του Λάμπρου Πολύζου
Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος.
Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό.
Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos
κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυττό.
Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω.
Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.
Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα.
Ναυτάκι του γλυκού νερού.
Σε πιάνει – μην το πεις αλλού – σα γάτα η λαμαρίνα
και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού.
Το κύμα πάρε του φιδιού και δώσ’ μου ένα μαντίλι.
Εγώ, – και σ’ έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό.
Βίρα, Κεφαλονίτισσα, και μάινα το καντήλι.
Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό.
Σου πήρ’ από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα
κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω απ’ το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία
έβενος, – γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.
Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει διάρα,
του κοριτισιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά.
Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο.
Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού.
Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο,
σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.
Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; – Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.
Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή ΤΡΑΒΕΡΣΟ
που πρωτοκυκλοφόρησε το 1975 από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Yara Yara, ο ποταμός της Μελβούρνης που εκβάλλει στο λιμάνι της (Port Melbourne). Στη γλώσσα των Αβοριγίνων της Αυστραλίας η λέξη yara σημαίνει το κύλισμα του νερού, συνεκδοχικά το ποτάμι. Υπάρχουν επίσης πάρα πολλές ερμηνείες σε άλλες γλώσσες και είναι πιθανό ο Καββαδίας να είχε κάποιες απ’ αυτές υπόψη του:
Αφγανικά – Φίλος
Αμερικανικά Ινδιάνικα – Ορίζοντας
Αραβικά – Μικρή πεταλούδα, ο/η/το αγαπημένο
Βραζιλιάνικα – Νύμφη του νερού, η θεά του ποταμού, η γοργόνα του ποταμού
Κουβανέζικα – Ανεξαρτησία
Γκουαρανί – Γκόμενα, παλακίδα
Εβραϊκά – Γυναίκα ή κυρία, κερήθρα
Ίνκας – Τραγούδι του έρωτα και του θανάτου
Ινδικά – Βασίλισσα του νερού
Περσικά – Κουράγιο αλλά και θαλπωρή
Μαλαισιανά – Αχτίδα της ανατολής, σπάνιο λουλούδι του βουνού, ανοιξιάτικο λουλούδι, μικρή πεταλούδα
Σλαβικά – Άνοιξη
Τουρκικά – Τραύμα
Τέλος ενδιαφέρον έχει η σχέση με το όνομα του νησιού Γυάρος το οποίο στα λατινικά είναι Gyara (ήταν γνωστό το νησί στους Ρωμαίους) και σήμερα στα αγγλικά με το όνομα αυτό (gyara) ονομάζουν ένα είδος πεταλούδας. Σύμφωνα με κάποια αγγλόφωνη ερμηνεία στα αρχαία ελληνικά και στα λατινικά σημαίνει «ανοιξιάτικη εποχή».
φούντο, το: λατ. fundus: o βυθός – πόντισμα, βύθισμα
κάβος, ο: ιταλ. cavo: απόκρημνο ακρωτήρι – χοντρό σκοινί
centavo: μικρής αξίας νόμισμα, δεκάρα
κούκος: ναυτικό καπέλο
κολαρίνα: ναυτικό κολάρο
λαμαρίνα, η: βεν. lamarin: λεπτό μεταλλικό έλασμα – αρρώστεια που προσβάλλει και τρελαίνει τις γάτες στα φορτηγά πλοία
προβέτζο, το: βεν. provenza: απότομη μεταβολή του ανέμου από νότιο σε δυνατό βόρειο
γέρο Τισιανό: μάλλον αναφέρεται στον γνωστό ιταλό ζωγράφο Τιτσιάνο
βιρά(ρω): ιταλ. virare: στρέφω το βαρούλκο για να σηκώσω την άγκυρα, φεύγω
μαϊνά(ρω): ιταλ. mainare: υποστέλλω, κατεβάζω τα πανιά
Κεφαλονίτισσα: μάλλον διφορούμενο (όπως όλος ο στίχος πιστεύω). Κατά μία έννοια αναφέρεται στο πλοίο το ίδιο. Ή/και ίσως σε κάποια γυναίκα
φριγκορίφικο, το: ισπ. frigorifico: πλοίο-ψυγείο
καντηλί(τσα), η: βεν. candelizza: 1. Συσκευή που αναρτάται στα πλευρά του πλοίου και στην οποία στέκεται ο εργάτης που επισκευάζει ή χρωματίζει το πλοίο. 2. Η καντηλίτσα του φλώκου: η υπέρα του ατέρμονος. 3. Κόμπος επιδέξιος χρησιμοποιούμενος για την ανύψωση ανθρώπου στα ξάρτια
καμέα: μενταγιόν
έβενος: απ’ αυτό συνήθως κατασκευάζονται τα ιστία του πλοίου
πιλότος, ο: αγγλ. piloτ: οδηγός βαποριού, πλοηγός
Το 1951 ο Καββαδίας, μαρκονιστής στο S/S Cyrenia, βρίσκεται στο Γουίλιαμστάουν της Μελβούρνης, στις εκβολές του ποταμού Yara.
