Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση άλλαξε δραματικά. Όλοι όσοι ανήκουν σε μειονότητες είναι πολίτες της Ουκρανίας, αλλά το καθεστώς των εθνικών μειονοτήτων δεν υπάρχει πλέον όπως υπήρχε επί Σοβιετικής Ένωσης. Ούτε καν όπως υπήρχε μέχρι το 2014. Η ελληνική μειονότητα, εκπρόσωπος της οποίας συμμετείχε στην Εθνική Επιτροπή Μειονοτήτων, έχασε την αναγνώρισή της ως αυτόχθονης μειονότητας! Συγκεκριμένα, ο νόμος του 2021 «Για τους αυτόχθονες πληθυσμούς της Ουκρανίας» με μια αλχημεία, αντίστοιχη βρίσκει κανείς μόνο στην «ο θεός να την κάνει δημοκρατία!» Λετονία, ορίζει ότι ως μειονότητες αυτοχθόνων θεωρούνται και αναγνωρίζονται μόνο εκείνες οι εθνικές ομάδες οι οποίες ζουν στην Ουκρανία χωρίς, όμως, να υπάρχει σε όλη τη γη κράτος ομοεθνών τους!!! Δηλαδή, μόνον οι Τάταροι θεωρούνται νομικά αυτόχθονες εφ’ όσον δεν υφίσταται πουθενά ταταρικό κράτος! Και, κατά παρέκκλιση (!), εφ’ όσον υπάρχει το εβραϊκό κράτος του Ισραήλ, δύο μικροσκοπικές τουρκόφωνες εβραϊκές ομάδες μερικών εκατοντάδων πιστών, οι Καραΐτες και οι Κριμτσάκοι! Ούτε οι Ρώσοι, ούτε οι Έλληνες, Αρμένιοι, Πολωνοί, Ούγγροι, Ρουμάνοι, ούτε το κύριο σώμα των ορθόδοξων Εβραίων, δεν αναγνωρίζονται ως εθνικές μειονότητες αυτοχθόνων εφ’ όσον υπάρχουν η Ρωσία, η Ελλάδα, η Αρμενία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία και το Ισραήλ ως εθνικά κράτη!

Ενώ ο νόμος ψηφίστηκε για να πλήξει πρωτίστως τη ρώσικη μειονότητα, που ξεπερνούσε τα 8.000.000 άτομα, πλήττει εξίσου και όλες τις άλλες μειονότητες!

Έλληνες, Πολωνοί, Αρμένιοι, Λευκορώσοι, Βούλγαροι, Εβραίοι κ.ά., εθνικές μειονότητες με πάνω από 50.000 μέλη η κάθε μία στην Ουκρανία, έπαυσαν να αναγνωρίζονται ως αυτόχθονες μειονοτικοί, ενώ αναγνωρίζονται ως μειονοτικοί οι Τάταροι, Καραΐτες και Κριμτσάκοι που ζουν στην Κριμαία, η οποία κι αυτή πλέον ανήκει στη Ρωσία. Οπότε, επί της ουσίας, με βάση το νόμο, καμία υπολογίσιμη μειονότητα αυτοχθόνων δεν υφίσταται επί κρατικού ουκρανικού εδάφους.

Οι Τάταροι που ζουν σε ουκρανικό έδαφος είναι πλέον πολύ λίγοι και σχεδόν όλοι βρίσκονται στην Ανατολική Ουκρανία! Μάλιστα, εάν οι Ρώσοι καταλάβουν όλο το ανατολικό και νότιο κομμάτι και το αναγνωρίσουν ως ανεξάρτητο κράτος, σχεδόν το σύνολο των Τατάρων που κατοικούν κυρίως στο Ντονιέτσκ, το Λουγάνσκ και τη Χερσώνα, θα βρεθούν κι αυτοί εκτός Ουκρανίας, περιορίζοντας την επί ουκρανικού εδάφους ταταρική μειονότητα σε ελάχιστους ανθρώπους. Κι αυτοί θα περιοριστούν αναγκαστικά στη Δυτική Ουκρανία όπου ανέκαθεν οι Τάταροι ήταν ανεπιθύμητοι από πολλούς εθνικιστές ως μουσουλμάνοι Ασιάτες!

