Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται στην εισήγηση του Δημήτρη Κοδέλα στην εκδήλωση που οργάνωσε ο Δρόμος στην Αθήνα τη Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου με τίτλο: Ο “Κανένας” επιστρέφει
Ο τίτλος της εκδήλωσης είναι Ο κανένας επιστρέφει και στην αφίσα απεικονίζεται μια μπάρα με την αδιευκρίνιστη ψήφο. Κι αυτό γιατί όλα τα κομματικά επιτελεία απευθύνονται και πασχίζουν να προσεγγίσουν και να υφαρπάξουν την ψήφο όσων στις δημοσκοπήσεις απαντούν ότι είναι αναποφάσιστοι, ότι δεν θα πάνε να ψηφίσουν, ότι κανένας δεν είναι «καταλληλότερος». Πασχίζουν, ακόμα, να δώσουν κίνητρα και επιχειρήματα σε μέλη και φίλους των κομμάτων τους να πουν μια κουβέντα και στο διπλανό τους για την ψήφο στις εκλογές.
Ποιος είναι ο «Κανένας»;
Όμως, όταν συζητάμε για τον «κανένα» δεν αναφερόμαστε μόνο σε αυτές τις ομάδες. Αλλά σε ένα ευρύ δυναμικό που είναι τόσο οι παραπάνω κατηγορίες πολιτών όσο και πολλές χιλιάδες άνθρωποι που θα ψηφίσουν με βάση κάποια κριτήρια, με επίγνωση όμως ότι δεν θα τους λυθούν – αλλά αντίθετα θα ενταθούν τα προβλήματα και τα αδιέξοδα, θα ψηφίσουν με «μισή» καρδιά, θα ψηφίσουν εκβιαζόμενοι από τις υπαρκτές επιλογές, με ψαλιδισμένες προσδοκίες κ.λπ. Αναφερόμαστε σε ένα ευρύ δυναμικό του κοινωνικού ριζοσπαστισμού που έδωσε μάχες την προηγούμενη περίοδο.
Ο πρωταγωνιστής
Μιλάμε για επιστροφή του «Κανένα» γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που στις δημοσκοπήσεις καταγράφεται ως μια σημαντική τάση.
Η πρώτη εμφάνιση έγινε τις χρονιές 2011-2012, στην αρχή του αντιμνημονιακού κινήματος, όταν διερράγησαν τα παραδοσιακά κοινωνικά συμβόλαια στα οποία είχε χτιστεί ο δικομματισμός, οπότε σημαντικά κομμάτια της κοινωνίας έμειναν μετέωρα, προδομένα, σε αμφισβήτηση και αναζήτηση…
Τότε, εκφράστηκε μια συνολική αμφισβήτηση και δυσπιστία προς το πολιτικό σύστημα. Ένας λαϊκός ριζοσπαστισμός που αναπτύχθηκε και έθεσε στο στόχαστρο το πολιτικό σύστημα, μίλησε για πραγματική δημοκρατία, ζήτησε δικαιοσύνη και τιμωρία των ενόχων, ανέμισε τις ελληνικές σημαίες ως απάντηση στη μνημονιακή υποδούλωση και ευτελισμό.
Στα επόμενα 2 χρόνια ήταν έντονα τα σημάδια μιας ορισμένης υποστροφής. Δύο χρόνια με έντονα τα στοιχεία της ανάθεσης που ο λαϊκός ριζοσπαστισμός έγινε αντικείμενο χειρισμού/χειραγώγησης ακόμα και από τον ΣΥΡΙΖΑ που είχε αναδειχθεί ως αξιωματική αντιπολίτευση. Υπήρξαν όλη αυτή την περίοδο τακτικές που συνέβαλαν σε αυτό: η λογική του ώριμου φρούτου, ένας καλλιεργούμενος διπολισμός, ο κοινοβουλευτισμός ως βασικό πεδίο δράσης, ο κυβερνητισμός ως αντίληψη ότι όλα θα λυθούν διά μέσου της κατάκτησης της διακυβέρνησης, σειρά προσαρμογών και μετατοπίσεων, η κεντροαριστερή ανασύσταση, η εμπλοκή με μια ισορροπία ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα κ.λπ.
