Αποχαιρετώντας το φίλο, το σύντροφο, τον άνθρωπο Δημήτρη Παπαζαφειρόπουλο.
Με το Μήτσο υπολόγιζα να γεράσουμε μαζί. Επειδή απλά μαζί ζήσαμε τα σημαντικότερα επεισόδια της ζωής μας. Αφότου αποφάσισε να μάθει γράμματα τα «κοπέλια» του νομού Ηρακλείου, το 1995, βλεπόμαστε αραιότερα από πριν. Τα λέγαμε βέβαια, αλλά σπανίως είχαμε την ευκαιρία να βγάζουμε τα εσώψυχά μας όπως παλιά, να ψυχαναλύουμε ο ένας τον άλλο.
Φανταζόμαστε, λοιπόν, τους εαυτούς ψιλοραμολί σε κανένα μπαρ να τακτοποιούμε αυτές τις εκκρεμότητες, να σκιαγραφούμε την ανασκόπηση του βίου μας, να βάζουμε τις τελευταίες πινελιές στον επίλογό του. Και γελούσαμε.
Ο Μητσάκος όμως μάς την έκανε νωρίς. Κι εγώ τον αποχαιρετώ μόνος με δάκρυα στα μάτια.
Την παραμονή της εκτέλεσής του, ο Νίκος Πλουμπίδης έγραφε στους δικούς του: «Μη λυπάστε, εγώ τώρα θα ησυχάσω. Σας εύχομαι όλων ευτυχία. Ο θάνατος είναι μια αλλαγή της ύλης. Έτσι είναι». Το ξέρω ρε Μήτσο ότι είναι έτσι αλλά είναι πολύ σκληρό, επώδυνο, αβάσταχτο. Δεν χωνεύεται.
Γνώρισα τον Δημήτρη Παπαζαφειρόπουλο στα μισά της Β’ Γυμνασίου στα τέλη του 1973. Ηρθε στο Γαλάτσι με μεταγραφή από το 5ο Εξαρχείων. Εξωθήθηκε μάλλον σε μεταγραφή εξαιτίας της συμμετοχής του στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οι γονείς του έλειπαν για τις ελιές στο χωριό τους, το Χάβαρι Ηλείας. Ανυποψίαστοι.
Είχε ζωγραφίσει μαζί με άλλους μια ελληνική σημαία στο στήθος και την πρότασσε στις ερπύστριες, στην πύλη της Πατησίων, λίγο πριν παραβιαστεί. Μετά την είσοδο του τανκ κρύφτηκε δυο μερόνυχτα στο λεβητοστάσιο μιας πολυκατοικίας. Οταν επέστρεψε σπίτι ήταν μπλε. Ο αδελφός του και κάποιοι θείοι του, που τον αναζητούσαν εναγωνίως, υπέθεσαν ότι η απόχρωση οφείλεται στο πολύ ξύλο. Τόσες ώρες όμως στη ζέστη του καυστήρα η σημαία είχε ξεβάψει και διαχυθεί σχεδόν σε όλο του το κορμί. Ήταν μόλις δεκατριών χρονών. Κουβαλούσε όλη την οργή και την ορμή αυτής της εμπειρίας και ταυτόχρονα μια έμφυτη ευγένεια, ασυνήθιστη σε έφηβο της εποχής. Ήταν καλός μαθητής. Και προπαντός μέσα σ’ όλα.
Γρήγορα γίναμε φίλοι. Ψαχνόμαστε με την αριστερά. Δύσκολα βρίσκαμε βιβλία κι ακόμα δυσκολότερα κάποιον μεγαλύτερο να μας μιλήσει όσο διαρκούσε η χούντα κι όταν ο φόβος έσπασε μετά τη μεταπολίτευση, η ακατάσχετη αριστερή φλυαρία μας μπέρδευε αντί να μας διαφωτίζει. Στην Γ’ Γυμνασίου ο καθηγητής των αγγλικών είχε προλάβει να δει το σφυροδρέπανο στο φυλλάδιο που διαβάζαμε απορροφημένοι εν ώρα μαθήματος. Εισπράξαμε μια διήμερη αποβολή. Λίαν επιεικώς.
Ο Τάκης, ο μεγάλος του ξάδελφος, μέλος του ΑΜΕΕ στη Φλωρεντία τον στρατολόγησε στον μ-λ χώρο. Ακολουθήσαμε κι εμείς. Η οικία Παπαζαφειρόπουλου επί σειρά ετών είχε μετατραπεί σε άτυπα γραφεία της ΠΜΣΠ Γαλατσίου. Βοηθούσε σ’ αυτό η ανοχή του Θανάση, του πατέρα του, άλλοτε αντάρτη του ΕΛΑΣ, Μακρονησιώτη και τρόφιμου στο ανανιπτήριο της Φρειδερίκης στη Λέρο. Και της Χριστίνας, της μάνας του, ΕΠΟΝίτισσας στην Αιτωλοακαρνανία.
