Με ταχύτητα που δεν χαρακτηρίζει συνήθως τις αποφάσεις του, το Συμβούλιο της Επικρατείας την προηγούμενη εβδομάδα δημοσιοποίησε την κατά πλειοψηφία απόφαση της μείζονος Ολομέλειάς του που έκρινε, μετά από αίτημα ακύρωσης της ΠΟΣΔΕΠ, ως συνταγματικές τις διατάξεις του Ν5094/2024 για την εγκατάσταση και λειτουργία Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ)- ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα, με τη μορφή παραρτημάτων ξένων Ιδρυμάτων. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση και στην επιχειρηματολογία της έπαιξε η γνωμάτευση του –μεταξύ άλλων και πανεπιστημιακού καθηγητή Ευάγγελου Βενιζέλου– για το «επαυξημένο Σύνταγμα», δηλαδή την κανονικοποίηση και προσαρμογή του ελληνικού Συντάγματος στην υπερκείμενη νομοθεσία των ευρωπαϊκών θεσμών. Είναι καθήκον των ειδικών επιστημόνων νομικών και συνταγματολόγων να αναλύσουν και να καταγγείλουν την ελαστικοποίηση του ελληνικού Συντάγματος ώστε αυτό να είναι συμβατό με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι συνέπειες θα είναι πολύ σοβαρές και για ζητήματα πιθανόν θεμελιωδέστερα της ιδιωτικοποίησης των πανεπιστημίων (π.χ. η ιδιωτικοποίηση του νερού ή η συνταγματοποίηση οικονομικών πολιτικών, όπως το δημόσιο χρέος). Στο παρόν σημείωμα, θα αναφερθώ αφενός στη συγκυρία στην οποία έρχεται η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και στις συνέπειες που αυτή θα έχει για το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο και αφετέρου στο πώς αυτή συνδέεται με τη γενικότερη ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και τον ραγδαία αυξανόμενο αφελληνισμό της μέσω της ιδιωτικοποίησης.

Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δημοσιοποιήθηκε λίγο πριν τις αναμενόμενες ανακοινώσεις της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) για την αδειοδότηση των παραρτημάτων και την πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών που αυτά θα παρέχουν. Και η ΕΘΑΑΕ αναμένεται για το θέμα αυτό να κάνει ρεκόρ αξιολόγησης, καθότι καλείται να ολοκληρώσει μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα την αδειοδότηση 11 παραρτημάτων-ΝΠΠΕ με περίπου 40 Σχολές, καθώς και την πιστοποίηση περίπου 150 προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, όταν οι πιστοποιήσεις των προγραμμάτων σπουδών των δημόσιων Πανεπιστημίων αποδεικνύονται ιδιαίτερα χρονοβόρες διαδικασίες. Ποια είναι λοιπόν τα εκπαιδευτήρια που πρόκειται, από ό,τι φαίνεται, να αδειοδοτηθούν; Καμιά πρωτοτυπία. Πρόκειται για εννιά εγχώρια κολλέγια που ήδη λειτουργούσαν και τώρα θα βαφτιστούν πανεπιστήμια και για δύο ιδιωτικά πανεπιστήμια της Κύπρου. Επομένως, όλη η ραγιάδικη ρητορική που κυριάρχησε επί δύο χρόνια για τον «επαρχιωτισμό» των ελληνικών πανεπιστημίων και για τον «εκπολιτισμό» τους που θα επερχόταν με τα παραρτήματα του Yale, της Σορβόννης, του Harvard και λοιπών κολοσσών των πανεπιστημίων της Δύσης αποδείχτηκε κούφια, όπως από την αρχή το κίνημα των πανεπιστημιακών και των φοιτητών είχε διαπιστώσει και καταγγείλει. Επί της ουσίας, «πανεπιστημιοποιούνται» τα ήδη λειτουργούντα ιδιωτικά κολλέγια ως παραρτήματα των μητρικών ιδρυμάτων τους. Άλλωστε, ακόμη και τα καλά μη κρατικά μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια της Δύσης δεν λειτουργούν με παραρτήματα. Αυτό γίνεται από τη δεκαετία του 1990 και μετά, από κάποια δεύτερης γραμμής πανεπιστήμια από ΗΠΑ, Αγγλία και Αυστραλία με στόχο τις αγορές των αναδυόμενων οικονομιών της Ανατολής. Υπάρχουν περίπου 333 τέτοια παραρτήματα (International Branch Campuses, IBC) σε χώρες όπως η Μαλαισία, η Υεμένη, η Κίνα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (τα στοιχεία από ομιλία του βουλευτή κ. Παραστατίδη του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή). Τέτοια δόξα ζήλεψαν οι «μεταρρυθμιστές» του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, συνδυάζοντας τους βερμπαλισμούς περί Ελλάδας που προσομοιάζει στη Βόρεια Κορέα επειδή υπάρχει το άρθρο 16 στο Σύνταγμα με τις μεγαλοστομίες περί «αθάνατου ελληνικού πολιτισμού» (από ορισμένους υπουργούς, είναι η αλήθεια!).

