Ο ηγέτης του ελεύθερου κόσμου, ο Δημοκρατικός που θα αποκαθιστούσε εντός και εκτός ΗΠΑ την κανονικότητα μετά το διάλειμμα του απεχθούς Τραμπ, βαδίζει προς την πρώτη επέτειο από την ανάληψή των καθηκόντων του, αλλά με αβέβαια βήματα. Νοσεί βαριά, όχι από Covid-19, αλλά από κάθετη πτώση της δημοτικότητάς του εξαιτίας των αλλεπάλληλων πληγμάτων που δέχεται σε όλα τα μέτωπα και της πασιφανούς αδυναμίας του να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν για την προεδρία του. Είναι κι αυτό δείγμα της έλλειψης μιας αποφασισμένης και πειστικής ηγεσίας στο Δυτικό στρατόπεδο, ικανής να συλλάβει ένα σχέδιο ανασυγκρότησης και να το υλοποιήσει επανασυσπειρώνοντας τις συνιστώσες του. Το πρώτο μεγάλο χτύπημα ήταν βέβαια η πανικόβλητη αποχώρηση από το Αφγανιστάν, που δεν χρυσώνεται με τίποτα. Όμως ακολούθησαν κι άλλα: στο εσωτερικό μέτωπο, το υποτίθεται μεγαλεπήβολο σχέδιό του για στήριξη της κοινωνίας με 3,5 τρισεκατομμύρια δολάρια (σε βάθος δεκαετίας και βάλε) κόπηκε με το καλημέρα κατά 50% περίπου από ένα ενιαίο μπλοκ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων που ανησυχούν για τη «σπατάλη».
Επικεφαλής τους έχει τεθεί ντε φάκτο ο Δημοκρατικός Τζο Μάντσιν, γερουσιαστής από τη Δυτική Βιρτζίνια, ο οποίος δήλωσε πρόσφατα: «Έπραξα ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να στηρίξω τον συμβιβασμό [που ήδη περιέκοψε δραστικά το κοινωνικό πρόγραμμα του Μπάιντεν], αλλά αδυνατώ να συνεχίσω». Ο ίδιος και όσοι τον ακολουθούν δεν θεωρούν βέβαια σπατάλη τα 14 τρισεκατομμύρια δολάρια που έχουν «επενδυθεί» σε στρατιωτικές δαπάνες την τελευταία εικοσαετία, ούτε τα 3 τρισεκατομμύρια δολάρια του αυτόνομου προγράμματος για «όπλα νέας γενιάς»… Στόχος τους είναι να περικοπεί ακόμη πιο δραστικά το μοναδικό κοινωνικά ωφέλιμο σχέδιο της διακυβέρνησης Μπάιντεν, κι η μερίδα του λέοντος από ό,τι τελικά απομείνει να πάει κατευθείαν στις τσέπες των πολυεθνικών. Αυτόν τον διακομματικό στόχο οι κατά τα άλλα «πολιτικοί αντίπαλοι» τον πετυχαίνουν μεθοδικά, επιβεβαιώνοντας την αδυναμία του υποτιθέμενου πλανητάρχη να επιβληθεί ακόμη και στο ίδιο του το κόμμα. Πόσο μάλλον στον πλανήτη.
«Οι λύσεις δεν ήρθαν»
Λέει σχετικά ο προοδευτικός Αμερικανός κοινωνιολόγος Τζέιμς Πέτρας: «Πρακτικά λίγα από όσα περιλαμβάνονταν στο κοινωνικό πρόγραμμα του Μπάιντεν υλοποιούνται. Το Κογκρέσο ενέκρινε κάποιες δημόσιες επενδύσεις για την ανασυγκρότηση των υποδομών, αλλά απέρριψε ό,τι έχει να κάνει με κοινωνική πρόνοια, υγεία και εκπαίδευση. Άρα εξακολουθούμε να ζούμε σε μια χώρα όπου είναι λιγοστές οι δυνατότητες μόρφωσης, ενώ η κατάσταση στην υγεία είναι τρομακτική. Οι ασθένειες εξαπλώνονται, και τα εμβόλια αποδεικνύονται ανεπαρκή για να τις αναχαιτίσουν. Πολλοί άνθρωποι δεν έχουν χρήματα για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα υγείας τους, και η μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών υπερχρεώνεται διά βίου λόγω των φοιτητικών δανείων. Με άλλα λόγια, οι λύσεις που ανέμεναν οι λαϊκές τάξεις από τον Μπάιντεν δεν ήρθαν. Επιπλέον, ο πληθωρισμός συνιστά εκ νέου ένα τεράστιο πρόβλημα, καθώς τα βασικά είδη ακριβαίνουν με δραματικό ρυθμό. Την ίδια στιγμή, μια μικρή μειοψηφία πολυεκατομμυριούχων πλουτίζει κι άλλο. Οι οικονομικές ανισότητες είναι πλέον τεράστιες, σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε»…
Έτσι ο Μπάιντεν μπορεί να γιορτάζει την πρώτη επέτειο της «νίκης της δημοκρατίας» επί των οπαδών του Τραμπ (που πέρυσι τέτοιες μέρες εισέβαλαν στο Καπιτώλιο), αλλά στην πραγματικότητα είναι πιο αδύναμος παρά ποτέ. Αυτό υπογραμμίζει και η «αδιάλλακτη» στάση των στρατηγικών αντιπάλων των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ρωσίας, που δεν υποχωρούν ούτε βήμα παρά τις απειλές του Αμερικανού προέδρου για δυναμική αντίδραση στα μέτωπα της Ουκρανίας, της Ταϊβάν κ.λπ. Η δυσκολία των ΗΠΑ να υλοποιήσουν την «ολική επαναφορά» τους στη διεθνή σκακιέρα, όπως υποσχόταν ο Μπάιντεν, σε συνδυασμό με τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης για τη μεγάλη πλειοψηφία, και με τη μονιμοποίηση της βαθιάς οικονομικής (και όχι μόνο) κρίσης, δεν διαφεύγει βέβαια της προσοχής των Αμερικανών. Έτσι η δημοφιλία του Μπάιντεν έχει πιάσει ιστορικό χαμηλό μόλις ένα χρόνο αφότου ανέλαβε την προεδρία: 42% σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις. Ο Ζ.Ε. Μπρανά, καθηγητής εξειδικευμένος σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα των ΗΠΑ, σημειώνει ότι αυτό «συνιστά τίποτα λιγότερο από ανωμαλία, ιδίως σε περίοδο χριστουγεννιάτικων διακοπών»…