Ώσπου φτάσαμε στο 2015. Όπου αυτός ο λαός τα έζησε «όλα». Εξέλεξε κυβέρνηση της Αριστεράς, της έδωσε απεριόριστη δύναμη και εμπιστοσύνη όταν ένιωσε κάποιες πρώτες ανάσες αξιοπρέπειας, τα ποσοστά δημοφιλίας του πρωθυπουργού έφτασαν έως το 80%, έδωσε 62% «όχι» σε ένα δημοψήφισμα υπό πρωτοφανείς συνθήκες, μέχρι την κατάληξη του 3ου Μνημονίου και την ταπείνωση της χώρας. Για να φτάσει σήμερα να είναι αποστασιοποιημένος, απογοητευμένος και να μεγεθύνεται ο «Κανένας».
Αν μας ενδιαφέρει ο «Κανένας», είναι γιατί αυτός ήταν την προηγούμενη πενταετία ο πρωταγωνιστής, με τη μορφή ενός λαϊκού ριζοσπαστισμού που εισέβαλε στο πολιτικό σκηνικό. Που βρήκε τρόπους αυθεντικής και ακηδεμόνευτης έκφρασης όπως οι πλατείες, οι διαμαρτυρίες στις παρελάσεις κ.λπ. Που αποκαθήλωσε το παραδοσιακό δικομματικό σύστημα, που ανέδειξε και ακούμπησε τις ελπίδες του σε μια νέα δύναμη και που τώρα βρίσκεται σε απογοήτευση και στρατηγική αμηχανία/σύγχυση.
«Κανένας»: Η επιστροφή
Η επιστροφή του «Κανένα» απαιτεί ερμηνεία, εξήγηση και μια στάση απέναντί του.
Όλη αυτή η πρακτική, εκλογική, ψυχολογική και πολιτική κατάσταση συμπυκνώνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο:
– Τη συνειδητοποίηση του αδιεξόδου για τη χώρα και τις ζωές των ανθρώπων.
– Την ανεπάρκεια των προτεινόμενων λύσεων και τη μη ορατότητα πραγματικών λύσεων.
– Τη δυσπιστία/αποξένωση/αποστασιοποίηση από το πολιτικό σύστημα που δεν κατάφερε να… πρωτοτυπήσει και να σταθεί με συνέπεια και ειλικρίνεια απέναντί του, σε μια Βουλή ή μια κυβέρνηση που δεν έγινε «κάθε λέξη του Συντάγματος», αλλά διέψευσε ξανά προσδοκίες.
– Την απογοήτευση από το πώς διαχειρίστηκε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα στο 7μηνο – και αυτό δεν αφορά μόνο τη διαπραγμάτευση αλλά και τις τομές που δεν έκανε στο εσωτερικό της χώρας.
– Την απουσία κεντρικών διακυβευμάτων, αφού εν πολλοίς η ακολουθούμενη πολιτική θα καθοριστεί από το νέο μνημόνιο και τους μηχανισμούς επιτήρησης ενώ ο τρόπος, ο χρόνος και η συγκυρία των εκλογών αφορούν σκέτα την αναδιάταξη του πολιτικού προσωπικού και των κομμάτων που αποδέχονται το μνημονιακό μονόδρομο και τη νομιμοποίηση ενός νέου μνημονίου το οποίο ο λαός είχε απορρίψει το προηγούμενο διάστημα.
Όλοι γνωρίζουν ότι η επόμενη Βουλή θα είναι μνημονιακή κι όχι το αντίθετο. Θα είναι Βουλή όχι των Ελλήνων, αλλά Βουλή υλοποίησης ενός ακόμα σαρωτικού μνημονίου που θα οδηγήσει τη χώρα και την κοινωνία σε μεγαλύτερη εξάντληση και διάλυση.
– Την επίγνωση ότι δεν αλλάζει κάτι ουσιαστικά μόνο με την ψήφο του. Ό,τι και να ψηφίζει βγαίνει μνημόνιο. Δεν μπορεί να εκφραστεί αυτό που πραγματικά θέλει γιατί αυτοί που θέλουν να τον εκπροσωπήσουν δεν μπορούν ή δεν θέλουν να το κάνουν. Έτσι αποσύρεται από ένα στημένο παιχνίδι ή συμμετέχει με πολλούς ενδοιασμούς και προβληματισμούς αναγκαζόμενος να σκεφτεί με πιο επιμέρους κριτήρια και περιορισμένες προσδοκίες (ΣΥΡΙΖΑ για να μην έρθουν οι άλλοι, ΛΑΕ για να μείνει κάποιος που θα λέει «όχι», ΚΚΕ για να έχω τη συνείδησή μου… ήσυχη).
