Από τον κυβερνητισμό, στην ανασύσταση του κοινωνικού παράγοντα. Του Γιάννη Τσούτσια

Τον τελευταίο χρόνο η πολιτική ζωή σηματοδοτείται από το δικομματισμό που αναδύθηκε με τις εκλογές και αντικατέστησε την πόλωση που παρήγαγαν οι αντιμνημονιακοί αγώνες. Αυτός, όχι μόνον μονοπωλεί την πολιτική επικαιρότητα αλλά αποτελεί και την κύρια αιτία που οι εξελίξεις, μαζί και η κοινωνία, έχουν καθηλωθεί εντός των ασφυκτικών του ορίων. Πρόκειται για ένα δικομματισμό αδύναμο και οριακής απήχησης σε επίπεδο ποσοστών (αθροιστικά και ως επιμέρους), απέναντι στον οποίο σημαντικό τμήμα της κοινωνίας στέκεται με επιφύλαξη ή απορριπτικά. (Τα ποσοστά του «Κανένα» υπερβαίνουν το 50%).  Όμως αυτή ακριβώς η πραγματικότητα οδήγησε στο μεν πεδίο των κομματικών συσχετισμών να εμφανίζεται η Χρυσή Αυγή ως ο τρίτος παίκτης και πολιορκητής, στο δε κοινωνικό πεδίο να υποστραφεί η ριζοσπαστική διαθεσιμότητα και η κοινωνία ολοένα να αποστασιοποιείται από την πολιτική διαδικασία. Με άλλα λόγια, ο νέος δικομματισμός εγκατέστησε ένα νέο βρόχο στην κοινωνία: Ενίσχυσε την πολιτική αποστράτευση, συνθήκη που εξ ανάγκης τον ανατροφοδοτεί, φαλκιδεύοντας κάθε άλλη εξέλιξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, ο οποίος και συνέπραξε στη δημιουργία του φαύλου κύκλου, πρέπει να έχει αρχίσει να καταλαβαίνει ότι έτσι αυτοπαγιδεύεται, περιορίζεται, πολιτικά, δημοσκοπικά και κατ’ ουσίαν. Και ότι αλλιώς πρέπει να κινηθεί…

Η Αριστερά δυσκολεύεται να ακούσει
Ξαναπιάνοντας λοιπόν τα πράγματα από την αρχή, διαπιστώνουμε, όπως όλοι, ότι ο αντιμνημονιακός ριζοσπαστισμός της πρώτης περιόδου έχει εκλείψει. Ό,τι πολιτικοποίησε, αφύπνισε και συνέγειρε τον κόσμο, δεν έγινε αντιληπτό και δεν αξιολογήθηκε από την Αριστερά. Η ίδια δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις. Έτσι, ο ριζοσπαστισμός υπέστρεψε και πλέον τα ερωτηματικά αφορούν την κοινωνική σύγχυση, την πολυδιάσπαση και την πολυφωνία του χάους. Η κοινωνία παραμένει ασώματη, χωρίς κοινό «τόπο», αδυνατεί να λειτουργήσει μέσα από μαζικούς σηματοδότες, να ανιχνεύσει τις ανάγκες της και την προοπτική της. Οι πολιτικές, επιφανειακές, παρεμβάσεις αποδεικνύονται στείρες στο βαθμό που απευθύνονται σε μια κινούμενη μάζα απογοητευμένων ιδιωτών. Η απαίτηση για μια προσπάθεια κοινωνικοπολιτικής ανασυγκρότησης βοά. Ωστόσο, και πάλι η Αριστερά δυσκολεύεται να ακούσει, να αλλάξει οπτική, να ξεφύγει από την κυβερνητική στοχοθεσία και να στραφεί στη διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης.
Ζητούνται ενεργητικές πρωτοβουλίες, προσπάθειες που να απευθύνονται στο συλλογικό, στο χώρο του νοήματος. Το υποκειμενικό πρόβλημα της κοινωνίας πρέπει να τεθεί ως η κεντρική στόχευση. Πώς ένα άθροισμα πολιτών γίνεται κοινωνία; Ζητούνται δηλαδή υποκειμενοποιητικές (αδόκιμος ο όρος) πολιτικές, αντί των επικοινωνιακών τακτικών, που επιχειρούν να εκφράσουν τη λαϊκή αγανάκτηση και στη συνέχεια να την εισπράξουν εκλογικά. Για όσους ενίστανται, το ζήτημα της κυβέρνησης, όντας πράγματι κομβικό, δεν παρακάμπτεται, ούτε αγνοείται το κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Αλλά δεν είναι αυτή η άγουσα πλευρά των εξελίξεων. Η Αριστερά πρέπει να πάψει να διαπερνάται από τον κυβερνητισμό που διαποτίζει κάθε της κίνηση (και τον κρατισμό που τον συμπληρώνει), από μια νοοτροπία που εμποτίζει όχι μόνο τις ελλείψεις της αλλά και τις προτάσεις της. Ο ΣΥΡΙΖΑ αγωνιά για το πώς θα αντεπεξέλθει ως κυβέρνηση, αγωνιά για το πώς θα αναδιατάξει τις δυνάμεις του για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της επόμενης ημέρας, αγωνιά να διαμορφώσει κυβερνητικό πρόγραμμα, αλλά δεν αγωνιά καθόλου για το τι θα πράξει και πώς, απέναντι στην κοινωνία…

