«Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι» επαναλαμβάνει σε δηλώσεις του, ο Γ. Γεραπετρίτης, κληθείς να σχολιάσει το σημείο στο οποίο βρίσκεται ο ελληνοτουρκικός διάλογος. Πράγματι, η εντολή προς τους ΥΠΕΞ των δύο χωρών μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στις ΗΠΑ να ξεκινήσουν εντατικές διαβουλεύσεις, ώστε να φανεί αν υπάρχουν οι όροι να περάσει ο διάλογος για τις διμερείς διαφορές (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) σε ένα νέο στάδιο αποτελεί ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η πορεία όμως μοιάζει να έχει χαραχθεί. Η ελληνική πλευρά, παρά τις διαβεβαιώσεις, φαίνεται έτοιμη να δεχθεί μια σειρά υποχωρήσεις από κυριαρχικά της δικαιώματα για να διατηρήσει το κλίμα προσέγγισης με την Άγκυρα. Το μαρτυρούν αυτό οι δηλώσεις του Έλληνα ΥΠΕΞ που αδιαφορεί «αν θα τον πουν μειοδότη», δηλώνει έτοιμος για κάποιο συμβιβασμό με την Άγκυρα, απειλώντας (την ελληνική κοινωνία) για τον κίνδυνο «πολεμικής εμπλοκής», αν δεν ακολουθήσουμε τη γραμμή του κατευνασμού. Αυτό που μοιάζει να αναζητείται είναι η φόρμουλα με την οποία αυτή η υποχώρηση θα παρουσιαστεί ως κοινά επωφελής συμβιβασμός.

Ο Τούρκος ΥΠΕΞ, Χακάν Φιντάν, αναμένεται στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου, με τις διαβουλεύσεις με τον Έλληνα ομόλογό του να μπαίνουν πλέον σε βαθύτερα νερά. Ο ίδιος με παρεμβάσεις του επιμένει να θέτει όλα τα θέματα στο τραπέζι, διευρύνοντας την ατζέντα των διεκδικήσεων της γείτονος που παραμένει πιστή στο επεκτατικό της δόγμα. Η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας αλλά και η μειονότητα της Θράκης, το Κυπριακό, η παγίωση των θέσεων της Άγκυρας στη Μεσόγειο και το Αιγαίο, είναι για την Τουρκία, θέματα του διμερούς διαλόγου. Με παζάρια και απειλές, θέλει να επιβάλει τη δική της ατζέντα, ελπίζοντας σε ελληνικές υποχωρήσεις σε όλα τα μέτωπα. Σε διαφορετική περίπτωση δηλώνει έτοιμη «να υπερασπιστεί τα δικαιώματα της», δείχνοντας πως τα «ήρεμα νερά» δεν είναι παρά μια μεγάλη παγίδα για την Ελλάδα και την Κύπρο.

Απουσία αντιπολίτευσης

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιμένει να διεξάγει την εξωτερική πολιτική της χώρας εν κρυπτώ. Ενώ διεξάγονται τόσο σοβαρές συναντήσεις, αφήνει το κοινοβούλιο, τα πολιτικά κόμματα, την κοινωνία χωρίς επαρκή ενημέρωση. Την ίδια στιγμή, επιμένει να επιτίθεται σε όποιον τολμά να κριτικάρει της επιλογές της. Έφτασε ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης να κάνει λόγο για «υπερπατριώτες», υπεραμυνόμενος της διαπραγματευτικής τακτικής της κυβέρνησής του. Την ίδια στιγμή δίνεται η αίσθηση ότι κάτι σημαντικό μαγειρεύεται, με την προτροπή των ΗΠΑ, και αφορά τη μείωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας και την αναγνώριση ευρύτερα αναβαθμισμένου ρόλου για την Τουρκία στην περιοχή. Για αυτά μαθαίνουμε συνήθως από διαρροές ή «αμφιλεγόμενες» δηλώσεις ή και από δημοσιεύματα ξένων ΜΜΕ. Στο εσωτερικό της χώρας επιβάλλεται μια περίεργη ομοφωνία. Τα τρία μεγάλα κόμματα άλλωστε, δηλώνουν πίστη στη λογική του διαλόγου και του κατευνασμού. Το διακομματικό «κόμμα της Χάγης» έχει δηλώσει από καιρό έτοιμο για τις «Πρέσπες του Αιγαίου», αντανακλώντας και τη κυρίαρχη κατεύθυνση των οικονομικών ελίτ του τόπου αλλά και τις «συμβουλές» της πρεσβείας.

Μοναδική παραφωνία οι δύο πρώην πρωθυπουργοί της Ν.Δ. που από καιρό έχουν ασκήσει σφοδρή κριτική στις επιλογές της κυβέρνησης. Οι Καραμανλής και Σαμαράς φαίνεται να αποτελούν και σημαντικό πονοκέφαλο για το Μαξίμου που με διαρροές και δηλώσεις προσπαθεί να διαχειριστεί την πολιτική πίεση που του προκαλούν, σε συνδυασμό και με τη δυσαρέσκεια της βάσης της δεξιάς που τροφοδοτεί την αποχή και τα μικρότερα ή μεγαλύτερα κόμματα στα δεξιά της Ν.Δ. Η κυβέρνηση προσπαθεί να επιβάλει την πολιτική της ως τη μοναδική εφαρμόσιμη, αντιμετωπίζοντας κάθε κριτική ως κινδυνολογία. Αδύναμο σημείο της η επιμονή που δείχνει η ελληνική κοινωνία, που παρά την προπαγάνδα και τη ζύμωση που έχει υποστεί, φαίνεται να μην αποδέχεται υποχωρήσεις στα ελληνοτουρκικά.