Αλλά γιατί οι Ουκρανοί εθνικιστές επιλέγουν προνομιακά τους μουσουλμάνους Τάταρους με τα χαρακτηριστικά των τούρκικων φυλών της Ανατολίας σε αντίθεση με όλους τους άλλους μειονοτικούς που είναι χριστιανοί Ευρωπαίοι, Βαλκάνιοι και Σλάβοι;

Επειδή η ουκρανική εθνικιστική Δεξιά, με την παρότρυνση της Δύσης, ήθελε να χρησιμοποιήσει τους Τάταρους σαν συμπαγή αντιπολίτευση στους Ρώσους στην Κριμαία. Ενώ οι Ουκρανοί εθνικιστές δεν έχουν την καλύτερη άποψη για τους Ασιάτες τουρκογενείς μουσουλμάνους, όπως και για τους Εβραίους, αγκάλιασαν τους Τάταρους προκειμένου να δημιουργήσουν αντιρωσικά ερείσματα στην Ανατολική Ουκρανία και την Κριμαία.

Κι έτσι, χλιαρά στην αρχή και εντατικότερα στη συνέχεια, ενθαρρύνθηκε η επιστροφή από την Ανατολή των Τατάρων στην Κριμαία σαν αντίβαρο στην πλειονότητα των κατοίκων της Ταυρικής Χερσονήσου που είναι Ρώσοι. Με το πρόσχημα της αποκατάστασης μιας αδικίας σε βάρος τους, έγινε σκοπίμως αποδεκτή η αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη εγκατάστασή τους στην Κριμαία. Οι φίλοι μου στην Κριμαία, Έλληνες, Ρώσοι και Ουκρανοί, οι οποίοι με ξενάγησαν σε όλη τη χερσόνησο, από τη δεκαετία του 1990, μου έδειχναν παντού τα οικόπεδα που είχαν καταπατήσει οι Τάταροι με την ανοχή, αν όχι και την παρότρυνση των Ουκρανών. Ξεχώριζαν πολύ εύκολα, γιατί πριν χτίσουν τις κατοικίες που φαίνονταν ότι ήταν καινούργιες και τατάρικες από την εξωτερική τους αρχιτεκτονική, στα οικόπεδα κατασκεύαζαν πρόχειρα παραπήγματα από κίτρινο ασβεστόλιθο, χωρίς κουφώματα, μόνο και μόνο για να κατοχυρώσουν δικαίωμα πάνω στη γη. Πολλές χιλιάδες τέτοια χτίσματα ήταν ατάκτως διασκορπισμένα σχεδόν παντού στη χερσόνησο. Φτωχοί άνθρωποι οι περισσότεροι, ειρηνικοί άνθρωποι, που κυνηγούσαν τη μοίρα τους, τους οποίους, όμως, οι ανταγωνιστικές πολιτικές εξουσίες ήθελαν να χρησιμοποιήσουν σαν εργαλεία στις κακόβουλες επιδιώξεις τους.

Η Πολυκλινική στο ταταρόφωνο ελληνικό χωριό Στάρι Κριμ, κοντά στη Μαριούπολη. Χτίστηκε με πρωτοβουλία του Άγγελου Ασλανίδη, τότε αντιπροέδρου του ΣΑΕ. (φωτό Στ. Ελληνιάδης)

Ταταροφιλία

Μετά το πραξικόπημα του 2014 στο Κίεβο, οι Ουκρανοί με τους Ευρωπαίους πρόβαλλαν ξαφνικά τους Τάταρους ως απειλούμενη μειονότητα και στη συνέχεια ως την αποκλειστική σε όλη τη χώρα αυτόχθονη μειονότητα.

Οι Τάταροι ιστορικά έχουν θέση στην Κριμαία επειδή όλη η χερσόνησος και ένα σημαντικό τμήμα της σημερινής νότιας Ουκρανίας ανήκαν επί 350 περίπου χρόνια (1441-1783) στο Χανάτο των Τατάρων το οποίο γρήγορα κατέστη υποτελές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέχρι την κατάργησή του από τη ρώσικη αυτοκρατορία. Αλλά το ιστορικό αυτό δικαίωμα των Τατάρων αποδυναμώθηκε στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο όταν σχηματίστηκε στρατιωτικό ταταρικό σώμα που συμπολέμησε με τους ναζί εναντίον του Κόκκινου Στρατού όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κριμαία στο δρόμο για το Στάλινγκραντ. Τελικά, όταν ο σοβιετικός στρατός εκδίωξε από την Ταυρίδα τους εισβολείς με ασύλληπτες θυσίες, οι Τάταροι εκτοπίστηκαν στα ανατολικά μέρη της Σοβιετικής Ένωσης.