Πήγε με τα καράβια από παιδί, πρωτομπαρκάρησε 19 χρονών με φορτηγό. Από το 1944 ταξιδεύει συνεχώς μέχρι το 1974, ένα χρόνο πριν πεθάνει. Από τον Οκτώβριο του 1949 και για τα επόμενα δύο περίπου έτη εργαζόταν σε ένα μεταναστευτικό καράβι, το S/S Cyrenia, που εκτελούσε τη γραμμή Γένοβα – Πόρτο Άντεν – Κολόμπο (Σρι Λάνκα) – Φρίμαντλ (δυτική Αυστραλία) – Μελβούρνη. Ένα ταξίδι 30 ημερών.
Η ζωή του, πυκνά εικονογραφημένη στο διεσταλμένο χώρο του καραβιού, κατάστικτη από ταξίδια της μνήμης, λυρικές απογειώσεις και μοναξιά, απαγκιάζει από λιμάνι σε λιμάνι. Από λίγες μέρες μέχρι μήνες κάτι φορές, με βόλτες στα μουσεία και τα μπουρδέλα, με εφήμερες σχέσεις, με συντροφιά ή χωρίς, στέλνοντας ονειρικές ειδήσεις από τόπους που υπάρχουν και δεν υπάρχουν.
Το ατμόπλοιο Κυρήνεια, που «πρωταγωνιστεί» στο πιο δημοφιλές ποίημα Εφτά Νάνοι στο S/S Cyrenia (γραμμένο πιθανότατα στο Κολόμπο λίγο καιρό μετά τον απόπλου από τη Μελβούρνη και το Yara Yara), κατασκευάστηκε το 1901 και ήταν αρχικά νεοζηλανδικών συμφερόντων (μέχρι το 1947). Είχε δε το όνομα T.S.S. Maunganui. Το 1947 αγοράστηκε από τη Hellenic Mediterranean Lines, ιδιοκτησία οικογένειας Κεφαλονιτών και μετονομάστηκε σε S/S Cyrenia.
Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε στη μεταφορά νεοζηλανδών στρατιωτών στο μέτωπο και πίσω. Το 1940 έπιασε φωτιά και κινδύνεψε να βυθιστεί εν πλω. Ο καπετάνιος κατάφερε να το χειριστεί, χωρίς να πάρουν οι επιβάτες χαμπάρι. Στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε ξανά απ’ το στρατό, ως πλοίο – νοσοκομείο αυτήν τη φορά. Μ’ αυτήν του την ιδιότητα πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις των Βρετανο-Αυστραλο-Νεοζηλανδών εναντίον των Γιαπωνέζων. Το κλείσιμο της Διώρυγας του Σουέζ σήμανε και το τέλος της δράσης του. Στις 6/2/1957 έκανε και το τελευταίο του ταξίδι προς το «νεκροταφείο πλοίων».
Βράδυ του 1951 η εργατούπολη του Γουίλιαμστάουν ησυχάζει, γύρω απλώνονται τα φώτα της Μελβούρνης, ο Yara Yara κυλάει βαρετά, ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά, φέρνοντας προς το πέλαγος. Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα. Στο κατάστρωμα του S/S Cyrenia, ίσως βαριέται και αυτός. «…Mόλις φθάναμε στο τελευταίο λιμάνι, έπεφτα να κοιμηθώ κι όταν ξυπνούσα, τους είχε καταπιεί όλους η πάχνη του Yara Yara. Πού είχε πάει κείνος ο αχός, το βουητό που με κοίμιζε τόσες μέρες, που το βαριόμουνα και που τ’ αγαπούσα».
Ατενίζει την πόλη, πέρα, τον ποταμό που κατεβαίνει και ίσως σκέφτεται την άγνωστη στεριά, εδώ στο χείλος του κόσμου, και τις άλλες στεριές που χρόνια προσμένει για να ζαλιστεί. Ατενίζει την επιστροφή, τη φυγή. Και ίσως οργανώνει τη φυγή, μία απ’ τις τόσες. Πίσω, εκεί όπου πηγάζει ο ποταμός, στο στεριανό καημό, στο μεγάλο ρεύμα, από όπου αποκόπηκε, κι ωστόσο ακόμα ανήκει. Εκεί, όπου πάντα επιστρέφει: στους λυτρωτικούς τόπους της ποίησης. Κρυφομιλεί σαν κάθε ποιητής, κι ίσως κρυφομιλεί τις λέξεις τι νέοι που φτάσαμεν εδώ/ Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.