Το φαινόμενο αυτό είναι και ένα σύμπτωμα αυτού που έχει ονομαστεί ως Μετα-Δημοκρατία, δηλαδή της πλήρους αποστέωσης και υποβάθμισης της Δημοκρατίας, τη στιγμή που τα υπόλοιπα, τα βασικά επίδικα της πολιτικής είναι προκαθορισμένα. Και πιο συγκεκριμένα, σύμπτωμα του Ειδικού Καθεστώτος που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα, που πνίγει τη Δημοκρατία, που παραμένει ως εκλογές με μπόλικη επικοινωνία και ανούσια πόλωση, απλά και μόνο για να συνεχιστεί, εμπεδωθεί, σταθεροποιηθεί ο μνημονιακός βραχίονας στο πολιτικό σύστημα. Δηλαδή, εκλογές όχι για να καθοριστεί η ουσία της πολιτικής αλλά οι διαχειριστές μιας προαποφασισμένης και απ’ έξω επιβαλλόμενης πολιτικής.
Η επιστροφή του «Κανένα» έχει και στοιχεία απομάκρυνσης γενικά από την πολιτική διαδικασία. Κι εδώ υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στον «Κανένα» του 2011 και σε αυτόν του 2015, που αφορά στο ότι πλέον βαραίνει και όλο το βίωμα της ματαίωσης μιας ελπίδας, ενώ όλη αυτή την περίοδο έχουν συσσωρευτεί ακόμα περισσότερα αδιέξοδα για τον καθένα και για τη χώρα.
Ο κύκλος που έκλεισε
Μιλάμε, επομένως, για έναν κύκλο που έκλεισε με εξαιρετικά δυσμενείς εξελίξεις για τον λαό. Ένας κύκλος 5ετών αγώνων. Ένας κύκλος όπου οι αγώνες της πρώτης περιόδου εναπόθεσαν την ελπίδα τους για αλλαγή σε ένα κόμμα και έναν ηγέτη. Και μένει να φανεί τι αφήνει αυτός ο κύκλος ως αποτύπωμα στη λαϊκή συνείδηση.
Πάντως σε πιο γενικό επίπεδο η περίοδος αυτή αφήνει πίσω της:
– Αγώνες, ελπίδες, διαψεύσεις.
– Μια χώρα σε πιο αδύναμη θέση, αλυσοδεμένη σε ένα νέο αποικιοκρατικό μνημόνιο.
– Ένα πολιτικό σύστημα ευθυγραμμισμένο πλέον γύρω από την εφαρμογή του.
– Μια Ευρώπη που παρά τις γρατζουνιές που υπέστη κατάφερε επιτυχώς να αντιμετωπίσει τον ελληνικό κίνδυνο.
– Μια μεγαλύτερη επίγνωση του ποιους έχουμε απέναντί μας, με μια επίδειξη κυνισμού και ισχύος απέναντι σε μια κυβέρνηση που πελαγοδρομούσε.
– Σημαντικές στιγμές για το λαό μας που πήρε πάνω του ξανά την υπόθεση (Δημοψήφισμα).
– Μια μεγάλη ταπείνωση ως κατάληξη και ένα στενό κορσέ για τα επόμενα χρόνια. Μια χώρα υπό διαρκή ομηρία.
– Μια κοινωνία απογοητευμένη, κουρασμένη, μπερδεμένη.
Αν επιχειρούσε κανείς να σκεφτεί τι πρέπει να γίνει για να καταλαγιάσει αυτός ο ριζοσπαστισμός, για να συνεχιστεί η αποικιακή πολιτική και να ξεπεραστεί το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει το παλιό πολιτικό σύστημα, ίσως να ήταν αυτό ακριβώς που έγινε. Μια φρέσκια δύναμη, ένας νέος πολιτικός αρχηγός, να αναλάβει τη χώρα υποσχόμενος ότι θα τη βγάλει από το μνημονιακό καθεστώς και να αναγκαστεί και αυτός να συνθηκολογήσει, αφού έχει προηγηθεί ένα κοινωνικό σοκ που θα δικαιολογούσε το ΤΙΝΑ (There is no alternative). Σαν να έπρεπε αυτός ο λαός να περάσει από ένα πειθαρχείο/σωφρονιστήριο, τιμωρούμενος και όμηρος πλέον ώστε να μην ξανασκιρτήσει.
Αν λοιπόν η κοινωνία, ο ριζοσπαστισμός και αυτό που εκφράζεται ως «Κανένας» ήταν ο πρωταγωνιστής, τότε η συγκρότηση και ενεργοποίηση του ίδιου παραμένει βασική προϋπόθεση για ουσιαστικές αλλαγές.