Η μεγάλη παγίδα

Η ελληνική πλευρά μοιάζει να αρκείται στις διαβεβαιώσεις από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ότι στηρίζουν την ελληνοτουρκική προσέγγιση. Της αρκεί να είναι ο «χρήσιμος και δεδομένος σύμμαχος» στην περιοχή, απεμπολώντας κάθε δυνατότητα ενός πιο αυτόνομο ρόλου. Στην προσπάθεια προσέγγισης με την Τουρκία, η χώρα μας, έχει ήδη δώσει πολλά, με κυριότερο όλων το συγχωροχάρτι της «Διακήρυξης των Αθηνών» που μετατρέπει την Άγκυρα από υπόλογο για μια σειρά παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου (υπερπτήσεις, μεταναστευτικό, κατοχή της Κύπρου) σε φίλη και συνομιλήτρια, χάνοντας έτσι η χώρα μας την όποια δυνατότητα άσκησης πίεσης μέσω της συμμετοχής της σε διεθνείς οργανισμούς κ.ά. Η κανονικοποίηση των σχέσεων με την Τουρκία, όσο αυτή δεν παραιτείται από τον εγγενή επεκτατισμό της, μοιάζει περισσότερο με υποταγή και δορυφοροποίηση. Οι ελίτ της χώρας μας αντιτείνουν ότι ακόμη και έτσι αποφεύγουμε τον πόλεμο και τις πολλαπλά κοστοβόρες στρατιωτικές εντάσεις. Η λογική και η ιστορική εμπειρία όμως δείχνει πως η Τουρκία θα επανέλθει στους τσαμπουκάδες, με αναβαθμισμένες απαιτήσεις, όταν της δοθεί η ευκαιρία, με τη χώρα μας να είναι απροετοίμαστη, χωρίς συμμαχίες και σαφή στρατηγική για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Για τον λόγο αυτό, για να αποφύγουμε μια μεγάλη εθνική υποχώρηση που όλα δείχνουν πως ετοιμάζεται, είναι απαραίτητη η μέγιστη εγρήγορση, της ίδιας της κοινωνίας και η απαίτηση η εξωτερική πολιτική της χώρας να ευθυγραμμιστεί με τις ανάγκες και τα συμφέροντα της χώρας και όχι με τις οδηγίες των «συμμάχων» και τις πρόσκαιρες μπίζνες των ημετέρων.

Το μεταναστευτικό ως κανονικότητα

Και ενώ οι χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου οικοδομούν σταδιακά μια Ευρώπη φρούριο, δοκιμάζοντας και νέα «εργαλεία» διαχείρισης των απορριπτόμενων μεταναστευτικών πληθυσμών, όπως το νέο κέντρο υποδοχής και το κλειστό κέντρο μεταναστών που δημιούργησε η Ιταλία (με τις ευλογίες της Ε.Ε. όπως έδειξε η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής) στα βόρεια της Αλβανίας, η Ελλάδα συνεχίζει σταθερά να αποτελεί μια από τις βασικές πύλες εισόδου και χώρο φιλτραρίσματος και εγκλωβισμού των μεταναστευτικών ροών.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι αφίξεις μεταναστών και προσφύγων από στεριά και θάλασσα το τελευταίο τρίμηνο μόνο ξεπέρασαν τις 20 χιλιάδες. Κάθε μέρα καταγράφονται νέες αφίξεις της τάξης των μερικών εκατοντάδων από τον Έβρο, τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου αλλά και από τον νότιο διάδρομο προς την Κρήτη και τη Γαύδο (που δέχθηκαν μόνο το 2024 περισσότερους από 4 χιλιάδες μετανάστες). Ενώ οι αυξημένες ροές, γεννούν συχνά τραγωδίες, με πρόσφατο παράδειγμα τα δύο ναυάγια που σημειώθηκαν μέσα σε 24 ώρες σε Γαύδο και Κω.

Η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί αυτοθαυμάζονται και αυτοσυγχαίρονται συχνά για τη διαχείριση του μεταναστευτικού, κάνοντας λόγο για επιτυχή φύλαξη των συνόρων και επίλυση του ενός ακόμη «εισαγόμενου» κρισιακού φαινομένου. Πρόσφατα στο επικοινωνιακό ρεπερτόριο προστέθηκε και η συνεργασία με την Τουρκία –που από κράτος οργανωτής των δουλεμπορικών δικτύων λογίζεται τώρα για φίλη και σύμμαχος–, για συγκράτηση των μεταναστευτικών ροών. Η πραγματικότητα τους διαψεύδει αλλά αυτό έχει μικρή σημασία. Τους διαψεύδουν και οι εύλογες ανησυχίες για τυχόν επιδείνωση των μεταναστευτικών ροών λόγω του πολέμου στην Μέση Ανατολή που θα βρει τη χώρα μας εκτεθειμένη, τόσο λόγω των αφίξεων νέων προσφυγικών πληθυσμών αλλά κυρίως λόγω της απροθυμίας της Ευρώπης να επωμιστεί μέρος του βάρους, μετά και το σήμα που έδωσε επίσημα η Γερμανία με το κλείσιμο των συνόρων της. Για όλα αυτά, ουδείς εκ των υπευθύνων μοιάζει να ενδιαφέρεται και να κινητοποιείται, αφήνοντας ανοχύρωτη για μια ακόμη φορά τη χώρα και την κοινωνία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!