Πονοκεφάλους δημιουργεί η αναταραχή στην Ιβηρική
του Ερρίκου Φινάλη
Ο Ιταλός κοινωνιολόγος Λουτσιάνο Γκαλίνο έχει μιλήσει, αναφερόμενος στις πολιτικές που επιβάλλονται ιδίως στο Νότο από το ευρωπαϊκό Διευθυντήριο και τη Γερμανία, για «ταξική πάλη από τα πάνω». Αυτή η πάλη έχει ενταθεί δραματικά από το 2008-2009, όταν η παγκόσμια οικονομική (και όχι μόνο) κρίση χτύπησε και την Ευρώπη. Πέντε-έξι χρόνια αργότερα, παρότι μεσολάβησε η χειραγώγηση των οργισμένων ξεσπασμάτων των λαών του Νότου και η κυβίστηση μιας σειράς δυνάμεων που διακήρυτταν ότι θέλουν να απαλλάξουν την Ευρώπη από τη θηλιά των νεοφιλελεύθερων ταλιμπάν, η αμφισβήτηση της γερμανικής Ευρώπης καλά κρατεί.
Οι μεθοδεύσεις του Διευθυντηρίου σε βάρος των εργαζομένων και η ταπείνωση ολόκληρων χωρών, σε συνδυασμό με την αδυναμία του να δώσει ακόμη και μια αντιδραστική αλλά στοιχειωδώς βιώσιμη διέξοδο από την κρίση, κρατούν ζωντανή τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Με άλυτες τις βαθιές εσωτερικές αντιφάσεις του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος» και με διαρκή την παρενόχληση από άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπως οι άσπονδες φίλες ΗΠΑ που δεν ανέχονται αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας τους, οι προσπάθειες σταθεροποίησης των κυβερνήσεων δυναμιτίζονται και οι γερμανικές συνταγές αμφισβητούνται.
Η αποσταθεροποίηση καλά κρατεί
Κι αν στο Βορρά η δυσαρέσκεια εκτρέπεται μαζικά σε έναν ακροδεξιό ευρωσκεπτικισμό (που κι αυτός δυσκολεύει τη διαχείριση των προβλημάτων από τις ελίτ, οι οποίες σπάνε το κεφάλι τους για να βρουν τρόπο να τον εκμεταλλευτούν), στο Νότο το πρόβλημα παραμένει. Μπορεί η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ να δίνει μια προσωρινή ανάσα στο Διευθυντήριο όσον αφορά τη χώρα που προξενούσε τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους, με ένα λαό που λειτουργούσε ως «κακό παράδειγμα» για τους υπόλοιπους και κατάφερε θανάσιμο πλήγμα στον παλιό δικομματισμό. Όμως η αποσταθεροποίηση αναζωπυρώνεται αλλού, και ξανανοίγουν μέτωπα που θεωρούνταν λιγότερο επικίνδυνα. Για παράδειγμα, η πορτογαλική «εμπλοκή», ή η ενοχλητική επιμονή «περιφερειακών» εθνών που διεκδικούν την ανεξαρτησία τους από το ισπανικό κράτος.
Οι περιπτώσεις αυτές επιβεβαιώνουν παλαιότερες εκτιμήσεις, ότι ο Νότος αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της γερμανικής Ευρώπης. Η αναταραχή στην Ιβηρική Χερσόνησο δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη δυσκολία διαχείρισης τόσο του πολιτικού όσο και του κοινωνικού προβλήματος και της μαζικής δυσαρέσκειας που γεννούν, κι ότι θα μπορούσε υπό άλλους όρους να αποτινάξει το ζυγό που επιβάλλουν οι επικυρίαρχοι. Σήμερα φυσικά, βοηθούσης ιδίως της νεοφώτιστης Κεντροαριστεράς, καμιά σημαντική πολιτική δύναμη του Νότου δεν βάζει πλέον τέτοιους στόχους. Αντ’ αυτών, πλασάρεται η μεγάλη ιδέα της «αλλαγής της Ε.Ε. μέσα από τη συνάντηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τη σοσιαλδημοκρατία». Το ιταλικό μοντέλο, όπου η κεντροαριστεροποίηση διέλυσε για τα καλά μια κάποτε ισχυρή Αριστερά (κι όπου τελικά αποτυγχάνει εδώ και χρόνια όποιο κόλπο και να δοκιμάσουν τα συνένοχα απομεινάρια της), εξάγεται και στον υπόλοιπο Νότο…
Πορτογαλικός και καταλανικός πονοκέφαλος
Στην «υποδειγματική» Πορτογαλία η πολιτική αβεβαιότητα βαθαίνει, μετά την αναμενόμενη καταψήφιση της κεντροδεξιάς κυβέρνησης μειοψηφίας από την πλειοψηφία που σχηματίζουν(;) το αμαρτωλό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Μπλόκο της Αριστεράς και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Πέρα από το ερωτηματικό του ποια πολιτική θα εφαρμόσει μια τυχόν «σοσιαλιστική» κυβέρνηση, το πιο κραυγαλέο συμπέρασμα είναι ότι η έστω και τυπική δημοκρατία έχει ήδη καταργηθεί σε ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατ’ εντολή του Βερολίνου και των «αγορών». Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμη και τώρα ο πρόεδρος της Πορτογαλικής «Δημοκρατίας» ταλαντεύεται ανάμεσα σε αυτό που επιτάσσουν οι πλέον στοιχειώδεις κανόνες του αστικού δημοκρατικού πολιτικού συστήματος (δηλαδή να αναθέσει το σχηματισμό κυβέρνησης στον σοσιαλιστή Αντόνιο Κόστα, που αποδεδειγμένα διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία), και σε αυτό που επιθυμούν οι επικυρίαρχοι: μια «μεταβατική» κυβέρνηση της κεντροδεξιάς μειοψηφίας για πολλούς μήνες, αφού σύμφωνα με το πορτογαλικό Σύνταγμα δεν επιτρέπονται νέες εκλογές έως την άνοιξη του επόμενου χρόνου! Για το Διευθυντήριο βέβαια η ιδανική λύση θα ήταν να «συνέλθουν» οι σοσιαλιστές και να συνεργαστούν ρητά ή άρρητα με την Κεντροδεξιά. Δύσκολο για την ώρα, και επικίνδυνο – η αντίδραση της μπουχτισμένης λαϊκής πλειοψηφίας σε μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να είναι ακόμη πιο «αποσταθεροποιητική».