Αυτή ήταν η τρίτη φορά μέσα σε εκατό χρόνια που οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν επιτεθεί στην Κριμαία προσπαθώντας να την αποσπάσουν από τη Ρωσία! Η πρώτη ήταν το 1853-56 (Κριμαϊκός Πόλεμος) όταν οι Άγγλοι, Γάλλοι και Οθωμανοί κήρυξαν τον πόλεμο στη Ρωσία και η δεύτερη ήταν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση που γαλλικά και ελληνικά στρατεύματα πολεμώντας τους Μπολσεβίκους το 1019 είχαν καταλάβει τη Σεβαστούπολη, τη Χερσώνα, το Νικολάγιεφ και την Οδησσό! Οι επόμενοι κατακτητές της Κριμαίας ήταν οι Ναζί. Όλοι εκδιώχτηκαν!

Όμως, αυτές οι εισβολές καθόρισαν και το στάτους της Κριμαίας ως ακριτικής περιοχής υψηλού κινδύνου για τη Ρωσία.

Στους πολέμους οι φιλο-οθωμανοί Τάταροι εκδηλώνονταν κατά της Ρωσίας, αν και είχε αποδειχτεί ότι η Ρωσία ήταν η πιο φιλόξενη απ’ όλες τις αυτοκρατορίες επί ευρωπαϊκού εδάφους για τους τουρκογενείς μουσουλμάνους.

Η νοσταλγία των Τατάρων για το βασίλειό τους και η επιρροή που ασκούσε πάνω τους η οθωμανική αυτοκρατορία και στη συνέχεια η Τουρκία, κι από κοντά η σύμμαχός της Γερμανία, σίγουρα ήταν δύο σοβαροί παράγοντες που επηρέαζαν τις επιλογές της ταταρικής ελίτ. Εξάλλου, οι εκάστοτε διεκδικητές της Κριμαίας, Οθωμανοί, Άγγλοι, Γάλλοι και Γερμανοί, δελέαζαν τους Τάταρους αφήνοντάς τους να νομίζουν ότι αν ηττούνταν οι Ρώσοι, αυτοί θα γίνονταν και πάλι κύριοι της Κριμαίας. Και σ’ αυτό ποντάρισε μετά το 1991 κι ο ουκρανικός εθνικισμός, καθοδηγούμενες αναμφίβολα από τους Αμερικάνους και τους Ευρωπαίους.

Ο πόλεμος κατά του Ισλάμ που κήρυξε η Δύση από το 2001, δεν συμπεριλάμβανε τους Τάταρους, για προφανείς λόγους. Μπορεί οι Δυτικοί να κατέστρεψαν ολοσχερώς πολλές χώρες με κατ’ εξοχήν ισλαμικό πληθυσμό (Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Σουδάν, Συρία, Υεμένη κ.λπ.) και να δολοφόνησαν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, αλλά όπου μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μουσουλμανικούς πληθυσμούς εναντίον των γεωπολιτικών αντιπάλων τους ακολούθησαν πρόσκαιρα διαφορετική πολιτική. Όπως έγινε με τους Ταλιμπάν στη δεκαετία του 1980 κατά των Σοβιετικών, με τους Βόσνιους και Κοσοβάρους κατά των Σέρβων στη Γιουγκοσλαβία, τους Τσετσένους κατά της Ρωσίας, το Ισλαμικό κράτος κατά της Συρίας, τη Σαουδική Αραβία κατά της Υεμένης και τους Ουιγούρους κατά της Κίνας, έτσι κάνουν και με τους Τάταρους κατά της Ρωσίας. Βέβαια, πρέπει να τονιστεί ότι οι σύγχρονοι Τάταροι της Κριμαίας δεν παρασύρθηκαν σε ένοπλες εξεγέρσεις κατά της Ρωσίας και οι δράσεις της αντιρωσικής ταταρικής ελίτ περιορίστηκαν σε πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο.

Το δημοψήφισμα

Σήμερα, οι Ουκρανοί και οι Δυτικοί δεν αναγνωρίζουν την επανένωση της Κριμαίας με τη Ρωσία, επειδή παρακάμπτουν την ιστορική πραγματικότητα και δεν αποδέχονται τη νομιμότητα του δημοψηφίσματος της 16ης Μαρτίου 2014, ενώ αποδέχονται τη νομιμότητα του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία του Κοσόβου από τη Σερβία!