Αλλαγή προτεραιοτήτων
Η στροφή προς την κοινωνία συνεπάγεται αλλαγή προτεραιοτήτων σε δυο κατευθύνσεις: Στο στενά πολιτικό πεδίο, πρέπει να διαμορφωθεί ένα πολιτικό (και όχι στενά κομματικό) ρεύμα διεξόδου, με αιχμές και προτάσεις, πάνω στις οποίες θα σωρευτούν με επιμονή στοιχεία διαμόρφωσης και προσανατολισμού της κοινωνικής συνείδησης. Στο πεδίο της κοινωνίας είναι αναγκαία, η επί της ουσίας συγκρότηση διάφορων κοινωνικών χώρων και ομάδων, που μπορούν να διαθέτουν τη δική τους ταυτότητα – δυνατότητα, όπως η διανόηση, η νεολαία, οι εκπαιδευτικοί, η αυτοδιοίκηση κ.λπ. Όχι όμως σε μια οικονομίστικη βάση ή ως παραρτήματα κάποιου υπαρκτού «φορέα κινημάτων», αλλά ως πραγματικών κοινωνικοπολιτικών υποκειμένων, που θα συνδράμουν με τον ειδικό τους ρόλο στη γενική προοπτική διεξόδου. Δεδομένου, μάλιστα, ότι τα μοντέλα μονοκομματικής εξέλιξης της κοινωνίας (κόμμα καθολικός οδηγός) μοιάζουν ανεφάρμοστα, άλλη λύση δεν διαφαίνεται. Η σημερινή εμπλοκή και πολυπλοκότητα δείχνουν τη θραύση πλευρών της εκπροσώπησης και την αδυναμία των πολιτικών φορέων να εκφράσουν το σύνολο της κοινωνίας. Το κενό πρέπει να αντιμετωπιστεί, απελευθερώνοντας την κοινωνική δυναμική.
Η θέση αυτή δεν είναι καινοφανής: Στην πρόσφατη Νεοελληνική Ιστορία, δείγματα αναζωογόνησης του κοινωνικού όλου από χώρους που επενέβησαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της κουλτούρας, υπάρχουν: Ας θυμηθούμε ότι η νεολαία προδικτατορικά και το φοιτητικό κίνημα αργότερα, μπόλιασε με ιδέες και αντιλήψεις το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά και πιο πρόσφατα, η συμβολή των «οικονομολόγων» για την κατανόηση των παραμέτρων της οικονομικής κρίσης, υπήρξε κρίσιμη, αν και οριακή, αποκαλύπτοντας ωστόσο την ουσία και την ανάγκη αυτής της διαλεκτικής. Αποφεύγοντας τα αδιέξοδα, η Αριστερά πρέπει πάλι να στραφεί στην αγωνιούσα κοινωνία. Η μετάθεση του πεδίου των παρεμβάσεών της είναι σήμερα το κεντρικό ζητούμενο, ανάσα και προϋπόθεση για την απεμπλοκή από την απειλητική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!