Στο γειτονικό ισπανικό κράτος, από την άλλη, μειώθηκε δραστικά ο πυρετός που προκαλούσαν οι Podemos με βασικό φάρμακο (ή μάλλον φαρμάκι…) τους Ciudadanos – για να μην τα αποδώσουμε όλα στην αποτυχημένη συστημική ομοιοπαθητική της ηγετικής ομάδας των Podemos… Κι εκεί που ο δεξιός πρωθυπουργός Ραχόι και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί του είπαν «δόξα τω Θεώ», επανεμφανίστηκε η πεισματάρα Καταλονία, οπότε πάλι αναφωνούν «βόηθα Παναγιά». Την περασμένη Δευτέρα οι 62 βουλευτές του συνασπισμού του κόμματος του Καταλανού προέδρου Αρτούρ Μας (CDC) και της Ρεπουμπλικανικής Αριστεράς της Καταλονίας (ERC) και οι 10 βουλευτές της Λίστας Λαϊκής Ενότητας (CUP) υπερψήφισαν τη διακήρυξη έναρξης της διαδικασίας ανεξαρτητοποίησης – κατά ψήφισαν οι 63 βουλευτές όλων των υπόλοιπων κομμάτων (συμπεριλαμβανομένων των μόλις 11 βουλευτών του συνασπισμού Podemos, Πράσινων και Ενωμένης Αριστεράς…).
Ευθραυστότητα και απαξίωση των παραδοσιακών ελίτ
Είναι βέβαια άγνωστο το αν και πώς θα προχωρήσει αυτή η διαδικασία. Ήδη η κυβέρνηση της Μαδρίτης απειλεί με κυρώσεις, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας επίσης. Οι «αγορές» μάλιστα ήδη τις εφαρμόζουν: προχτές η Fitch υποβάθμισε δραματικά την πιστοληπτική ικανότητα της Καταλονίας, παρόλο που είναι μακράν η πιο εύρωστη οικονομικά «επαρχία» του ισπανικού κράτους! Από την άλλη, οι οπαδοί της ανεξαρτησίας δήλωσαν ότι «δεν αναγνωρίζουν πλέον την ισπανική νομιμότητα και την εγκυρότητα των αποφάσεών της σε καταλανικό έδαφος». Σε κάθε περίπτωση, 40 μόλις μέρες πριν τις γενικές εκλογές της 20ής Δεκεμβρίου, η αντιπαράθεση Βαρκελώνης και Μαδρίτης υπογραμμίζει την ευθραυστότητα μεγάλων κρατικών σχηματισμών και τη γενικευμένη απαξίωση των παλιών πολιτικών συστημάτων. Κι ακόμη δεν έχει μπει στο χορό η ακόμη πιο «ανυπάκουη» Χώρα των Βάσκων…
Ο πονοκέφαλος της Λισαβόνας και της Μαδρίτης μεταδίδεται ως τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, αφού το αίτημα για δημοκρατία (είτε αφορά το σεβασμό της λαϊκής βούλησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, είτε την αποδέσμευση από ένα «ξένο» κρατικό μόρφωμα και την υιοθέτηση ενός διαφορετικού πολιτικού και κοινωνικού μοντέλου) ξεπηδάει από παντού και τροφοδοτεί μια συνεχή αναταραχή. Εκεί που οι συστημικές δυνάμεις νομίζουν ότι ξεμπέρδεψαν από τον ένα φόβο (π.χ. την άνοδο των «ανεξέλεγκτων» Podemos), εμφανίζονται καινούριες απρόβλεπτες καταστάσεις και οξύνονται εκ νέου παλιές αντιθέσεις. Ο Νότος, έστω και χωρίς την ελπίδα άμεσης πολιτικής διεξόδου που υπήρχε πέρυσι, εξακολουθεί να αμφισβητεί τις επιταγές της γερμανικής Ευρώπης και να δυσκολεύει τη διαχείριση της δυσαρέσκειας από τις ντόπιες και υπερεθνικές ελίτ.