Το δημοψήφισμα έλαβε χώρα αμέσως μετά τη βίαιη ανατροπή και εκδίωξη του εκλεγμένου προέδρου της Ουκρανίας Βίκτωρ Γιανουκόβιτς και την απαγόρευση λειτουργίας των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, του «Κόμματος των Περιφερειών» και του «Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας», που συγκέντρωναν το 50% των ψήφων σε πανουκρανικό επίπεδο.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, από την παρακολούθηση του οποίου οι 135 ξένοι παρατηρητές από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Γαλλία, η Αυστρία κ.ά., δεν εντόπισαν ανωμαλίες, κυριάρχησε άνετα η ψήφος υπέρ της επανένωσης της χερσονήσου με τη Ρωσία. Aπό 1.884.589 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους προσήλθαν και ψήφισαν 1.536.290. Στη Σεβαστούπολη το ποσοστό υπέρ της ένωσης ήταν 85,56% και στην υπόλοιπη Κριμαία 80,42%.

Τα ψηφοδέλτια ήταν τυπωμένα σε τρεις γλώσσες, ρωσικά, ουκρανικά και τατάρικα. Μόνο κάτοικοι της Κριμαίας με ουκρανικά διαβατήρια είχαν δικαίωμα ψήφου.

Η επανένωση με τη Ρωσία έγινε χωρίς αιματοχυσία και χωρίς αντίδραση από την αστυνομία και τον πολυάριθμο ουκρανικό στρατό που στρατοπέδευε στην Κριμαία.

Σύμφωνα με την τελευταία πανουκρανική απογραφή, το 2001, το 58,3% των κατοίκων της Κριμαίας ήταν Ρώσοι, το 24,3% Ουκρανοί, το 12% Τάταροι και το υπόλοιπο Λευκορώσοι, Έλληνες κ.ά. Το 77% των κατοίκων είχαν μητρική γλώσσα τα ρώσικα. Το ποσοστό αυτό ήταν 94% στη Σεβαστούπολη, όπου οι Ρώσοι αποτελούσαν το 77% του πληθυσμού της αυτοδιοικούμενης πόλης.

Τα αποτελέσματα αμφισβητήθηκαν από μερίδα του δυτικού Τύπου και από τις δυτικές κυβερνήσεις, αλλά επιβεβαιώθηκαν από τους διεθνείς οργανισμούς μετρήσεων. Οι μετρήσεις, πριν και μετά το δημοψήφισμα, δείχνουν καταφανώς ότι η πλειονότητα των κατοίκων της Κριμαίας ήταν υπέρ της ένωσης της χερσονήσου με τη Ρωσία. Δειγματοληπτικά, το «Ουκρανικό Κέντρο Οικονομικών και Πολιτικών Μελετών» το 2008, το «Διεθνές Ρεπουμπλικανικό Κέντρο» το 2013, το «Κριμαϊκό Ινστιτούτο Πολιτικών και Κοινωνικών Ερευνών» το 2014, το γερμανικό «GfK Group» το 2015, το αμερικανικό διακυβερνητικό Broadcasting Board of Governors, οι δύο παγκόσμιοι ερευνητικοί οργανισμοί «Gallup» και «Pew Research» το 2014 και το επίσης αμερικάνικο «Levada-Center» το 2014 και το 2019, παρουσίασαν την συντριπτική υπεροχή της ψήφου υπέρ της ένωσης με τη Ρωσία. Αξίζει δε να επισημανθεί ότι και οι περισσότεροι Ουκρανοί κάτοικοι της Κριμαίας συνηγόρησαν για την ένωση!

Το παλάτι του Χάνου των Τατάρων στο Μπαχτσεσαράι, στην Κριμαία. (φωτό Στ. Ελληνιάδης)

Απογραφή και γλώσσα

Δεν είναι τυχαίο ότι η τελευταία απογραφή πληθυσμού στην Ουκρανία έγινε το 2001. Ενώ είναι κανόνας στις χώρες, να κάνουν κάθε δέκα χρόνια απογραφή, οι Ουκρανοί έκτοτε την απέφυγαν. Την παρέλειψαν το 2011 κι ενώ είχαν αποφασίσει ότι θα κάνουν απογραφή το 2021, τελικά αποφάσισαν να κάνουν απογραφή το 2023. Όμως, για προφανείς πλέον λόγους και όχι μόνο λόγω σκοπιμότητας, μάλλον η απογραφή αναβάλλεται επ’ αόριστον. Γιατί, όμως, δεν έκαναν απογραφή ενόσω μπορούσαν;