Σε κάθε περίπτωση, η πραγματικότητα είναι ότι η «πανεπιστημιοποίηση» των κολλεγίων θα οδηγήσει στον μαρασμό των περιφερειακών κυρίως πανεπιστημίων, μιας και οι οικογένειες πιθανόν να προτιμήσουν ένα πανεπιστημιακό τίτλο με δίδακτρα στα κολλέγια της πλατείας Κάνιγγος (και με όχι ιδιαίτερες δυσκολίες πρόσβασης ή αποφοίτησης) από τα έξοδα που συνεπάγονται οι σπουδές σε μια πόλη της περιφέρειας.

Η πλήρης αναγνώριση, με νέα επιγραφή, των πτυχίων των κολεγίων, θα επιφέρει απότομες και σημαντικές αλλαγές που θα συντελεστούν χωρίς σχεδιασμό στον ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας και θα επηρεάσουν δραματικά το επίπεδο των πτυχίων και τη διάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Να προστεθεί, επίσης, ότι η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) που έχει αποψιλώσει πολλά πανεπιστημιακά τμήματα θα ισχύσει πολύ πιο «χαλαρά» στα ιδιωτικά παραρτήματα.

Όσο για την δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση, τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους, όπως αναφέρει ο Σύλλογος μελών ΔΕΠ του Παντείου Πανεπιστημίου: «Υπενθυμίζουμε ότι η χώρα μας είναι η τελευταία στην ΕΕ ως προς τις δαπάνες για την παιδεία. Η μέση ετήσια δαπάνη ανά φοιτητή στην Ελλάδα είναι 1.780 ευρώ έναντι 10.132 ευρώ του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 16 φοιτητές ανά διδάσκοντα, ενώ στην Ελλάδα είναι 49 φοιτητές ανά διδάσκοντα. Οι μισθοί των μελών ΔΕΠ βρίσκονται στο 40-50% της προ-μνημονιακής περιόδου».

Η νομιμοποίηση των ιδιωτικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων ως τμήμα του αφελληνισμού της εκπαίδευσης

