Robert Gerwarth–Erez Manela (επιμ.), Αυτοκρατορίες σε πόλεμο, 1911-1923, Μετάφραση: Ελ. Αστερίου, Αλεξάνδρεια 2014, σελ. 440
Την 1η Αυγούστου του προηγούμενου χρόνου, σε ολόκληρη την Ευρώπη, εορταζόταν η εκατονταετηρίδα της έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εγκαινιάζοντας με τον τρόπο αυτό ένα δημόσιο μνημονικό πρόγραμμα, αλλά και ένα κύμα επιστημονικών συναντήσεων, δημοσιεύσεων κ.λπ., που θα κλιμακώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας έως το 2018, οπότε και αναμένεται να ολοκληρωθεί με την επέτειο της Ανακωχής, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Σε μεγάλο βαθμό, οι ποικίλες, δημόσιες και ακαδημαϊκές, εκδηλώσεις εστιάζονται στη Δυτική Ευρώπη, εκεί όπου θεωρούμε, συνήθως, ότι εξελίχθηκαν οι κυριότερες μάχες του πολέμου, ανάμεσα στα έθνη-κράτη της Δύσης…
Άρχισε όμως, πράγματι, το 1914 ο «Μεγάλος Πόλεμος»; Πόσο τεκμηριωμένα μπορούμε να ορίσουμε το τέλος του στα 1918; Ήταν το Δυτικό Μέτωπο το μόνο θέατρο του πολέμου; Πόσο αληθές είναι ότι πρωταγωνιστές του υπήρξαν τα σύγχρονα έθνη-κράτη;
Οι συγγραφείς του συλλογικού τόμου που επιμελούνται οι καθηγητές Ιστορίας Robert Gerwarth (Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου) και Erez Manela (Πανεπιστήμιο Harvard) επιδιώκουν να διευρύνουν την οπτική μας σχετικά με αυτά τα ερωτήματα, χρησιμοποιώντας τον «ευρυγώνιο φακό» της ιστορικής αφήγησης, προκειμένου να καταδείξουν τα χαρακτηριστικά εκείνα που έκαναν τον πόλεμο πραγματικά, και για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, παγκόσμιο.
Θεωρώντας ότι η συμπίεση του πολέμου ανάμεσα στα 1914-1918 στενεύουν την οπτική μας για τα πραγματικά γεγονότα και την ιστορική σημασία τους, οι συγγραφείς προτείνουν μια αποκλίνουσα αφήγηση.
Αντιμετωπίζοντας τον Μεγάλο Πόλεμο ως έναν κύκλο ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ αυτοκρατοριών (ή κρατών που έτρεφαν αυτοκρατορικές φιλοδοξίες, όπως η Ιταλία), τοποθετούν την αρχή του στα 1911, όταν η Ρώμη επιτέθηκε στη Βόρεια Αφρική, καταλαμβάνοντας εδάφη που ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Συγκρούσεις που συνεχίστηκαν, σχεδόν χωρίς διακοπή, με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, που στόχο είχαν την κατάληψη των ευρωπαϊκών οθωμανικών εδαφών.
Αλλά και κατά τη συμβατική διάρκεια του πολέμου, οι συγκρούσεις υπήρξαν εξίσου σφοδρές και ενέπλεξαν αποικιακούς πληθυσμούς σε εδάφη πολύ πέραν της Ευρώπης, στην Αφρική, την Ασία, ακόμη και στα νερά του Ατλαντικού στη Νότα Αμερική. Παράλληλα, μέσα από αυτήν την πολεμική κινητοποίηση, Αφρικανοί στρατιώτες και Κινέζοι εργάτες βρέθηκαν στα χαρακώματα του δυτικού μετώπου, ινδικά σώματα στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής, ιαπωνικά κατοχικά στρατεύματα στην Κίνα… Η κινητοποίηση του πληθυσμιακού δυναμικού των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών προκειμένου να κερδηθεί η ενδοευρωπαϊκή σύγκρουση έβαλε τις βάσεις για τα κατοπινά κινήματα αποαποικιοποίησης, διαρρηγνύοντας, εντέλει, την ίδια τη συνοχή και των νικητριών αυτοκρατοριών.
Από την άλλη, η Ανακωχή του 1918 δεν σήμανε το σταμάτημα της βίας, ούτε καν στη Δύση, όπως δείχνει ο ιρλανδικός εμφύλιος πόλεμος (1922-23). Στην Ανατολική Ευρώπη η κατάρρευση της Αυστροουγγρικής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας δημιούργησαν μια έκρηξη επαναστατικής, αντεπαναστατικής και εθνοτικής βίας που δεν σταμάτησε παρά μόνο το 1923. Όσο δε για την Ανατολή, οι συνθήκες ειρήνης σήμαιναν το ξέσπασμα ενός ακόμη άγριου πολέμου, που σταμάτησε με τη μαζική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και τη συνθήκη της Λωζάννης.
Σε αυτές τις διεργασίες εστιάζουν στις συμβολές τους οι ιστορικοί που συνθέτουν τον συλλογικό τόμο Αυτοκρατορίες σε πόλεμο.
Μπορεί ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος να μην ήταν ο «πόλεμος που θα τελείωνε όλους τους πολέμους», καθώς χρειάστηκε ένας ακόμη αιματηρός πόλεμος προκειμένου να επιλυθούν οι συγκρούσεις που είχαν μείνει εκκρεμείς ή και είχαν δημιουργηθεί από τη διευθέτηση της Ειρήνης των Βερσαλλιών, ήταν όμως ο πόλεμος που έδωσε ένα τέλος σε μια μορφή κρατικής οργάνωσης κυρίαρχης έως τότε στη διεθνή τάξη: Καμία από τις αυτοκρατορίες που ενεπλάκησαν δεν επέζησε του Μεγάλου Πολέμου – ακόμη και η Βρετανία και η Γαλλία, ήταν αναγκασμένες να σχεδιάσουν μια νέα σχέση με τους αποικιοκρατούμενους, που μέσα σε λίγες δεκαετίες θα οδηγούσε στην ανεξαρτητοποίησή τους. Από το 1923 και μετά ο πρωταγωνιστικός ρόλος στη διεθνή σκηνή ανήκει οριστικά στα εθνικά κράτη…
Στρατής Αρτεμισιώτης