του Θανάση Μουσόπουλου*
Διαβάστε το Μέρος Α’
Στη σειρά των κειμένων μας, εκτός από τα εργοβιογραφικά στοιχεία, κύριος στόχος είναι να δείξουμε το ίδιο το έργο τους και όχι τι φρονώ εγώ γι’ αυτό.
Ο Κώστας Βάρναλης κινήθηκε (εκτός μεταφράσεων και δημοσιογραφικών κειμένων) σε τέσσερις χώρους: ποίηση, θέατρο, πεζογραφία, μελέτη. Τα ακόλουθα παραδείγματα ανταποκρίνονται στους τέσσερις αυτούς τομείς.
***
Για πολλούς –και μάλιστα λόγω των μελοποιήσεων– ο Κώστας Βάρναλης θεωρείται κυρίως ποιητής. Δύο είναι οι εξέχουσες συλλογές: «Το φως που καίει» (1922) και «Σκλάβοι πολιορκημένοι» (1927).
«Οι Μοιραίοι» είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ποίησής του:
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, / μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα) / όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές∙
εψές, σαν όλα τα βραδάκια, / να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο / και κάπου εφτυούσε κατά γης. / Ω! πόσο βάσανο μεγάλο / το βάσανο είναι της ζωής!
[…] Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα / παράλυτος, ίδιο στοιχειό∙ /τ ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό∙ / στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! / – Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας! / – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί! / ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα / πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα / όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, /προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
***
Το 1972 ολοκλήρωσε το μοναδικό θεατρικό έργο «Άτταλος ο Τρίτος», που παρουσιάστηκε στα μεταπολιτευτικά χρόνια πολλές φορές. Με τη βοήθεια του Θανάση Ν. Καραγιάννη, θα προσεγγίσουμε το έργο:
«Ο Επιστάτης προς ένα δούλο: «Μάθε, πως σ’ ένα κράτος νοικοκυρεμένο κανένας ούτε ρωτά κι ούτες απαντά. Όταν ο πολίτης αρχίζει να ρωτά, θα πει, πως άρχισε ν’ απορεί. Κι όταν αρχίσει ν’ απορεί, θα πει, πως άρχισε να καταλαβαίνει. Κι όταν αρχίσει να καταλαβαίνει, θα πει, πως έπαψε να πιστεύει. Κι όταν δεν πιστεύει, αρχίζει το πανηγύρι…».
Ο Ρωμαίος, με τ’ όνομα «Περίεργος» λέει εμφαντικά: «Αυτός είναι ο κανόνας: Οι πιο φωνακλάδες πατριώτες, σ’ όλους τους καιρούς και τόπους, είναι οι συνεργάτες των ξένων “σωτήρων”».
ΑΤΤΑΛΟΣ: «[…] Είμαστε τ’ αφεντικά σας και θα μείνουμε […]»
ΕΛΛΗΝΑΣ: «Δε θέλουμε τη δικιά σας εξουσία. Τη δικιά μας θέλουμε.»
Πόσο επίκαιρο ζήτημα, αλήθεια, και πόσο επιτακτικό πρέπει να γίνει το αίτημα τούτο της εργατικής τάξης!