Συνεδριάζαμε με τις ώρες στο νοτιοανατολικό δωμάτιο με τη σιαμαία γάτα του σπιτιού να τρίβεται διαρκώς στα πόδια μας. Ο Σπύρος, οι άλλοι δυο Μήτσοι, ο Αρίστος, ο Γιάννης. Αποκρυπτογραφούσαμε τα δυσνόητα κείμενα των γενειοφόρων της επανάστασης. Διεισδύαμε στα μυστικά της πολιτικής, της οικονομίας, της φιλοσοφίας. Αναπαυόμαστε στις στέρεες βεβαιότητες του μαρξισμού-λενινισμού και φτερουγίζαμε στις ουτοπικές χίμαιρες της ηλικίας μας. Δεκαεξάχρονα παιδιά που νομίζαμε ότι θα κατατροπώσουμε την ιστορία.
Σχεδόν κάθε βράδυ βγαίναμε για αφισοκόλληση και το συνακόλουθο κυνηγητό με τους μπάτσους. Πλακωνόμαστε με φασίστες μαθητές στα Πατήσια, τους Αμπελόκηπους και αλλού. Στις διαδηλώσεις συγκρουόμαστε με τα ΜΑΤ και συχνότερα με τα ΚΝΑΤ.
Ο Μήτσος ήταν η ψυχή του «πυρήνα», τα μέλη του οποίου σήκωσαν το φέρετρό του προχθές.
Διέθετε μια αξιοζήλευτη αυτοπειθαρχία. Το καλοκαίρι του 1978 απομονώνεται στο εξοχικό τους στο Κάλαμο και έπειτα από ενός μηνός εντατικό διάβασμα μπαίνει στην ΑΣΟΕΕ. Ηταν ένας άθλος δεδομένου ότι λόγω της ενασχόλησης με το κίνημα είχε, όπως όλοι μας, παραμελήσει εντελώς τα μαθήματα.
Συμμετέχει ενεργά στην κορυφαία επαναστατική στιγμή της γενιάς μας, τον ετεροχρονισμένο μας Μάη: τις καταλήψεις για τον 815 το χειμώνα του 1979. Σε μια απ’ τις πορείες ένας θηριώδης, βαθμοφόρος αστυνομικός συλλαμβάνει διαδηλωτή μπροστά στη Μεγάλη Βρετάνια. Ο Μήτσος με δυο-τρεις άλλους ορμούν και έπειτα από ολιγόλεπτη συμπλοκή του αποσπούν τον κρατούμενο. Ο μπάτσος έξαλλος επειδή δεν τον υποστήριξαν οι συνάδελφοί του, ξηλώνει τα γαλόνια του μπροστά στο φακό της «Ελευθεροτυπίας», που την επόμενη δημοσιεύει καρέ-καρέ το περιστατικό στην πρώτη σελίδα.
Στις 16 Νοέμβρη του 1980, στην πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία, βρίσκεται στις πρώτες αλυσίδες που ανέκοψαν τη δολοφονική ορμή των μπάτσων και δεν θρηνήσαμε περισσότερους νεκρούς εκτός από τον Ιάκωβο Κουμή και την Σταματίνα Κανελλοπούλου.
Το 1985 εγκαταλείπει την ΑΣΟΕΕ για να σπουδάσει δάσκαλος στη Λαμία, όπου υπηρετεί ταυτόχρονα τη θητεία του. Όποιος τον γνωρίζει εκείνη την περίοδο μιλά για έναν Μήτσο απολύτως πράο και γαλήνιο. Ο «τσαμπουκάς» του έχει καταλαγιάσει σε μια φιλοσοφημένη θεώρηση για τις ανθρώπινες σχέσεις. Δεν βγάζει κανενός είδους ανταγωνισμό με κανέναν και κερδίζει τους πάντες με τη συζήτηση, συχνά εις βάρος της ψυχικής του ηρεμίας.
Καίτοι χαμηλών τόνων παραμένει η ψυχή της παρέας, ο συνδετικός κρίκος στο Γαλάτσι, τα Εξάρχεια, τη Γαύδο τα καλοκαίρια.
Το 1991 «αυτοεξορίζεται» στο αγαπημένο του νησί, τη Γαύδο. Δάσκαλος με πέντε μαθητές την πρώτη χρονιά και τη δεύτερη μόνο με τη μικρή Ζανίν, που τυγχάνει μάλιστα Γερμανίδα.
Το 1995 πραγματοποιεί το όνειρο της ζωής του. Φεύγει από την Αθήνα μαζί με τη Μαρίνα, τη σύντροφό του, και εγκαθίσταται μόνιμα στο Ηράκλειο. Το 1997 γεννιέται το καμάρι του, το Χριστινάκι. Τιμά το λειτούργημα του δασκάλου. Με την εντιμότητα και την επιμονή που τον χαρακτηρίζει στήνει στην Αγία Βαρβάρα περιβαλλοντική ομάδα για τη μόλυνση των ποταμιών της από τα βυρσοδεψεία και στα Λειβάδια Μυλοποτάμου μια μαθητική εφημερίδα που αποσπά σειρά βραβείων. Τελευταία δούλεψε στο Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Ανωγείων. Τον συνεπαίρνει το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και συμμετέχει δραστήρια στο στήσιμό του στην Κρήτη.