Γιατί στις απογραφές μέχρι το 2001, απογράφονταν και καταγράφονταν σε ξεχωριστή στήλη οι εθνικότητες των υπηκόων. Στην απογραφή του 2001, οι Έλληνες εμφανίζονται ως 10η μειονότητα, αριθμητικά, στην Ουκρανία. Και έχει ιδιαίτερη σημασία ότι ήταν η 3η σε μέγεθος, μετά τους Ουκρανούς και τους Ρώσους, εθνική ομάδα στην Ανατολική Ουκρανία όπου βρίσκεται το μεγαλύτερο κομμάτι των Ελλήνων.

Γύρω από αυτό το ζήτημα παίχτηκε ένα πολύ σκληρό παιχνίδι. Και ως παράπλευρη απώλεια, δεν μάθαμε ποτέ αν οι 91.500 Έλληνες του 2001 αυξήθηκαν ή μειώθηκαν στις δύο δεκαετίες που έκτοτε μεσολάβησαν.

Στο ζήτημα της νεοελληνικής γλώσσας, οι εξελίξεις αναμφίβολα δεν ευνόησαν την παραπέρα διάδοσή της. Ο Γιανουκόβιτς, το 2012, είχε κάνει το νόμο «Για τις αρχές της κρατικής γλωσσικής πολιτικής» που όριζε ότι όταν σε μία περιοχή μία μειονότητα έχει ένα ποσοστό πληθυσμιακό από 10% και πάνω, η γλώσσα της αναγνωρίζεται επίσημα σε περιφερειακό επίπεδο και μπορεί να χρησιμοποιείται σε δικαστήρια, σχολεία κ.λπ. Αυτή η διάταξη δεν άρεσε στους εθνικιστές που επιμένανε στην αποκλειστικότητα της ουκρανικής, αλλά δεν ικανοποίησε και όλες τις μειονότητες, ιδίως την ουγγρική και τη ρουμάνικη στην περιοχή των Καρπαθίων επειδή το ποσοστό δεν κατοχύρωνε τη διάδοση των γλωσσών τους.

Οι Έλληνες είχαν καταφέρει, μέχρι το 2014, να βάλουν τα ελληνικά σε πολλά σχολεία με τη συνδρομή φιλελλήνων Ουκρανών εκπαιδευτικών και αξιωματούχων. Δηλαδή, όπου υπήρχε ελληνική κοινότητα, επειδή μέχρι τότε το ουκρανικό καθεστώς ήταν πιο διαλλακτικό ως προς τη γλώσσα, η ελληνική διδασκόταν σε όλη τη χώρα. Και στα σημαντικότερα πανεπιστήμια της χώρας λειτουργούσαν έδρες ελληνικών σπουδών οι απόφοιτοι των οποίων δίδασκαν με τη σειρά τους τα ελληνικά. Υπήρχε μεγάλη ανοχή και ευκολία επειδή ο νόμος αναγνωρίζοντας την ύπαρξη μειονοτικών γλωσσών, επέτρεπε μία χαλαρότητα στην εφαρμογή του. Έπρεπε να πέσει κανείς σε κανέναν πολύ βαρεμένο εθνικιστή διευθυντή σχολείου, νομάρχη ή δήμαρχο, για να μην το επιτρέψει, πράγμα το οποίο σπάνιζε.

Στη συνέχεια, όμως, όταν καταργήθηκε αυτός ο νόμος και μπήκε σε εφαρμογή ο νόμος «Για την υποστήριξη της λειτουργίας της ουκρανικής γλώσσας ως κρατικής γλώσσας», σε συνδυασμό με το νόμο για τις μειονότητες, ελευθερώθηκαν τα χέρια των εθνικιστών, να καθορίζουν αυτοί τι μπορούσε να διδάξει κανείς και τι δεν μπορούσε. Δεν απαγόρευσαν ρητά τα ελληνικά, αλλά δεν μπορούσε και η ελληνική κοινότητα να μείνει ανεπηρέαστη από την βίαιη ουκρανοποίηση. Χωρίς να αποτελεί καμία απειλή για την Ουκρανία, η διάδοση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής κουλτούρας έπρεπε να συντελείται μέσα σε ένα πολύ διαφορετικό «κλίμα». Ακόμη κι αν δεν το παραδέχονται ορισμένοι ιθύνοντες της ελληνικής μειονότητας για πολιτικούς λόγους, αναγκάστηκαν να προσαρμόζονται και να συμμαζεύονται.

