της Ελευθερίας Μαυριγιαννάκη*
Έχοντας διανύσει ήδη τις πρώτες εβδομάδες εφαρμογής των μέτρων κοινωνικής προστασίας μπορούμε να μεταφέρουμε με σιγουριά τη μαζική ανταπόκριση και στήριξη του ελληνικού λαού στην οδηγία «μένουμε σπίτι». Ο κόσμος με λίγες εξαιρέσεις που πιθανά πάντα θα υπάρχουν, έμεινε σπίτι, διέκοψε τις άσκοπες μετακινήσεις και τις άσκοπες επισκέψεις στα νοσοκομεία. Η κίνηση στο τμήμα επειγόντων περιστατικών (ΤΕΠ) για τις ειδικότητες πρώτης γραμμής μειώθηκε τουλάχιστον κατά 50% προκαλώντας την ικανοποίησή μας τόσο λόγω της βοήθειας στον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού αλλά και γιατί πολλοί από εμάς ευαγγελιζόμασταν αυτή την αλλαγή σαν το αποτέλεσμα μίας πολυπόθητης αναδιάρθρωσης και οργάνωσης του συστήματος υγείας. Κοιτώντας βέβαια καλύτερα τα πράγματα συνειδητοποιεί κανείς ότι αυτό επιβλήθηκε σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, σε έναν λαό απροετοίμαστο και απαίδευτο στο πώς να διαχειρίζεται την υγεία του. Αποτέλεσμα; Να καταγράφουμε πλέον την καθυστερημένη προσέλευση στο ΤΕΠ ανθρώπων που δεν είναι υποψήφια κρούσματα κορωνοϊού αλλά νοσούν από άλλες παθήσεις. Το δημόσιο νοσοκομείο σωστά έκλεισε τις πόρτες του σε αυτούς που το χρησιμοποιούσαν για το παραμικρό, ωστόσο όντας η μόνη προσβάσιμη δομή υγείας για το σύνολο του πληθυσμού, ο κόσμος έμεινε μετέωρος σχετικά με το πού να απευθυνθεί για οτιδήποτε άλλο του συμβαίνει. Η στείρα μετάφραση της οδηγίας ξένων υγειονομικών συστημάτων για «παραμονή στο σπίτι και επικοινωνία με τον οικογενειακό γιατρό» είναι μία πρακτική ανεφάρμοστη στην Ελλάδα που προκάλεσε μόνο την απορία μας στο άκουσμα της. Ειδικά, έχοντας όλα αυτά τα χρόνια παρακολουθήσει το πόσο σχεδιασμένα υποβάθμισαν την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας σε μονάδες συνταγογράφησης και διακομιδής, με ελάχιστο προσωπικό και χωρίς εξοπλισμό. Ακόμα και αν κάποια χρόνια πριν υπήρχε κόσμος που χρησιμοποιούσε τον ιδιώτη ιατρό ως οικογενειακό γιατρό, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, της κατάρρευσης των ασφαλιστικών ταμείων και των περικοπών, μετακινήθηκε και αυτός ο κόσμος προς το νοσοκομείο για τη συνέχιση της φροντίδας του. Εδώ έρχεται να προστεθεί –εν προκειμένω ως πρόβλημα– και η κουλτούρα της «οικογενειακής φροντίδας». Η φροντίδα των ηλικιωμένων στη χώρα μας γίνεται από τα παιδιά και τα εγγόνια τους που αναλαμβάνουν ρόλο περίπου προσωπικού ιατρού. Παρακολουθούν, παρέχουν φάρμακα, εντοπίζουν αλλαγές στη συμπεριφορά και τα συμπτώματα κ.ο.κ. Ακολουθώντας τις οδηγίες και θέλοντας ο καθένας να προστατεύσει τους οικείους του από τη μετάδοση της νόσου, επέβαλλε την απομόνωση ως πρόνοια και φροντίδα, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας να χάσουν τους επί χρόνια φροντιστές τους.
Συνειδητοποιεί κανείς ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια παράλληλη κρίση, αυτή του κινδύνου έκπτωσης του συνολικού επιπέδου υγείας. Η έλευση του κορωνοϊού στη χώρα μας δε σήμανε την παύση των άλλων παθήσεων και εμείς ως υγειονομικοί εξακολουθούμε να έχουμε ευθύνη για τη διατήρηση της ποιότητας της δημόσιας υγείας ως σύνολο
Παρατηρώντας αυτά τα νέα δεδομένα συνειδητοποιεί κανείς ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια παράλληλη κρίση, αυτή του κινδύνου έκπτωσης του συνολικού επιπέδου υγείας. Η έλευση του κορωνοϊού στη χώρα μας δε σήμανε την παύση των άλλων παθήσεων και εμείς ως υγειονομικοί εξακολουθούμε να έχουμε ευθύνη για τη διατήρηση της ποιότητας της δημόσιας υγείας ως σύνολο. Η διακοπή της διασποράς είναι ο ένας άξονας και η έγκαιρη φροντίδα για κάθε πάθηση είναι ο άλλος. Πού κατευθύνει το κράτος τον πληθυσμό για τα υπόλοιπα προβλήματα υγείας του; Ποια είναι η οδηγία προς τους υγειονομικούς για την εκτροπή των μη πιθανών κρουσμάτων σε άλλες δομές υγείας; Πώς θα εξασφαλιστεί η ασφαλής παρακολούθηση άλλων παθήσεων; Σε μία εποχή όπου η κανονικότητα στο ΕΣΥ έχει μπει σε παύση, δεν είναι καθαρό το πού μπορεί να απευθυνθεί κανείς για οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα προκύψει εκτός από τα συμπτώματα της λοίμωξης αναπνευστικού. Η πολιτεία οφείλει να βρει λύσεις που θα αντιστοιχούν στις ιδιαιτερότητες του ελληνικού συστήματος υγείας όπως αυτές διαμορφώθηκαν από την ίδια κατά τα προηγούμενα χρόνια. Προφανώς τακτικές τηλεφωνικής διάγνωσης και παρακολούθησης μας βρίσκουν αντίθετους ειδικά σε ένα σύστημα που ποτέ πριν δεν έχει εφαρμόσει αυτήν την τακτική ώστε να διαθέτει την εμπειρία για το πώς να τη λειτουργήσει σωστά. Η απάντηση σε όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε είναι κοινή: Αύξηση του υγειονομικού προσωπικού και αύξηση του εξοπλισμού του ΕΣΥ. Μόνο με αυτά τα μέτρα θα μπορέσουμε στο τέλος αυτής της επιδημίας να κοιτάξουμε πίσω μας με αξιοπρέπεια.
* Η Ελευθερία Μαυριγιαννάκη είναι ειδικευόμενη παιδοχειρουργικής στο Παίδων Αγία Σοφία