Στις 20 Ιουλίου 2008 πέφτει σαν βόμβα η μαύρη είδηση: Διαγνώστηκε στον Μήτσο καρκίνος στον πνεύμονα με μετάσταση στο κεφάλι. Οι γιατροί του δίνουν δυο μήνες. Αντιμετωπίζει την αρρώστεια με θαυμαστή ψυχραιμία και αξιοπρέπεια. Το φιλοσοφεί και παλεύει κάνοντας τους 2 μήνες 34. Είναι συγκινητική η συμπαράσταση και η αλληλεγγύη που επιδεικνύει η κοινωνία του Ηρακλείου. Δεκάδες φίλοι τον συνοδεύουν στο νοσοκομείο για θεραπείες, τον εμψυχώνουν, του κάνουν ευκολότερη τη ζωή. Στήνεται ένα ολόκληρο δίκτυο που ασχολείται αποκλειστικά με τη μάχη του Μήτσου. Στο Ηράκλειο και την Αθήνα. Ψυχή του ένας άλλος συμμαθητής, ο Νίκος, που του στέκεται σαν αδελφός. Τέτοιες τιμές, όμως, μόνο τα εξαιρετικά άτομα έχουν το προνόμιο να απολαμβάνουν.
Νιώθω ότι έχασα ένα κομμάτι του εαυτού μου. Εναν σπάνιο φίλο. Κάπως έτσι τον ένιωσαν οι 150 που με κόκκινες σημαίες συνόδευσαν το φέρετρό του στο καράβι, στο λιμάνι του Ηρακλείου. Κι οι εκατοντάδες που τον ξεπροβόδισαν στο νεκροταφείο Ζωγράφου.
Η κόρη του η Χριστίνα, ο πατέρας του, η μάνα του, ο αδελφός του ο Τάκης, η σύντροφός του ήταν τυχεροί που τον έζησαν κι εμείς που τον μοιραστήκαμε μαζί τους.
Εχεις ήδη συναντήσει Μητσάκο κάποια κολλητά φιλαράκια, που θα ‘χουν κάνει άνω-κάτω την κόλαση. Κι άντε να τους κάνεις καλά.
Σπουδαίος τύπος…
Να μη διστάζεις να ξεκινήσεις από την αρχή.
Να ‘σαι σκεπτικός στα εύκολα και γελαστός στα δύσκολα.
Να σέβεσαι τους νεότερους.
Να βλέπεις πρώτα τον εαυτό σου σε κάθε ιδέα.
Να δέχεσαι την αγάπη των άλλων.
Να ξέρεις πως κάποιοι θα ζουν ακόμα, όταν εσύ δε θα υπάρχεις.
Να ‘σαι καλός με τους ανθρώπους.
Η ΚΟΕ στο Ηράκλειο σού χρωστά πολλά.
Όχι απ’ αυτά που μετρήσαμε στους απολογισμούς της κάθε μέρας, του κάθε μήνα.
Αλλά απ’ αυτά που θα συναντάμε στις μάχες και τα κοινά μας όνειρα
και θα λέμε «σπουδαίος τύπος ο Μήτσος».
Καλό Ταξίδι!
Τα ξημερώματα της Δευτέρας μας άφησε ο Δημήτρης Παπαζαφειρόπουλος, έπειτα από μια μεγάλη μάχη με τον καρκίνο.
Τον Δημήτρη τον γνωρίσαμε στις διαδικασίες του Φόρουμ, έπειτα στις γραμματείες του ΣΥΡΙΖΑ, ως έναν απλό άνθρωπο, ανένταχτο της Αριστεράς, πάνω από όλα ανιδιοτελή και μάχιμο, να δίνει με τόλμη και μαχητικότητα αγώνες μέσα στο κίνημα, τους δρόμους, το συνδικαλισμό, να βάζει πλάτες για την ενότητα της Αριστεράς, να παλεύει εμπράκτως και με αξιοπρέπεια για μια άλλη κοινωνία.
Με αξιοπρέπεια έδωσε και το δικό του προσωπικό αγώνα με την ασθένεια, διδάσκοντας σε όλους εμάς τους νεότερους ότι το να αγωνίζεσαι ενάντια στις προσωπικές ή συλλογικές δυσκολίες, να αντιστέκεσαι και να μην παραιτείσαι μπροστά στα εμπόδια είναι η στάση ζωής, η κοσμοαντίληψη κάθε ανθρώπου που θέλει να αλλάξει τον κόσμο.
Δημήτρη, η Οργάνωση της ΚΟΕ Ηρακλείου σε χαιρετά με μια υπόσχεση: για κάθε έναν που φεύγει, άλλοι δέκα θα σηκώνουμε το όπλο του και θα συνεχίζουμε τη μάχη, μέχρι τη νίκη.