Η εξάρτηση της Ελλάδας από τον τουρισμό, ειδικά στις παρούσες συνθήκες της παγκόσμιας πανδημίας από τον Covid-19, έχει πολλαπλές αρνητικές συνέπειες τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα.
Πρώτο επηρεάζει αρνητικά συνολικά την εγχώρια παραγωγή (ΑΕΠ) τόσο άμεσα, καθώς το τουριστικό προϊόν θα είναι μειωμένο, όσο και έμμεσα, καθώς η μείωση του τουριστικού προϊόντος θα έχει δευτερογενώς σαν συνέπεια τη μείωση άλλων εισοδημάτων, που στηρίζονταν στην κατανάλωση των εισοδημάτων που δημιουργούσε ο τουρισμός. Σύμφωνα με τις διάφορες εκτιμήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας έναντι των 31,3 εκατ. τουριστών του 2019 φέτος αναμένονται 5 εκατ. και σύμφωνα με τα πιο αισιόδοξα σενάρια 8 εκατ. τουρίστες. Πρακτικά οδηγούμαστε στο 1/6 του επιπέδου του 2019. Δεδομένου δε ότι Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ βρίσκονταν στη δεύτερη και τρίτη θέση από πλευράς βαρύτητας τουριστικής δαπάνης, ενώ φέτος για τις ΗΠΑ τα σύνορα της Ε.Ε. είναι ακόμα κλειστά λόγω των διαστάσεων της πανδημίας εκεί, και με τα αντίστοιχα πολύ οξυμένα προβλήματα στο Η.Β. παρά το άνοιγμα των συνόρων, γίνεται άμεσα κατανοητό ότι οι επιπτώσεις από πλευράς εισοδημάτων θα είναι τεράστιες επιπλέον από τον απόλυτο αριθμό ταξιδιωτών. Τη μεγαλύτερη κατά κεφαλή κατανάλωση το 2019 την είχαν οι τουρίστες προερχόμενοι από τις ΗΠΑ με 1.008 ευρώ (βλέπε σχετικό πίνακα) με δεύτερους τους Ελβετούς 856 ευρώ που βρίσκονται στην 9η θέση από πλευράς βαρύτητας συνολικής δαπάνης.
Με τα παραπάνω δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες της πανδημίας, νοσηλευτικά αλλά και οικονομικά κυρίως στα εισοδήματα του κόσμου στις επιμέρους χώρες από τις οποίες προέρχεται ο τουρισμός στην Ελλάδα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι από τα 17,7 δισ. ευρώ άμεσα έσοδα του 2019 θα πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι με ένα ποσό της τάξης των 5 και στην καλύτερη περίπτωση των 8 δισ. ευρώ. Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρωτογενώς, χωρίς τις δευτερεύουσες έμμεσες επιδράσεις, το ΑΕΠ μόνο από τον τουρισμό θα είναι μειωμένο κατά 13-10 δισ. ή σε ποσοστό –7% έως –5,5% στην καλύτερη περίπτωση. Μαζί με τις πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις (ο πολλαπλασιαστής τουρισμού π.χ. σύμφωνα με το ΙΟΒΕ είναι 2,2) θα προσεγγίσει το 15%. Όλα αυτά μόνο από τον τουρισμό (άμεσα και έμμεσα).
Σφοδρό πλήγμα στην εργασία
Οι επιπτώσεις από τις παραπάνω εκτιμήσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία-βαρύτητα για τους εργαζόμενους στον τουρισμό και τα εισοδήματά τους καθώς και για ορισμένες περιοχές της χώρας που έχουν πλέον εξαρτήσει την οικονομία τους από τον τουρισμό.
Ήδη είναι δεδομένο ότι μια σειρά μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες δεν θα ανοίξουν καθόλου φέτος ή θα ανοίξουν για το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου με περιορισμένο προσωπικό. Παράλληλα μια σειρά μικρά τοπικά μαγαζιά (ταβέρνες, καφέ, σουβενίρ, μίνι-μάρκετ κ.λπ.) που εξαρτιόνται άμεσα από τον τουρισμό είτε δεν θα ανοίξουν καθόλου ή θα ανοίξουν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Πρακτικά όλα τα παραπάνω σημαίνουν δραματική ανεργία για το μεγαλύτερο μέρος των 950.000 εργαζομένων άμεσα στον τουρισμό και των επαγγελματιών που δεν συμπεριλαμβάνονται στο παραπάνω μέγεθος. Όλοι αυτοί που εργάζονται εποχιακά και με τα εισοδήματα της τουριστικής περιόδου περιμένουν να ζήσουν τον υπόλοιπο χρόνο μένουν με ελάχιστο ή ακόμα και κανένα εισόδημα και εξαρτώνται από το εάν και πως το κράτος θα τους δώσει κάποια επιδότηση. Παράλληλα για όσες μονάδες ανοίξουν οι εργασιακές συνθήκες και αμοιβές, όπως γίνεται φανερό από τη γενικότερη κατάσταση, δεν θα είναι ίδιες με τις «μαύρες» συνθήκες του παρελθόντος. Θα είναι ακόμα πιο «μαύρες». Μάλιστα η κυβέρνηση έχει ήδη θεσμοθετήσει το πλαίσιο με το πρόγραμμα «Συν-Εργασία», οι εργαζόμενοι στο έλεος και το σχεδιασμό του εργοδότη και στην καλύτερη περίπτωση με –20% και πλέον στο σύνολο των αποδοχών τους.