Η αλλαγή στους Έλληνες

Στις πιο πρόσφατες επισκέψεις μου στην Ουκρανία, η εικόνα που αντίκριζα απείχε πάρα πολύ από την εικόνα που έχω καταγράψει σε εκατοντάδες ώρες video μέχρι το 2014. Η κατάσταση είχε εμφανώς αλλάξει.

Από τη μια οι περιοριστικοί νόμοι και η «ουκρανοποίηση» και απ’ την άλλη ο διαχωρισμός των ελληνικών κοινοτήτων σε τρία κομμάτια λόγω της επανένωσης της Κριμαίας με τη Ρωσία και της νέας συνοριακής γραμμής στην Ανατολική Ουκρανία, άλλαξαν εντελώς τις συνθήκες που είχαν ευνοήσει την άνθηση του Ελληνισμού. Στην ουκρανική επικράτεια, η «Μέγα Γιορτή» των Ελλήνων, η πιο μεγάλη, πιο εντυπωσιακή και πιο αντιπροσωπευτική απ’ όλες τις συλλογικές τους δράσεις, που γινόταν κάθε δύο χρόνια σε διαφορετικό χωριό, δεν ήταν πια η ίδια, σε ποιότητα, ποσότητα, ύφος και χρώμα. Η σύγκριση των εικόνων από γιορτή σε γιορτή είναι πολύ αποκαλυπτική. Ενώ μέχρι το 2014, ήταν σαν να γιορτάζουν οι Έλληνες στο Καλλιμάρμαρο, μετά τη χρονιά αυτή, ήταν σαν να γιορτάζουν στην αυλή ενός σχολείου. Από άποψη περιεχομένου, πλήθους συμμετεχόντων, ποικιλίας δράσεων, μεγέθους και διαστάσεων, τίποτα δεν ήταν το ίδιο.

Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το 2014 άρχισε και η ραγδαία συρρίκνωση της Σχολής Ελληνικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ανθρωπιστικών Σπουδών της Μαριούπολης.

Οι εξελίξεις αυτές επιβεβαίωσαν και κάτι επίσης σοβαρό που έχει σχέση με τους Έλληνες της Μαριούπολης. Ορισμένοι διακεκριμένοι Ρωμιοί, όπως ο επί πολλά έτη διευθυντής της εφημερίδας «Έλληνες της Ουκρανίας» Ανατόλης Μπαλτζής, μου έλεγαν ότι από ουκρανικής πλευράς γινόταν προσπάθεια να υπερτονιστεί η ουρούμικη γλώσσα προκειμένου το σημαντικό κομμάτι των ταταρόφωνων Ελλήνων να συνδεθεί περισσότερο με τους Τάταρους και κατά προέκταση με τις πολιτικές των εθνικιστικών κύκλων. Με δεδομένο ότι η κοινή γλώσσα των ταταρόφωνων Ελλήνων (Ουρούμ) και των ελληνόφωνων Ελλήνων (Ρουμ) ήταν τα ρώσικα και η συγγένεια αμφοτέρων με τη ρώσικη κουλτούρα ισχυρότερη, ορισμένοι Ουκρανοί –ούτε αυθόρμητα ούτε αθώα- προσπαθούσαν με διάφορους τρόπους να αναδείξουν πιο έντονα αυτή την πλευρά της πολιτιστικής ταυτότητας των ταταρόφωνων Ρωμιών.

Κι αυτό δεν είναι το μόνο «αθέατο» που συνέβαινε. Βλέποντας τώρα ξανά τα όσα διαδραματίζονταν σε ολόκληρη την περίοδο από το 1991 μέχρι τον τωρινό πόλεμο, μέσα από το νέο πρίσμα, διαμορφώνονται νέες προσλήψεις και προκύπτουν νέες ερμηνείες για πολλά φαινόμενα και γεγονότα.

(Εμπλουτισμένες απαντήσεις του Στέλιου Ελληνιάδη σε ερωτήσεις που τέθηκαν στο Πολιτικό Καφενείο της ΟΜ Γλυφάδας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στις 8 Απριλίου 2022)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!