Αν τον θεωρεί κανείς ως υποκείμενο, τότε η κατανόηση της κατάστασης θέτει απαιτήσεις για το πώς μπορεί να κινηθεί και να συνδεθεί μαζί του.
Η άλλη λογική είναι να τον αναθεματίσει ή να τον χειριστεί, να τον αγνοήσει και να μη λάβει τα μηνύματά του.
Πολιτική για τον «Κανένα»
Ποιος έχει όμως πολιτική για τον «Κανένα»;
α) Το σύστημα. Καλλιεργώντας την αντίληψη ότι «δεν αλλάζουν τα πράγματα», ότι είναι μονόδρομος αυτή η πορεία. Ορθώνοντας διαρκείς φραγμούς και αποκλεισμούς από την πολιτική διαδικασία, έτσι όπως λειτουργεί το κομματικό-μιντιακό σύστημα. Ωθώντας τον «Κανένα» στην αποπολιτικοποίηση και στον αποπροσανατολισμό καθώς και σε ανώδυνα γι’ αυτό κανάλια όπως ο ραγιαδισμός, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, η φυγή. Παράλληλα, επιχειρείται αυτή την περίοδο η εμπέδωση της δήθεν κατάργησης της αντίθεσης μνημονίου και αντιμνημονίου, πρώην αντιμνημονιακοί αποφαίνονται ότι ήταν λάθος η δαιμονοποίηση της λέξης «μνημόνιο», ενώ επιχειρείται η όψιμη δικαίωση των συντελεστών της καταστροφής ως του μονόδρομου και του λιγότερο κακού, βοηθώντας στην αναστύλωση του παλιού.
β) Η Αριστερά; Η Αριστερά δεν φαίνεται να επιχειρεί να τον προσεγγίσει ή να τον κατανοεί. Περισσότερο επιδιώκει να τον χειριστεί. Τον αντιμετωπίζει ως αντικείμενο της επικοινωνιακής της πολιτικής και όχι ως ενεργό, δρων, μεταβαλλόμενο υποκείμενο μιας διαδικασίας διεξόδου. Η αγωνία και ο στόχος της είναι πώς θα φύγει από τη μια μπάρα (δημοσκοπική) να πάει σε κάποια άλλη και όχι πώς θα συγκροτηθεί. Και τηρεί αυτή τη στάση, παρά το ότι συχνά επικαλείται τον λαό και το κίνημα. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ τον καλεί στον νέο μνημονιακό κυβερνητικό «ρεαλισμό», η ΛΑΕ στην έτοιμη από καιρό και προκατασκευασμένη εναλλακτική που θα βρεθούν οι πιο συνεπείς να τη φέρουν μέχρι τέλους, το ΚΚΕ τον καλεί να βγάλει τα συμπεράσματά του, αφού τους δοκίμασε όλους και αφού δικαιώθηκε η εκτίμησή του ότι δεν υπάρχει λύση εντός καπιταλισμού, άρα ισχυρό ΚΚΕ.
γ) Απομένει ο ίδιος. Απομένει δηλαδή η ίδια η ενεργοποίηση της κοινωνίας όπως έγινε με τις πλατείες και πολλά κινήματα αντίστασης και αλληλεγγύης, κινήματα που δεν δημιούργησαν άλλοι, αλλά ο ίδιος ο κόσμος.
Επομένως, απουσιάζει μια πολιτική για τον ίδιο που να επιχειρεί να απαντήσει πώς θα υπερβούμε την αποδιάρθρωση του λαϊκού κινήματος; Πώς θα αναταχθεί; Χρειάζεται ένα κόμμα ή είναι πιο σύνθετες, πιο πρωτότυπες, πιο βαθιές οι διαδικασίες και οι απαντήσεις που απαιτούνται; Τουλάχιστον, ας τολμήσουμε να θέσουμε το σωστό ερώτημα.
Συμπερασματικά
Τελειώνω λέγοντας τα εξής:
- Συζητάμε και μας απασχολεί η νέα κατάσταση πνευμάτων στον λαό. Το κάνουμε αυτό όχι από κοινωνιολογική σκοπιά, αλλά επειδή εάν αυτός είναι ο πρωταγωνιστής τότε σε αυτό το επίπεδο πρέπει να βασανιστούμε, να κατανοήσουμε την κατάστασή του, να αναζητήσουμε τρόπους ανάταξης.