Ειδικά για τις περιοχές που ο τουρισμός αποτελεί τη βασική πηγή εισοδήματος τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα και από πλευράς πολιτείας μέχρι στιγμής δεν έχουν ληφθεί μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΤΕ (2018) η άμεση συμβολή του τουρισμού στο ΑΕΠ βρισκόταν σε ποσοστό πάνω ή κοντά στο 50% στις περιφέρειες Νοτίου Αιγαίου 97,1%, Ιόνια Νησιά 71,2%, Κρήτη 47,2% και ακολουθεί η Κεντρική Μακεδονία λόγω Χαλκιδικής με 12,4%.
Στο τέλος ο λογαριασμός
Ενώ αυτή είναι η τραγική κατάληξη των «αναπτυξιακών» επιλογών εδώ και δεκαετίες σύσσωμου του πολιτικού συστήματος η παρούσα κυβέρνηση αντί να ετοιμάσει ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης της οικονομίας με κεντρική κατεύθυνση την παραγωγική ανασυγκρότηση με στόχους τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα τρέχει πίσω από την κάθε TUI και κάθε αεροπορική εταιρεία ικανοποιώντας κάθε τους αίτημα εκλιπαρώντας να φέρουν κόσμο στην Ελλάδα. Ανοίγουμε τα αεροδρόμια, υποθηκεύουμε τη μέχρι σήμερα προσπάθεια για την αντιμετώπιση της πανδημίας με το τεράστιο οικονομικό κόστος, για να έχουμε αμφίβολα οικονομικά αποτελέσματα με βάση το τι αποφασίζουν οι μεγάλοι παίκτες του τουρισμού από το εξωτερικό.
Παράλληλα στη λογική της επιδοματικής πολιτικής με τα ψίχουλα, που ξεκίνησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, αυξήθηκε ο προϋπολογισμός του κοινωνικού τουρισμού από τα 10 εκατ. ευρώ στα 30 (!) και βγήκε με ειδική συνέντευξη Τύπου να το ανακοινώσει ο κ. Βρούτσης. Αυτοί που μοίρασαν στους φίλα προσκείμενους δημοσιογράφους site (ακόμα και σε ανύπαρκτα site) 20 εκατ. ευρώ χωρίς κριτήρια και χωρίς κανένα έλεγχο «μοιράζουν» στους ανέργους με αυστηρά κριτήρια μόλις 30 εκατ. για κοινωνικό τουρισμό. Αντί να πάρουν μέτρα και να δοθεί ένα γενναίο ποσό προς τους εργαζόμενους γενικά, για να τονωθεί το τουριστικό προϊόν και κυρίως οι μικρές επιχειρήσεις, συνεχίζουν να κοροϊδεύουν δίνοντας επιχορηγήσεις «ψίχουλα» που δεν φτάνουν ούτε στο ελάχιστο για να κινηθεί στοιχειωδώς η αγορά και να κάνουν αξιοπρεπώς οι εργαζόμενοι κάποιες διακοπές, υπό τις παρούσες έκτακτες συνθήκες.
Και στο τέλος έρχεται ο λογαριασμός… Όλες οι παραπάνω εξελίξεις σε συνδυασμό με την κατάσταση και τη στάση των τραπεζών οδηγούν σε ένα μονόδρομο. Στο μεγαλύτερο αφελληνισμό των τουριστικών υποδομών και μονάδων ιδιωτικών και δημοσίων. Όσοι παρακολουθούν την αγορά γνωρίζουν ότι κάποιες σημαντικές τουριστικές μονάδες ήδη πουλήθηκαν (ξεπουλήθηκαν) κάτω από την πίεση χρεών και της παρούσας κρίσης. Όσοι αντιστέκονται προς τον παρόν δεν φαίνεται να έχουν λύσεις, αφού ούτε η πολιτεία φροντίζει να λάβει μέτρα ουσίας ούτε φυσικά οι τράπεζες.