χειρισμό των ηθοποιών του. Στα χνάρια του Καζάν, ο Οικονομίδης έδωσε τεράστια σημασία στην ερμηνευτική τεχνική των χαρακτήρων του, πετυχαίνοντας να οδηγήσει τους ηθοποιούς του σε αυθεντικές εσωτερικευμένες ερμηνείες. Εμβαθύνοντας στη βιωμένη ψυχολογική αλήθεια του ρόλου, κατάφερε να εκμαιεύσει ακραίες συναισθηματικές αντιδράσεις, ακόμα και από ερασιτέχνες, ανοίγοντας νέα σχολή, ώστε να μιλάμε πλέον για ηθοποιούς που αναδείχτηκαν μέσα από τις ταινίες του. Δημιουργώντας ένα βαθιά ψυχοκοινωνικό σινεμά που τον ενδιαφέρει και υπηρετεί πιστά, ανέδειξε τα κατακάθια της ανθρώπινης ψυχής, επικεντρώνοντας στην ψυχολογική ανάδειξη καταπιεσμένων χαρακτήρων.
Στα όρια σκηνοθετικού μινιμαλισμού, η κάμερα του Οικονομίδη καταγράφει δίχως φιοριτούρες μια ολόκληρη κατάσταση, εστιάζοντας στη σεναριακή δομή και στους χαρακτήρες. Οι ελαχιστοποιημένες κινήσεις μιας σχεδόν ακίνητης κάμερας περιορίζονται σε μερικά κοντρ πλονζέ και σε ακόμα λιγότερα κατακόρυφα τράβελινγκ, ενώ πριμοδοτούνται τα σταθερά πλάνα και ο ρυθμός δίνεται με πλάνα διαδοχικής αντιπαραβολής. Η γενικευμένη αποστασιοποίηση συμπληρώνεται τοποθετώντας το θέμα στο βάθος, αφήνοντας να διαφαίνονται στο πρώτο πλάνο αντικείμενα και καταστάσεις. Έτσι, ο ήρωας πότε εμφανίζεται να κοιμάται στον καναπέ, μπροστά από τραπέζι γεμάτο φαγητά και μπύρες, προδίδοντας εσώτερη παραίτηση και αδιαφορία, πότε κλωτσάει μια μπάλα στο βάθος του μαγαζιού του, με τα εναπομείναντα είδη υγιεινής σε πρώτο πλάνο, αποκαλύπτοντας την παρακμή της επιχείρησης. Ενίοτε μέσα από μακρινά πλάνα διαφαίνεται όλο το σκηνικό, όπως όταν στο εγκαταλελειμμένο μαγαζί του, πετάει πίσω του ντοσιέ με λογιστικά. Στον αντίποδα, αλληλουχία κοντινών πλάνων επιλέγεται όταν ετοιμάζει αμήχανα καφέ στον απρόσμενα εμφανισμένο τοκογλύφο, που μαρκάρει σαν σκυλί την περιοχή του, ως ένδειξη κυριαρχίας.

Η περιεκτική αφήγηση μέσα από διαδοχικά σταθερά πλάνα ανακαλεί τη λειτουργία των καρέ στα κόμικς, περιγράφοντας την κατάσταση εν συντομία, με συνεχόμενες αλληλουχίες εικόνων. Η στιβαρότητα του πρωταγωνιστή ταιριάζει με την παθητική νωθρότητα που τον τυλίγει, καθώς απεικονίζεται να μετακινείται κυρίως μέσα στη μαύρη Μερσεντές του. Γυρισμένη στα νότια προάστια της Αθήνας, η ταινία χαρακτηρίζεται από το αστικό τοπίο δίπλα σε μεγάλες λεωφόρους και πολυκατοικίες με θέα τη θάλασσα, ανακαλώντας την άπλα της ελληνικής επαρχίας, στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» (2020).
Η ταινία ανοίγει με σταθερό πλάνο μιας χελώνας σε ενυδρείο, που πασχίζει να κρατήσει το κεφάλι έξω από το νερό, συμβολίζοντας την κατάσταση του πρωταγωνιστή. Η πρωτότυπη μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου υιοθετεί ρυθμό σε ελαφρώς παραδοσιακές φόρμες, δημιουργώντας έναν άτυπο χορό της χελώνας, ταιριαστό στην τσαλαπατημένη ψυχολογία του πρωταγωνιστή. Οι χαρντκορ ηλεκτρικές κιθάρες που γεμίζουν το ηχητικό τοπίο, παράλληλα με διάχυτο βόμβο, εκφράζουν τη βουβή υπερένταση της απόγνωσης του πρωταγωνιστή, όταν στέκεται στο μπαλκόνι με την πλάτη στο φακό. Η διασκευή της μπαλάντας «Τα γαλάζια σου γράμματα» (1976) του Γιώργου Χατζηνάσιου ακούγεται ζωντανά στο πιάνο-μπαρ του ξενοδοχείου όπου βρέθηκαν ο Θωμάς και η σύζυγός του, στα πλαίσια εκδρομής, μετά από τραγική κατάληξη. Οι προφητικοί στίχοι «μια ζωή περιμένω μα δεν γίνονται θαύματα», καθώς και η μελαγχολική εισαγωγή, σαν ρέκβιεμ αυτού του κομματιού στο πιάνο, με γέφυρα το αντάτζιο στο πρώτο μέρος της «Σονάτας υπό το σεληνόφως» του Μπετόβεν, προμηνύει την επερχόμενη συμφορά. Οι τίτλοι τέλους μπαίνουν δυναμικά στο απότομο κλείσιμο, με τους στίχους του ΛΕΞ να δανείζουν τον τίτλο στην ταινία.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com
INFO
- Αυτή τη βδομάδα προβάλλεται η «Η φωνή της Χίντ Ρατζάμπ», της Κάουτερ Μπεν Χάνια. Αναλυτική κριτική μου στο τεύχος 747 (11/10/2025), edromos.gr/ichitiki-antapokrisi-apo-tin-kolasi-tis-gazas/.
- Το πολυσυλλεκτικό 14ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου (3-18/12/2025), στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, περιλαμβάνει διαγωνιστικό τμήμα, αποκατεστημένες ταινίες, αφιερώματα στους Θανάση Ρεντζή και Θάνο Αναστόπουλο, συζητήσεις και εκλεκτούς καλεσμένους, tainiothiki.gr/el.





































