- Η αντιστροφή των πραγμάτων, ο νέος κύκλος, πρέπει να απαντήσει στη ματαίωση που υπέστη η ελπίδα του λαού. Μιλάμε σε πιο δύσκολες συνθήκες από πριν, τόσο αντικειμενικά όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης καθενός και τις συνθήκες ύπαρξης της χώρας, όσο και υποκειμενικά με τη μετατόπιση του βασικότερου εγχειρήματος της πολιτικής σκηνής στην άλλη όχθη.
- Η απάντηση δεν αφορά σκέτα την ερμηνεία του πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Αφορά έναν απολογισμό και αυτοκριτική που θα οδηγεί σε συμπεράσματα και σε ιδέες-προτάσεις-πράξεις. Π.χ.: Τι σημαίνει προετοιμασία για μια τέτοια μάχη; Ποια τα όρια του κυβερνητισμού, της ανάθεσης, του κόμματος; Ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχουν τα ενδεχόμενα νέα εγχειρήματα εξάγοντας πείρα από την ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ; Πώς θα σπάσει το χάσμα εκπροσώπων και εκπροσωπούμενων και η αυτονόμηση των πρώτων από τους δεύτερους; Πώς ένα σύστημα απομονώνει και αυτονομεί ένα επιτελείο και έναν ηγέτη; Μηχανισμοί ενσωμάτωσης. Κράτος και Διοίκηση. Πώς μπορεί να δημιουργηθεί ένα πολιτικό κίνημα; Με ποιες απαντήσεις στα μεγάλα προβλήματα της χώρας; Πώς μπορεί να κοινωνικοποιηθεί η πολιτική και να περιοριστεί η αποστράτευση-παραίτηση; Ποιο μπορεί να είναι ένα σχέδιο διεξόδου στις νέες συνθήκες; Πώς και από ποιους θα προκύψει; Πώς θα οικοδομήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις;
- Η χώρα το επόμενο διάστημα θα περιδινίζεται στην πολιτική κρίση την οποία αντικειμενικά αναπαράγει εδώ και πέντε χρόνια το μνημονιακό καθεστώς. Η κοινωνία θα συμπιέζεται. Θα υπάρχει διολίσθηση σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς για να μπορέσει να υλοποιηθεί η συμφωνία. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι θα μεταναστεύσουν, ενώ η χώρα προορίζεται για αποθήκη δυστυχίας των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Τα γεωπολιτικά ζητήματα παίρνουν όλο και πιο σοβαρές και επικίνδυνες διαστάσεις. Πώς θα είναι η Ελλάδα σε 1, 2, 3 χρόνια; Ποιος είναι ο στόχος του μνημονίου και των βασικών παιχτών; Ποιο είναι το δικό μας όραμα;
- Χρειάζεται εκ νέου μια πολιτική διεξόδου της χώρας από την καταστροφή που εκκολάπτεται. Ερώτημα: Πώς, πού, από ποιους;
Μια πολιτική που δεν θα εκφωνείται-επικοινωνείται από κάποιους, αλλά θα είναι κτήμα του λαού.
Μια πολιτική που δεν θα παραπέμπει μόνο στη διακυβέρνηση, αλλά θα συγκροτείται πάνω σε αυτήν η κοινωνία, και θα οικοδομεί από τώρα παραδείγματα και πρότυπα άλλων λειτουργιών, αντιλήψεων, αξιών.
- Αν κάτι έχει καταρρακωθεί είναι το φρόνημα του λαού. Δεν αρκεί ένας εξωγενής βολονταρισμός. Ανάταξη μπορεί να υπάρχει μόνο μέσα στις παραπάνω διαδικασίες συγκρότησης του λαού σε υποκείμενο, αναζήτησης διεξόδων, οργάνωσης για να αμυνθεί, μικρών και μεγάλων νικών που έχουμε ανάγκη.
Είναι αναγκαία μια νέα κοινή συνείδηση γύρω από το τι έγινε και τι μπορεί να γίνει. Αντί της μνημονιακής συνεννόησης, μια κοινωνική συνεννόηση που να οδηγεί σε μια κοινή θέληση και πολύπλευρη δράση προετοιμασίας.
- Τη στιγμή που όλα φαντάζουν δύσκολα, υπάρχουν και οι εκπλήξεις. Εκεί που συναντιέται η απογοήτευση με το «δεν αντέχω και δεν έχω τίποτα να χάσω», με τη φίμωση των ανθρώπων και τη διάλυση μιας χώρας. Εκεί που μπορεί ο «Κανένας» να επιταχύνει τις εξελίξεις και να αναδείξει δυνατότητες.
Βίντεο από την ομιλία: