Σχετικά με το άρθρο του Κώστα Ζαχάρου με τίτλο «Κενολογία οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες για την εκπαίδευση» του πρηγούμενου Δρόμου, ο Ανδρέας Μπόμπας, συνταξιούχος εκπαιδευτικός και Πολιτικός Μηχανικός, μας έστειλε την επιστολή που ακολουθεί.
κ. Ζαχάρε,
Διάβασα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το κείμενό σας στον Δρόμο της 3/6/17. Θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί σας στον τομέα των διαπιστώσεων και στην άποψή σας περί διαχρονικής εφαρμογής των σχεδιασμών του ΟΟΣΑ για το σχολείο του «επιχειρείν»… Μία επισήμανση που θεωρώ εξαιρετικά σημαντική και δυστυχώς διαφεύγει. Το φόρτωμα του προγράμματος ύλης της Β’ και Γ’ Λυκείου με Ύλη Πανεπιστημιακού Επιπέδου… Έτσι λοιπόν ο μαθητής/-τρια που μέχρι και την Α’ Λυκείου βαδίζει σχετικά χαλαρά καλείται (τουλάχιστον στο Γενικό Λύκειο που επιλέγει η πλειοψηφία των μαθητών) να τρέξει τον Μαραθώνιο αφομοίωσης μιας ύλης δυσανάλογα βαριάς για τις δυνατότητές του (Ανώτερα Μαθηματικά, Ιατρική Βιολογία, Πανεπιστημιακή Οικονομία κ.λπ.). Έτσι λοιπόν τα χαρισματικά παιδιά και οι εγγράμματοι γονείς (που έχουν όμως και την οικονομική δυνατότητα) καταφεύγουν στην πολυδάπανη φροντιστηριακή υποστήριξη προκειμένου να υπάρξει η πολυπόθητη «επιτυχία».
Αυτό, όπως ασφαλώς κι εσείς κατανοείτε, όχι μόνο οδηγεί στην απόλυτη Ταξικότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όχι μόνο φορτώνει τους έφηβους με δυσβάσταχτα βάρη και υποχρεώσεις, όχι μόνο δεν επιτρέπει τη λειτουργία του Λυκείου σαν αυτόνομης εκπαιδευτικής βαθμίδας, αλλά κατά τη γνώμη μου το κυριότερο δημιουργεί (πλην εξαιρέσεων) λειτουργικά αναλφάβητους (ακόμα και στους επιτυχόντες).
Δεν νομίζω ότι στα προγράμματα του ΟΟΣΑ προβλέπεται αυτό το διαχρονικό «έγκλημα» σε βάρος των εφήβων μας αλλά και της οικονομικής αφαίμαξης των γονιών τους.
Μια πιθανή αντιμετώπιση θα ήταν το Προκαταρκτικό Έτος Σπουδών με Πανεπιστημιακή Ύλη και κατοχύρωση μαθημάτων για τους επιτυχόντες. Έτσι και το Λύκειο θα αποκτούσε ουσιαστικό και πιθανόν ενδιαφέρον περιεχόμενο, και το αίσχος των Πανελλαδικών αξιολογήσεων θα σταμάταγε και ο γενικός μαθητικός πληθυσμός θα απαλλασσότανε από το άγος της διδασκαλίας μιας εξειδικευμένης και έξω από τα ενδιαφέροντά του γνώσεις (που συνθλίβει ακόμα και τους χαρισματικούς και φιλότιμους μαθητές-τριες, πράγμα που γίνεται ορατό και στη συνέχεια στα Πανεπιστήμια).
Θεωρώ ότι ο Δρόμος μπορεί και πρέπει να ανοίξει έναν διάλογο γι’ αυτήν τη διαχρονική «πληγή» του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Με εκτίμηση,
Ανδρέας Μπόμπας