της Αφροδίτης Κατσαδούρη
Σουρούπωνε στην Αχαρνών. Τα πολύχρωμα μαγαζάκια των μεταναστών αντικαθιστούσαν επάξια το φεγγάρι. Τα αραβικά, όσα έφταναν στο αυτί μου μέσα από το κράνος, έπαιρναν τη θέση του ανύπαρκτου ραδιοφώνου και μου κρατούσαν συντροφιά στον δρόμο. Ο κυρ Σωτήρης, συνεπής στον λόγο του, με περίμενε. Απτόητος αλλά και πτοημένος, ακούραστος αλλά και κουρασμένος, επισκεύαζε ως αργά τις μηχανές λες και η μέρα μόλις άρχιζε. Μόνο το τραγούδι που έπαιζε στο ραδιόφωνο και σιγοτραγουδούσε καθώς μου έβαζε τα καινούργια φρένα μαρτυρούσε τη χρονικότητα: «κάπου βραδιάζει, μην κλαις δεν πειράζει».
Ένα μικροκαμωμένο και γέρικο ανθρωπάκι έλεγχε με συνέπεια τα φρένα μου, έσκιζε άκοπα τις συσκευασίες με τα καινούργια τακάκια, έκανε πλάκα με τους υπαλλήλους 9 η ώρα το βράδυ, ακατάβλητος αλλά και καταβεβλημένος, σαν μύγα γύριζε ανάμεσά μας και κάθε λίγο με σπαστή φωνή απ’ την κούραση και τα χρόνια που έκρυβε μέσα του χωρίς να μαρτυράει μας επιδιόρθωνε: είτε τις δικές μου λειψές γνώσεις για την τσιμούχα που χάνει λάδια είτε τους βοηθούς του, οι οποίοι τον αποκαλούσαν συνέχεια «μάστορα» με έναν στομφώδη και αρχετυπικό θαυμασμό στα μάτια – λες και επρόκειτο για κάποιο φοβερό επί γης αξίωμα.
Ο Κυρ Σωτήρης, ένας ταπεινός εργάτης του μεροκάματου, με περίμενε ως το βράδυ αποτάσσοντας τον φόβο της παραμυθιακής κολοκύθας για να επισκευάσει τα φρένα μου, και μάλλον, επισκεύασε –χωρίς να το ξέρει– και την καρδιά μου.
Με μία πατρική, λακωνική και υπόκωφη τρυφεράδα, χωρίς πολλά επιρρήματα, επίθετα, γλυκερές καταλήξεις και ασθμαίνοντα υποκοριστικά αγάπης, χωρίς λόγια πολλά αλλά με πράξειςπου δεν φοβούνται να αναμετρηθούν με τις «φαβορί» λέξεις, αφού τις νικάνε επάξια πολύ όταν χρειαστεί, με ένα νοιάξιμο ανόθευτο, αγνό και ειλικρινές – από εκείνα που τρίβεις με τα μουντζουρωμένα δάχτυλά σου από το γράσο τα ανοιχτά σου μάτια σου όταν το συναντάς στην αστική ζούγκλα της πόλης, απέδειξε για άλλη μια φορά πως η αγάπη προς τον άνθρωπο, ακόμη κι αν την πας στο συνεργείο για επισκευή πολύ αργά το βράδυ… δεν έχει φρένα· κι ούτε σταματάει.