Η εμμονική προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ωστόσο, πρέπει να ενταχθεί στο συνολικότερο πλαίσιο εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης με έμφαση σε δύο στοιχεία: α) την εξαγορά μεγάλων και ιστορικών ιδιωτικών σχολείων από μεγάλα funds του εξωτερικού (π.χ. το International Schools Partnerships). Όλο και περισσότερα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία δεν μπορούν να αντέξουν τον ανταγωνισμό των ιδιωτικών κολοσσών και εξαγοράζονται από αυτούς. Άλλωστε, όπως αναφέρεται σε σχετικές έρευνες η ζήτηση για ιδιωτική εκπαίδευση έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της εγκατάλειψης του δημόσιου σχολείου αλλά και λόγω της αύξησης της αγοραστικής δύναμης μιας μειοψηφίας ανώτερων στρωμάτων που επιφυλάσσουν για τους γόνους τους σπουδές στο εξωτερικό (στην αγγλική προφανώς) και β) την σκανδαλώδη προώθηση του Διεθνούς Απολυτηρίου (International Baccalaureate, IB) και στο ελληνικό δημόσιο σχολείο (σε μια μειοψηφία προτύπων Λυκείων) και βεβαίως πάλι εις την αγγλική. Το προτεινόμενο σχήμα εκπαιδευτικής πολιτικής είναι: ο καλός μαθητής του δημόσιου σχολείου ας σπουδάσει με το International Baccalaureate στο εξωτερικό. Οι υπόλοιποι δεν χρειάζονται και πολλή μόρφωση. Αλήθεια, υπάρχει καλύτερη μελέτη περίπτωσης για το τι είναι οι άρχουσες τάξεις μιας χώρας οιονεί μπανανίας;

Είναι αυτονόητες οι συνέπειες αυτής της πολιτικής που αποτελεί συνδυασμό ιδιωτικοποίησης / εκποίησης και αφελληνισμού στην ανάπτυξη της έρευνας και της επιστήμης στη χώρα μας, καθώς και στη μόρφωση των νέων γενιών. Η στόχευση της κυβέρνησης είναι η απομόρφωση των νέων γενιών, η κατάργηση της κοινωνικής κινητικότητας, η περιθωριοποίηση των νέων από τα φτωχά κοινωνικά στρώματα, η διάλυση των ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου και η εξαγωγή των γόνων των ελίτ στην «ανεπτυγμένη» Δύση, από όπου πιθανόν να επανεισαχθούν. Δεν είναι η πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία!

Και ένας προσωπικός επίλογος

Ας μου επιτραπεί επιλογικά να ακολουθήσω προσωπικό ύφος. Δουλεύω στο ελληνικό πανεπιστήμιο από το 1999 ως συμβασιούχος και από το 2002 ως μέλος ΔΕΠ. Περίπου από το 2010 και μετά, όσοι και όσες δουλεύουμε και σπουδάζουμε στο πανεπιστήμιο αισθανόμαστε υπό κατηγορία και διωγμό. Τα τμήματα των ανθρωπιστικών σπουδών απειλούνται με κλείσιμο, οι φοιτητές θεωρούνται χούλιγκαν, οι πανεπιστημιακοί πρέπει να αξιολογηθούν από πανεπιστημιακούς του εξωτερικού, οι αξιολογήσεις είναι κατά βάση ποσοτικές, οι υποδομές των πανεπιστημίων δεν συντηρούνται παρά μόνο περιστασιακά, εμείς οι διδάσκοντες ωθούμαστε σε εργασία σε εξ αποστάσεως ιδιωτικοποιημένα προγράμματα, οι νέοι συνάδελφοι εργάζονται στην απόλυτη επισφάλεια. Και όμως αντέχουμε. Οι πρωτοετείς μας κάθε χρόνο μας κοιτάζουν με ενθουσιασμό και χαρά, οι μεταπτυχιακοί μας φοιτητές και φοιτήτριες είναι εξαιρετικοί και εξαιρετικές, οι νέοι ερευνητές παράγουν έργο απολύτως δυσανάλογο με την αμελητέα χρηματοδότηση. Αντέξαμε και θα συνεχίσουμε να αντέχουμε. Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο έχει την απόλυτη αποδοχή της ελληνικής κοινωνίας και δεν θα παραδοθεί. Θα συνεχίσουμε! Το οφείλουμε στους δασκάλους μας, το οφείλουμε στα παιδιά που κάθε Σεπτέμβρη γνωρίζουμε, παιδιά από όλη τη Ελλάδα, παιδιά από οικονομικά αδύναμες οικογένειες κυρίως, παιδιά που θέλουν να διεκδικήσουν τη ζωή και τη μόρφωση στη χώρα τους, στη γλώσσα τους, στον πολιτισμό που μας συνέχει!

* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!