***
Το πιο συνταρακτικό πεζογράφημα του Βάρναλη είναι η «Αληθινή Απολογία του Σωκράτη». Ένα μικρό δείγμα:
«Και σα συλλογιέμαι πως σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω, μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα μήτε και να φύγετε αποδώ, γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς, χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια. Σας αγαπάω και μου ’ρχεται να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω, όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας… Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου. Για πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι! Να! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί, το γυάλωμα των ματιών και τ’ άφρισμα του στομάτου· το κρουστάλλιασμα των ποδιών ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο και μπήγει τα νύχια του πρώτα στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά… Κι αυτό ήταν όλο!… Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας, ω άντρες Αθηναίοι. Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου. Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει, μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν) όλα τα καλά του Θεού: τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα, παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας, χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι και σκόρδο, καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!) κι άνεμος μουσικός! Είσαστε αθάνατοι! Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι, αν η Μοίρα σάς γεννούσε με μιαν αλογήσιαν ούρα που να σαλεύει μοναχή της ζερβά δεξιά σα βεντάγια και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε την ώρα που κοιμάστε και την ώρα που δικάζετε, — σα δικάζετε κοιμάμενοι!…»
***
Πολλά είναι τα έργα του Βάρναλη που ανάγονται στο χώρο των μελετών και της κριτικής. Από το κλασικό δίτομο έργο του «Αισθητικά – Κριτικά», αποσπάσματα από ένα κείμενό του – το οποίο αφιερώνουμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024:
Τέχνη και Ηθική
Στην εφημερίδα Ακρόπολη της 17 του Μάρτη 1896 (παραμονές των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων) διαβάζουμε την ακόλουθην είδηση: «Αύριον θα στηθώσιν εις το Στάδιον και οι ανακαλυφθέντες δύο Ερμαί, εκατέρωθεν της σφενδόνης, εκεί όπου άρχονται τα τόξα αυτής. Τα κάτω μέρη των Ερμών, τα οποία δεν συνάδουσι προς τα σημερινά ήθη, θα καλυφθώσι δι’ υφασμάτων κυανόλευκων».
Οι Ερμές «Στην μπροστινή και στην πισινή πλευρά αυτών των στηλών ο αρχαίος μαρμαράς είχε σκαλίσει πολύ “έκτυπα” τα διακριτικά σημεία του φύλου των δύο θεών» […] Για λόγους «ντροπής» οι σύγχρονες σκεπάζουν το φύλο των Ερμών.
Και συνεχίζει ο Κ. Βάρναλης:
«Οι ακαλλιέργητοι άνθρωποι βλέπουνε την ανηθικότητα της Τέχνης ως ανηθικότητα. Οι φωτισμένοι και καλλιεργημένοι αισθητικά βλέπουνε και νιώθουνε την Τέχνη και τίποτες άλλο.
Αν πραγματικά μια Τέχνη πρέπει να ονομαστεί ανήθικη, για τον ανήθικο ρόλο που παίζει στην πνευματική και τη συναισθηματική ζωή των μαζών, είναι η Τέχνη η αντιδραστική. Αυτή που ψεύδεται, παραπλανά και συσκοτίζει τις μάζες, σε τρόπο, που να χάνουμε την αίσθηση του πραγματικού, του αληθινού, του προοδευτικού και της λευτεριάς.
Η τέτοια Τέχνη κι όταν δεν είναι άσεμνη είναι Τέχνη κακοήθης. Η καλή Τέχνη, που αναπαριστά το γυμνό, είναι ηθική, μα η κακιά Τέχνη, κι όταν σκεπάζει την ανηθικότητα, αυτή ’ναι πρόστυχη κι ανήθικη».
***
Κλείνουμε τον μικρό περίπατο με λίγους χαρακτηριστικούς στίχους – κατακλείδα όλου του έργου του Βάρναλη:
«Ἐθνικὴ Παιδεία»
Γανιάσατε, δασκάλοι, νὰ ξεμάθω / νά ῾μαι ἐγώ, νὰ στοχάζομαι, νὰ θέλω – / ψέματα ὅλο ν᾿ ἀκούω, νὰ λέω, νὰ πράττω,
γιὰ ψέματα νὰ ζῶ καὶ νὰ πεθαίνω.
Δὲν μπόρεσε ἡ σπουδὴ νὰ μὲ χαλάσει. / Ἀντέξανε σαρκίο, ψυχὴ καὶ γνώση / μὰ κάθε τόσο θάνατος νὰ ξέρεις
ὅτ᾿ εἶσαι πάντα πουλημένο κρέας.
Πῶς μᾶς θέλει ἡ «ἀληθὴς δημοκρατία»
Νὰ μὴν ἀκούω καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατῶ. /Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό. / Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿ ἡ μπόχα τοῦ καιροῦ μου. / Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη καὶ μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, ὅποτε μοῦ ῾ρθει, πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνοῦχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.
Στη συνέχεια θα φωτίσουμε το έργο του Άγγελου Σικελιανού.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής