Η συμπεριφορά των δανειστών αποπνέει – προς το παρόν- βούληση να κλείσει χωρίς δράματα η αξιολόγηση – Τι ρόλο παίζουν η πολιτική κατάσταση στην Ευρωζώνη και οι χρησμοί της ΕΚΤ για το QE
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Ήλθαν, είδαν, απήλθαν. Ο πρώτος γύρος της τρίτης αξιολόγησης έληξε ασυνήθιστα ήπια, με τους επικεφαλής του κουαρτέτου να επιλέγουν μετριοπαθείς προσεγγίσεις σε αρκετά από τα εκκρεμή ακανθώδη προαπαιτούμενα της αξιολόγησης. Η κυριότερη ένδειξη μετριοπάθειας είναι η σύγκλιση στις εκτιμήσεις για το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2017: το πλεόνασμα, λένε κυβέρνηση και δανειστές, θα φτάσει φέτος το 2,8% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 1,75%. Το υπερπλεόνασμα της μιας ποσοστιαίας μονάδας, περίπου 1,8 δισ. ευρώ είναι το εκκρεμές πεδίο τριβής, μιας και η κυβέρνηση θέλει περίπου 1 δισ. απ’ αυτό να διατεθεί ως «κοινωνικό μέρισμα», ενώ οι δανειστές προτιμούν να κατευθυνθεί όλο το ποσό στην εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Η πιθανότητα, πάντως, να επαναληφθεί το περσινό σκηνικό, με το προσωρινό «μπλόκο» του ESM στην εφάπαξ κρατική φιλανθρωπία, είναι από μηδενική έως ελάχιστη. Οι πολιτικοί συμβιβασμοί προκρίνονται από όλες τις πλευρές.
Η μόνη πηγή ρευστότητας
Άλλη μια ένδειξη γι’ αυτό αποτέλεσε και η έγκριση της εκταμίευσης της υποδόσης των 800 εκατ. που εκκρεμούσε από τη δεύτερη αξιολόγηση. Ήταν η «επιβράβευση» για την εξόφληση των συμφωνηθέντων ποσών ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Μόνο τον Σεπτέμβριο οι εφορίες έκανα σωρηδόν επιστροφές φόρων ύψους 1,5 δισ. ευρώ για να καλυφθεί η μνημονιακή υποχρέωση, χωρίς να προλάβουν να ελέγξουν στοιχειωδώς αν στον σωρό «ξεπλένονται» συστηματικοί φοροφυγάδες. Αλλά, και τα 800 εκατ. ευρώ που εκταμίευσε ο ESM, όπως ο επικεφαλής του δήλωσε, είναι δεσμευμένα στον ίδιο σκοπό: στην εξόφληση οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες.
Η επιμονή των δανειστών στην εξόφληση ιδιωτών και, κυρίως, επιχειρήσεων δεν είναι τυχαία. Πρακτικά είναι ο μοναδικός πόρος δημόσιας χρηματοδότησης της οικονομίας, με τον δανεισμό –ύψους 40 δις. μέχρι στιγμής από τον ESM– να απορροφάται στην εξυπηρέτηση του χρέους, τα capital controls, τις καταθέσεις σε αναιμικά επίπεδα και τις τράπεζες να έχουν σχεδόν εξ ολοκλήρου κλείσει τη στρόφιγγα του δανεισμού εδώ και επτά χρόνια. Αν πρόκειται να καταγραφεί ένα σαφές θετικό πρόσημο στην ανάπτυξη φέτος, για να επιβεβαιωθεί το τελευταίο success story της μνημονιακής εποχής στην Ευρωζώνη, χρειάζεται κάποια ρευστότητα. Μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, εκτός από τη συνεδρίαση του Eurogroup, η Κομισιόν θα ανακοινώσει εκτιμήσεις για τις αναπτυξιακές και δημοσιονομικές επιδόσεις της Ευρωζώνης. Η πολιτική της ηγεσία έχει ζωτική ανάγκη να πάψει να αποτελεί υφεσιακή εξαίρεση η Ελλάδα σε μια Ευρωζώνη που –υποτίθεται– βρίσκεται σε σταθερή ανάκαμψη. Ιδιαίτερα τώρα που η ΕΚΤ αντιστρέφει την πορεία της ποσοτικής χαλάρωσης.
Τα θύματα και δεύτερος γύρος
Φυσικά, από το κλίμα μετριοπάθειας των δανειστών δεν γλιτώνουν όλοι και όλα: λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ θα πουληθούν, οι όροι κήρυξης απεργίας από τα σωματεία θα δυσκολέψουν με την υιοθέτηση «απαρτίας 50% των εγγεγραμμένων μελών», ο νόμος Κατσέλη θα γίνει λιγότερο προστατευτικός, ενώ σε μείζον ζήτημα αναμένεται να αναδειχθεί η τύχη των προνοιακών, αναπηρικών και οικογενειακών επιδομάτων, που οι δανειστές θέλουν να συνδεθούν με εισοδηματικά κριτήρια ή να συμψηφιστούν με το «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης», το οποίο προοπτικά φαίνεται ότι θα απορροφήσει όλη την κρατική κοινωνική πολιτική. Όσο για τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τον εξωδικαστικό μηχανισμό, διατηρούν τον ρόλο του «μετασχηματιστή» της παραγωγικής βάσης της χώρας, μέσω της διαχείρισης των κόκκινων δανείων: κατά τη διετία 2018-2019 σκοπεύουν να ξεφορτωθούν δάνεια 40 δισ. ευρώ, με πωλήσεις σε funds, πλειστηριασμούς, ρευστοποίηση ενεχύρων και υποθηκών σε ελάχιστο χρόνο, ακόμη και αυτόματες κεφαλαιοποιήσεις δανείων, όπως πιέζουν μαζί με τον SSM να περάσει στην πτωχευτική νομοθεσία. Ιδιοκτησιακά η ελληνική οικονομία πράγματι θα είναι αγνώριστη σε λίγα χρόνια. Θα αλλάξει χέρια σε μαζική κλίμακα.
Η σχετικά αναίμακτη λήξη του πρώτου γύρου της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές δεν σημαίνει ότι και ο δεύτερος γύρος, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου, θα είναι το ίδιο ήπιος. Οι επικεφαλής του κουαρτέτου παίρνουν μαζί τους πολλές «σημειώσεις και υποσημειώσεις», όπως για παράδειγμα τις προτάσεις του ΣΕΒ για ολοκληρωτική και μόνιμη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Οι δηλώσεις εκπροσώπων της ηγεσίας του ΣΕΒ «να αποφευχθεί το πισωγύρισμα στα εργασιακά» απευθύνονταν κυρίως στο κουαρτέτο και ιδιαίτερα στις «ευαισθησίες» που έχει στο θέμα το ΔΝΤ, το οποίο έχει καλέσει την κυβέρνηση από το καλοκαίρι «να μην ακυρώσει τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις».
«Ευρωσκεπτικιστική» επέλαση
Ωστόσο, όλα δείχνουν ότι οι εκπρόσωποι των δανειστών επιδιώκουν κλείσιμο της αξιολόγησης και, σε κάθε περίπτωση, αποφυγή «επεισοδίων». Οι λόγοι είναι και πολιτικοί και οικονομικοί. Στους πρώτους περιλαμβάνεται το κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας που συντηρεί όχι μόνο η κρίση στην Ισπανία και η εκρηκτική κατάσταση στην Καταλονία, αλλά και οι αλλεπάλληλοι ακροδεξιοί και «ευρωσκεπτικιστικοί» θρίαμβοι –τελευταίοι στην Αυστρία και στην Τσεχία–, από τους οποίους προκύπτει μια πολιτικά ομοιογενής ομάδα χωρών κυρίως στην ανατολική Ε.Ε. (Βίζεγκραντ και όχι μόνο) με πρόθεση να χαλάσει αρκετά από τα φεντεραλιστικά σχέδια των Βρυξελλών, και όχι μόνο στο μεταναστευτικό. Εδώ πρέπει να προστεθεί και ο παράγων Γερμανία, όπου οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης επαναφέρουν με διάφορες ευκαιρίες το «ελληνικό ζήτημα», ιδιαίτερα από την πλευρά των φιλελεύθερων, αλλά και του αδελφού κόμματος του CDU, του CSU της Βαυαρίας.
Η ΕΚΤ και η επίπλαστη ανάκαμψη
Στους οικονομικούς λόγους που ευνοούν ένα σχετικά αναίμακτο κλείσιμο της αξιολόγησης περιλαμβάνεται η ανησυχία για τις επιπτώσεις του tapering, της σταδιακής συρρίκνωσης του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που ανακοίνωσε η ΕΚΤ. Παρ’ ότι έχει εξαφανιστεί ως θέμα από το προσκήνιο, η παράταση των αγορών κρατικών ομολόγων τουλάχιστον μέχρι τον προσεχή Σεπτέμβριο, αλλά για 30 δισ. τον μήνα, ανοίγει ένα μικρό παράθυρο ευκαιρίας για αγορά και ελληνικών ομολόγων την άνοιξη, αν εν τω μεταξύ έχει ληφθεί απόφαση για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, όπως επιδιώκουν κυβέρνηση και ΔΝΤ. Όμως, η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πενιχρό πλέον QE είναι ασήμαντη παρωνυχίδα μέσα στη μεγάλη εικόνα: η ηγεσία της ΕΚΤ, παρά τις πιέσεις της γερμανικής ηγεσίας να βάλει τέλος σ’ αυτή την «ανωμαλία», επέλεξε τον συμβιβασμό να μειώσει τα ποσά αγορών διατηρώντας ταυτόχρονα για αόριστο διάστημα το πρόγραμμα και τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια. Γιατί; Γιατί έχει την πεποίθηση ότι χωρίς την άφθονη δωρεάν ρευστότητα η εύθραυστη ανάκαμψη στην Ευρωζώνη θα καταρρεύσει, ενώ το κόστος δανεισμού των κρατών θα ξανανέβει. Έτσι, η ΕΚΤ παίρνει το ρίσκο να κρατήσει στον ισολογισμό της κρατικό και ιδιωτικό χρέος σχεδόν 2,2 τρισ. ευρώ προκειμένου να στηρίξει την επίπλαστη κερδοφορία τραπεζών και επιχειρήσεων και τον φθηνό δανεισμό των χωρών. Τι θα συμβεί όταν η ΕΚΤ αρχίσει να ξεφορτώνεται μαζικά κρατικά ομόλογα ύψους 1,7 τρισ. ευρώ και εταιρικά 400 δισ. ευρώ; Αυτό δεν θέλει ούτε να το σκέπτεται ο Ντράγκι. Γι’ αυτό κι αρνείται πεισματικά να θέσει ρητή ημερομηνία λήξης στην ποσοτική χαλάρωση.